13/06/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Ντον Τζοβάννι» του Μότσαρτ, από τη Λυρική στο Ηρώδειο

Ο Χουβαρδάς ενόχλησε όσους θέλουν μουσειακές παραστάσεις

Η σκηνοθεσία του, ενοχλητικά αυθάδης για ορισμένους, δίνει μια απολύτως νόμιμη πειστική απάντηση στο ερώτημα γιατί μας αφορά σήμερα η όπερα. Ακούσαμε, επιπλέον, μερικές εξαιρετικές ερμηνείες, κυρίως από το πρωταγωνιστικό ζεύγος (Πομπόνι, Παπαθανασίου). Αντίθετα, ο μαέστρος Λουκάς Καρυτινός προσέγγισε τον Μότσαρτ σαν να βρισκόταν στις.
      Pin It

Του Γιάννη Σβώλου

 

Βαθιά τάραξε τα νερά του συντηρητικού ελληνικού χώρου της όπερας η σκηνοθεσία του «Ντον Τζοβάννι» από τον Γιάννη Χουβαρδά, μια σκηνοθεσία υγιώς ψαγμένα εκσυγχρονιστική, που θα στεκόταν άνετα ως «mainstream» σε οποιοδήποτε ευρωπαϊκό λυρικό θέατρο. Η νέα παραγωγή του μοτσάρτειου αριστουργήματος από την ΕΛΣ, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, παρουσιάστηκε προχθές στο κατάμεστο Ηρώδειο, προκαλώντας ενδιαφέρουσες αντιδράσεις, που απαιτούν αποκωδικοποίηση. Κατ’ αρχάς, το γεγονός ότι τα επίμονα, επιθετικά «μπου» ακούστηκαν συγκεντρωμένα και, μάλιστα, στις ίδιες θέσεις από τις οποίες προήλθαν και τα τελείως απρόσμενα, προκλητικώς αταίριαστα «μπράβο» για το καταφανώς μέτριο τραγούδι ενός από τους Ελληνες πρωταγωνιστές, πιθανόν δηλώνει κάποια πράγματα και δεν αξίζει να ασχοληθεί κανείς περισσότερο με αυτό. Ούτε φίλαθλοι που παρακολουθούν την ομάδα τους σε αγώνα εκτός έδρας να ήσαν…

 

Ομως, σε βαθύτερο επίπεδο, η μάχη που δίδεται –διότι περί μάχης πρόκειται- είναι αποφασιστική και αφορά το μέλλον της όπερας στην Ελλάδα. Θέλουμε σκηνοθεσίες όπερας μουσειακές, απευθυνόμενες σε ένα συντηρητικό κοινό, που είναι αμφίβολο αν μεθαύριο θα πατήσει το πόδι του στη νέα ΕΛΣ, ή σύγχρονες, που να εγγράφουν τη μεγάλη, κοινή ευρωπαϊκή κληρονομιά της όπερας –κληρονομιά τόσο σημαντική και βαριά όσο η αρχαία τραγωδία- στο παρόν; Ο συστηματικός λαϊκισμός της Μεταπολίτευσης, ο αυτάρεσκος, νεοπλουτίστικος συντηρητισμός του Μεγάρου Μουσικής, τα αρρωστημένα, εγχώρια στεγανά μεταξύ φιλόμουσων και θεατρόφιλων, τα ελλείμματα παιδείας, οι νοσηρές αντιπαραθέσεις στη θερμή μεθόριο πολιτικής και πολιτισμού τροφοδότησαν την επιβίωση μιας ρηχής πρόσληψης της όπερας ως διασκέδασης και όχι ως πεδίου αισθητικής ανάτασης και ουσιαστικής διαπραγμάτευσης ιδεών.

 

Η έμπρακτη λύση του διλήμματος είναι δύσκολη και –εν καιρώ κρίσης- την κάνουν ασφυκτικά δυσκολότερη κοντόφθαλμα οικονομικά κριτήρια. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, γίνονται προσπάθειες να κερδηθεί με διασκελισμούς –ενίοτε βιαστικούς και βεβιασμένους και, γι’ αυτό, με ουκ ολίγα «μπρος-πίσω»- ο χαμένος χρόνος. Σε αυτό συγκεφαλαιώνεται η ουσία της παράστασης που είδαμε προχτές.

 

Ο Γιάννης Χουβαρδάς δεν είναι τυχαίος, ούτε χτεσινός στην όπερα. Η σκηνοθεσία του στον «Ντον Τζοβάννι», ενοχλητικά αυθάδης για ορισμένους, δίνει μια απολύτως νόμιμη, πειστική απάντηση στο ερώτημα γιατί μας αφορά η όπερα αυτή σήμερα, ποιος είναι ο Ντον Τζιοβάννι σήμερα. Βεβαίως, η πρότασή του εξαφάνισε τη δεσπόζουσα ταξική διάσταση (ευγενείς, αστοί, χωρικοί) με τις νοηματοδοτούσες κάθετες τριβές, αφαιρώντας επίπεδα ανάγνωσης από το έργο των Ντα Πόντε/Μότσαρτ. Ομως η μεταφορά στο παρόν της διαπραγμάτευσης του θέματος της κανιβαλικής, ασύστολα εγωιστικής εμμονής για ικανοποίηση δίχως ηθική αναστολή και έγνοια για τον άλλον λειτούργησε με επιτυχία, καθ’ ότι απογύμνωσε και πρόβαλε τον πυρήνα του έργου με τρόπο άμεσα αντιληπτό στον σύγχρονο θεατή.

 

Επιπλέον, ο Χουβαρδάς απέδωσε εξαιρετικά τον πολυδιάστατο ψυχισμό των χαρακτήρων (που φωτίζει εύγλωττα η μουσική του Μότσαρτ) και μετέγραψε αριστοτεχνικά τη δεδηλωμένα μπουφόνικη διάσταση της όπερας, που κινείται μεταξύ τραγικού και ιλαρού. Τέλος, ο εμβόλιμος «χορός» των μεθυσμένων αστέγων (κομπάρσων), που λειτουργούσε ως συγκινησιακό ηχείο της μουσικής και σκηνικής δράσης, έδωσε πρόσθετο βάθος και βάρος στο θέαμα. Το λιτό, εφιαλτικά αποεξιδανικευτικό σκηνικό της Εύας Μανιδάκη –μια φτηνή καντίνα δρόμου οπουδήποτε- και τα «καθημερινά» κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη υποστήριξαν άριστα τη δραματουργία του σκηνοθέτη. Περισσότερα περιμέναμε από τον φωτιστή Λευτέρη Παυλόπουλο.

 

Ανισο και εν μέρει προβληματικό ήταν το μουσικό μέρος. Μερικό πρόβλημα αποτέλεσε η ανομοιογένεια της διανομής: ο «Ντον Τζοβάννι» είναι όπερα συνόλου. Επικεφαλής της διανομής ήσαν δύο πολύ καλοί τραγουδιστές. Τον επώνυμο ρόλο έφερε άριστα ο ακμαίος Αμερικανός βαρύτονος Φράνκο Πομπόνι: σκηνικά πειστικός, φωνητικά άνετος, με ωραίο, θεατρικά φορτισμένο τραγούδι, ενσάρκωσε έναν αλητήριο, απωθητικά βίαιο, εγωπαθή Ντον Τζοβάννι. Απέναντί του, ο Λεπορέλλο του Χριστόφορου Σταμπόγλη πρόβαλλε μουσικά αντιστικτικός, αλλά σκηνικά μάλλον υπερβολικά μπουφόνικος. Εξαιρετική, σκηνικά αιθέρια, με φωτεινή φωνή και ιδανικά μοτσάρτειο τραγούδι ήταν η Ντόννα Αννα της υψιφώνου Μυρτώς Παπαθανασίου, στην πρώτη της έπειτα από χρόνια εμφάνιση στην ΕΛΣ. Πολύ καλό, ισορροπημένο ήταν το ζευγάρι Πέτρου Μαγουλά – Μαρίας Μητσοπούλου (Μαζέττο-Τσερλίνα), ενώ η Τσέλια Κοστέα τραγούδησε μια σαγηνευτικά υπερμεγέθη, κάπως πουτσίνεια Ντόννα Ελβίρα. Ο βετεράνος Δημήτρης Καβράκος επανέλαβε τον εγγυημένα ευγενή Διοικητή (Commentatore) του για χιλιοστή φορά, ενώ ο Αντώνης Κορωναίος απλώς δεν θα έπρεπε να τραγουδήσει Ντον Οττάβιο…

 

Ανυποψίαστη σε θέματα ύφους πρόβαλε η διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού. Περισσότερο από μισόν αιώνα από τότε που τέθηκε το θέμα των ιστορικά ενημερωμένων ερμηνειών, τόσο για σύνολα με όργανα εποχής όσο και για σύνολα με σύγχρονα όργανα, η προσέγγιση της μουσικής του Μότσαρτ με τρόπο συνήθη στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες (υπερβολικά αργές ταχύτητες, αδιάφορα ρετσιτατίβι κ.λπ.) ταυτίζεται πλέον με μια μουσειακή, διακοσμητική αντίληψη για την όπερα ως ακρόαμα.

 

Εν κατακλείδι; Οσοι πιστεύουν ότι η όπερα είναι ζωντανό και όχι μουσειακό είδος, ασφαλώς και αξίζει να δουν αυτήν την παράσταση: για τη αιχμηρή σκηνοθεσία του Χουβαρδά και για να απολαύσουν ορισμένες πολύ καλές ερμηνείες. Οσον αφορά στην προπέτικη δυσφορία κάποιων για τις επιλογές της ΕΛΣ, θα λέγαμε ότι μόνον όποιος δεν τολμά και δεν κάνει τίποτε δεν υφίσταται κριτική…

 

………………………………………….

 

* Το γεγονός ότι τα επίμονα, επιθετικά «μπου» ακούστηκαν συγκεντρωμένα και, μάλιστα, στις ίδιες θέσεις από τις οποίες προήλθαν και τα τελείως απρόσμενα, προκλητικώς αταίριαστα «μπράβο» για το καταφανώς μέτριο τραγούδι ενός από τους Ελληνες πρωταγωνιστές, πιθανόν δηλώνει κάποια πράγματα και δεν αξίζει να ασχοληθεί κανείς περισσότερο με αυτό. Ούτε φίλαθλοι που παρακολουθούν την ομάδα τους σε αγώνα εκτός έδρας να ήσαν…

 

Scroll to top