15/06/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Πανταχόθεν ελεύθερη

Βάσω Νικολοπούλου «Καιρός ήταν» Μικρές ιστορίες. Εστία, 2014, σελ. .
      Pin It

Βάσω Νικολοπούλου
«Καιρός ήταν»
Μικρές ιστορίες. Εστία, 2014, σελ. 68

 

Του Χρίστου Κυθρεώτη

 

Μετά τη νουβέλα «Βασιλική» (Πόλις, 2010), που είχε επισημανθεί ζωηρά από την κριτική, αποσπώντας και δύο υποψηφιότητες για βραβεία (ενώ μεταφέρθηκε επίσης και στο θέατρο), η Βάσω Νικολοπούλου επιστρέφει με τη δεύτερη πεζογραφική της απόπειρα, μια συλλογή μικρών ιστοριών υπό τον τίτλο «Καιρός ήταν». Πρόκειται για σαράντα έξι μικρά αφηγήματα, γραμμένα σε πυκνή και ευφάνταστη γλώσσα, όπου η συγγραφέας, χρησιμοποιώντας εικονοποιία και λεκτικά σχήματα που συνορεύουν με την ποίηση, αποδίδει κομψά και ελλειπτικά το πορτρέτο μια αφηγηματικής περσόνας που συνδέει τις επιμέρους ιστορίες χαλαρά μεταξύ τους.

 

Ξεκινώντας από την εποχή που βρισκόταν στην κοιλιά της μητέρας της («Εν αρχή ην η κοιλιά της μαμάς»), και συνεχίζοντας με στιγμιότυπα, σκέψεις και συναισθήματα από τη μετέπειτα ζωή της, οι ιστορίες παρακολουθούν το διάγραμμα εξέλιξης μιας γυναίκας – ενός γυναικείου χαρακτήρα που παραμένει σκοτεινός και ασαφής μέχρι τέλους. Πρόκειται για μια συνειδητή αφηγηματική στρατηγική της Νικολοπούλου, η οποία αντιστοιχίζει την αποσπασματικότητα στη δομή του βιβλίου της προς τις ασυνέχειες και τα χάσματα που διέπουν την ανθρώπινη προσωπικότητα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, επιλέγει να ρίξει το κέντρο βάρους στη γλώσσα και το ύφος των κειμένων της, αποδίδοντας με εντυπωσιακή κατά τόπους ενάργεια και παραστατική δύναμη τα στιγμιότυπα από τη ζωή της ηρωίδας της – από την παιδική ηλικία και την ενηλικίωση, μέχρι τα κομβικά γεγονότα της ενήλικης ζωής, όπως, για παράδειγμα, τη σχέση της με τους άντρες («Μήπως γράφοντας για σένα, αγάπη μου, ανακατεύω κι άλλους, και την αγάπη γενικά, κι όλες όσες αγάπησα αγάπες», σελ. 41), τη φιλία («Οι φίλοι μου είναι βαθιοί σα ρυτίδες», σελ. 57) ή τον θάνατο της μητέρας της («Η μαμά πέθανε, τρεις μέρες μετά, από παντελή έλλειψη μνήμης. Δεν θυμόταν δηλαδή καθόλου πια πώς να ζήσει», σελ. 47).

 

Στο αφήγημα με τον τίτλο «Πού πήγε το χθες;» (σελ. 49), η αφηγήτρια αναρωτιέται: «Πού πήγε το χθες; Πού πήγαν όλες οι στιγμές που προσπάθησα ματαίως να ξεχειλώσω; Κάτι στιγμές που λες αχ, ας κρατήσει λίγο ακόμα, ας επιμηκυνθεί, ας εξορκίσει το φευγαλέο του χρόνου». Στην περικοπή αυτή συνοψίζεται μία από τις κρυφές θεματικές του βιβλίου της Νικολοπούλου, η σχέση με το παρελθόν και το πέρασμα του χρόνου, αφού όλα τα κείμενα τελικά δεν αποτελούν παρά στιγμές που η «αθέατη» αφηγήτρια του βιβλίου προσπαθεί, έστω και αναδρομικά, να ξεχειλώσει, να επιμηκύνει ή να αναβιώσει, χωρίς ταυτόχρονα να διανοείται να τους προσδώσει κάποια επίπλαστη ενότητα ή ομοιογένεια. Με τον τρόπο αυτό, και καθώς παραδέχεται την ασυνέχειά της, φορτίζει με μεγαλύτερη δύναμη και συγκίνηση την πανηγυρική δήλωση-κατακλείδα του βιβλίου: «Αυτή είμαι εγώ. Πανταχόθεν ελεύθερη».

 

Scroll to top