13/06/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Dar um jeito (Θα βρούμε έναν τρόπο)

      Pin It

Της Μαργαρίτας Κουλεντιανού

 

Η έναρξη του Μουντιάλ 2014 είναι γεγονός. Πιο αληθινό από τον ανασχηματισμό, πιο καθησυχαστικό από την οδυνηρή απόφαση του Αρείου Πάγου να παρατείνει την ανεργία των καθαριστριών, πιο γιορταστικό από τη συγκάλυψη των νέων αποφάσεων που πήρε εναντίον μας το ΔΝΤ. Ετοιμασίες, στα σπίτια, στα καφενεία. Τα σουβλατζίδικα, οι πιτσαρίες προσλαμβάνουν έξτρα ντελιβεράδες, μια ευκαιρία για όλον τον κόσμο το Μουντιάλ. «Θα είμαστε όλοι μια φωνή, μια καρδιά, μια ψυχή», λέει ο ύμνος του διεθνούς κυπέλλου ποδοσφαίρου, «όταν θα ζητωκραυγάζουμε για ένα γκολ».

 

Μας ενώνει λοιπόν το ποδόσφαιρο; Και οι νεκροί εργάτες που οικοδομούσαν τα καινούργια γήπεδα; Οι άστεγοι στις μεγαλουπόλεις που διώχτηκαν από τις παράγκες τους στις περιοχές που «πήραν αξία»; Γιατί βέβαια υπάρχει κι αυτό το μυστικό, με την αξία των περιοχών. Στο Λονδίνο, μια ολόκληρη περιοχή με λαϊκές πολυκατοικίες και αποθήκες μέσα σε μια διετία μετά τους Ολυμπιακούς εξελίχθηκε σε περιοχή σικ, με ανακαινισμένα σπίτια, καλά μαγαζιά, φωτισμένους δρόμους, φροντισμένα πάρκα, πανάκριβα νοίκια. Η «αξία» εκτόπισε τους κατοίκους των λαϊκών γειτονιών, οι οποίες τώρα κατοικούνται από νεαρά στελέχη επιχειρήσεων. Η τύχη των παλιών κατοίκων αγνοείται.

 

Οι νεκροί εργάτες, οι άστεγοι, τα πεινασμένα παιδιά, οι απεργοί του μετρό συνθέτουν μια εικόνα της Βραζιλίας που χρεώνεται στην κυβέρνηση της Ντίλμα Ρουσέφ (και του Λούλα ντα Σίλβα προηγουμένως) και προβάλλεται στις οθόνες των τηλεοράσεων όλου του κόσμου.

 

Αναπαράγεται και στις ταξιδιωτικές οδηγίες που δίνονται σε όσους «τυχερούς» θα ταξιδέψουν στη Βραζιλία για τους αγώνες του Μουντιάλ. «Προσέξτε όταν θα βγαίνετε από το ξενοδοχείο σας: στους δρόμους κυκλοφορούν μόνο πόρνες, ζητιάνοι και κλέφτες. Το πιθανότερο είναι ότι θα σας κλέψουν την τσάντα, θα σας σκοτώσουν ή έστω θα σας βουτήξουν το κινητό σας».

 

Ετσι οι «τυχεροί» που μάζευαν τέσσερα χρόνια τα λεφτά για να πληρώσουν τα έξοδα του ταξιδιού και τα εισιτήρια των γηπέδων, δεν θα δουν τίποτε από τη Βραζιλία της πραγματικής ζωής. Δεν θα πάρουν καμιά γεύση από τον πολιτισμό της που ξεχύνεται στους δρόμους με βραζιλιάνικο ενθουσιασμό, τη θρησκεία και τις λατρευτικές τελετές – την πιο ενδιαφέρουσα ανάμειξη καθολικισμού και παγανισμού, τις μουσικές, τα τραγούδια, τους χορούς. Δεν θα θαυμάσουν τη μοντερνιστική αρχιτεκτονική της Μπραζίλια, δεν θα δουν Θέατρο του Καταπιεσμένου, δεν θα ακούσουν σόρο και αφρο-βραζιλιάνικους ρυθμούς στους δρόμους. Πολλοί θα πηγαίνουν με το πούλμαν από το ξενοδοχείο στο γήπεδο και πάλι πίσω, θα τρώνε όπου τους πηγαίνει ο ξεναγός, θα «απολαύσουν» τουριστικά σόου με ημίγυμνες Βραζιλιάνες χορεύτριες. Ο φόβος θα είναι μέρος των αποσκευών τους εκείνων που δεν θα αφήνουν ποτέ από τα χέρια τους.

 

Ετσι θα πάει χαμένη η χαρά του ταξιδιού – η μισή τουλάχιστον. Γιατί την άλλη μισή θα τη βρουν φυσικά. Στα γήπεδα, αυτά τα καινουργιοχτισμένα με το αίμα του βραζιλιάνικου λαού, με τους είκοσι δύο που θα τρέχουν πάνω στο γρασίδι κυνηγώντας την μπάλα, με τις ιαχές και τα γιουχαΐσματα, την ένταση, την αγωνία, το λυτρωτικό χειροκρότημα. Και τον ύμνο. Που μιλάει σε αυτούς που δεν έχουν τι να φάνε και πού να κοιμηθούν, σε αυτούς που ζουν στους δρόμους, στην παγωνιά του χειμώνα και στον καύσωνα του καλοκαιριού. Και τους καλεί όλους να σταθούν στα πόδια τους, να ατενίσουν τις βουνοκορφές και να πιστέψουν ότι μπορούν να τις φτάσουν. Να ακούσουν το χτύπημα της καρδιάς τους και να το αφήσουν να τους δώσει τον ρυθμό.

 

Κάτω από τις διαφορετικές μας σημαίες, τους λέει, είμαστε όλοι ενωμένοι. Κι αυτό δεν είναι παρά μόνο η αρχή.

 

Scroll to top