15/06/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΜΗΧΑΝΕΣ ΤΟΥ ΝΟΥ Η γνωστική περιπέτεια τον 21ο αιώνα

Πέρα από τον μεταμοντέρνο αντιεπιστημονικό σκοταδισμό

Η απίστευτη συσσώρευση γνώσης από τις «θετικές» επιστήμες και κυρίως οι ασύλληπτες τεχνολογικές εφαρμογές αυτής της γνώσης δεν φαίνεται να είναι πλέον σε θέση να δικαιολογήσουν την αυταπόδεικτη, μέχρι πρόσφατα, αλήθεια ή αξία της Επιστήμης, ούτε νομιμοποιούν αυτομάτως την κοινωνική ιδιοποίησή της. Σήμερα οι οικολογικές συνέπειες της.
      Pin It

Η τρέχουσα και ιδιαίτερα παραπλανητική μόδα να υποβαθμίζονται και να απαξιώνονται «επιστημολογικά» οι σοβαρές ερευνητικές προσπάθειες κατανόησης της πραγματικότητας μέσω της επιστήμης είναι στην πραγματικότητα το προϊόν μιας βαθύτατα αντιδραστικής αντίληψης και όχι το αποτέλεσμα των εξελίξεων στην επιστημολογία, η οποία ούτε μπορεί ούτε οφείλει να προδιαγράφει την πορεία των επιστημονικών ερευνών

 

Γράφει ο Σπύρος Μανουσέλης

 

Είτε λόγω παιδείας είτε -πράγμα που είναι το ίδιο- λόγω άγνοιας, οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα είναι απολύτως πεπεισμένοι ότι οι φυσικές επιστήμες γεννήθηκαν και εξελίχθηκαν σε πλήρη αντιπαράθεση ή και σε ρήξη με τις οντολογικές, μεταφυσικές ή θεολογικές προσεγγίσεις του παρελθόντος. Πόσοι όμως από εμάς υποψιάζονται ότι η μεγάλη τομή που, κατά τον 17ο αιώνα, διαφοροποίησε τη νεωτερική «επιστημονική» σκέψη και πρακτική από την αρχαία και τη μεσαιωνική σκέψη βασίστηκε όχι μόνο σε νέα παρατηρησιακά ή θεωρητικά δεδομένα αλλά και σε κάποιες υπόρρητες και επιμελώς κρυμμένες μεταφυσικές παραδοχές;

 

Παραδόξως, η «Μεγάλη Επιστημονική Επανάσταση», και η πρωτοφανής γνωστική-τεχνολογική ιδιοποίηση της Φύσης που προέκυψε από αυτήν, προϋπέθετε εξαρχής -και εξακολουθεί να προϋποθέτει!- τη σιωπηρή αποδοχή κάποιων αναπόδεικτων μεταφυσικών παραδοχών. Ισως μάλιστα να μην είναι καθόλου συνετό ή επιθυμητό να απαλλαγεί η επιστημονική σκέψη από τέτοιες υπόρρητες μεταφυσικές προκείμενες. Για παράδειγμα, στο όνομα της επιστημολογικής «καθαρότητας» σχεδόν επιβάλλεται η εξάλειψη από τη σύγχρονη Φυσική των εννοιών της «Αλήθειας» ή της «Πραγματικότητας» επειδή θεωρούνται «μεταφυσικές ψευδαισθήσεις».

 

Για να δικαιολογηθεί ο σημαντικά αναβαθμισμένος κοινωνικός, οικονομικός και πολιτισμικός ρόλος της επιστήμης στις δυτικές κοινωνίες έπρεπε να τεκμηριωθεί επαρκώς η γνωσιολογική, μεθοδολογική και πρακτική της ανωτερότητα. Ετσι, από τα μέσα του εικοστού αιώνα, οι μέχρι τότε αυθόρμητες και εν πολλοίς αυθαίρετες φιλοσοφικές και ανεκδοτολογικές απόψεις των ίδιων των επιστημόνων άρχισαν σταδιακά να υποκαθίστανται από τις πολύ πιο σοβαρές και συστηματικές προσεγγίσεις μιας νέας, ετερογενούς, αλλά ιδιαίτερα δυναμικής ερευνητικής ομάδας, που απέβλεπε σε μια πιο αντικειμενική ανάλυση των επιστημονικών φαινομένων.

 

Μια νέα γενιά επιστημόνων, φιλοσόφων και ιστορικών θα ενώσουν τις προσπάθειές τους για να αποκαλύψουν ποια είναι η ιδιαίτερη μεθοδολογική και γνωστική προσέγγιση των φυσικών επιστημών (αρχικά της Φυσικής και της μαθηματικής Λογικής). Αυτοί οι νέοι μελετητές της Επιστήμης θα θέσουν ως προγραμματικό τους στόχο να χαρτογραφήσουν και να οροθετήσουν επακριβώς το σύμπαν του επιστημονικού λόγου, επιδιώκοντας να αναδείξουν πώς και κυρίως γιατί η επιστημονική γνώση διαφοροποιείται από τις μέχρι τότε «αυθαίρετες» μεταφυσικές προσεγγίσεις.

 

Αυτό το φιλόδοξο ερευνητικό πρόγραμμα, που στοχεύει στη συστηματική φιλοσοφική, μεθοδολογική και ιστορική ανάλυση των επιμέρους επιστημών, περιγράφεται συνήθως ως «επιστημολογία» και ορθά, κατά τη γνώμη μας, ώστε να διαφοροποιείται σαφώς το ιδιαίτερο αντικείμενό της από την παραδοσιακή Γνωσιολογία.

 

Η γόνιμη αντιπαράθεση επιστήμης – επιστημολογίας

 

Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου το φιλόδοξο επιστημολογικό πρόγραμμα θα διατυπωθεί ρητά από τη Σχολή της Βιέννης και θα γίνει γνωστό ως Θετικισμός (ή Λογικός Εμπειρισμός). Ομως, μετά τη δεκαετία του 1960 θα εκφρασθεί κυρίως από τη λεγόμενη «ιστορικιστική στροφή», η οποία ανέδειξε τα εγγενή και ανυπέρβλητα όρια της θετικιστικής προσέγγισης, που επί δεκαετίες αναζητούσε μάταια ένα απόλυτο φυσικαλιστικό και άρα διαχρονικό θεμέλιο της πραγματικής επιστημονικής γνώσης.

 

Πράγματι, χάρη στο έργο διάσημων επιστημολόγων, όπως ο Κ. Πόπερ, o Τ. Κουν, ο Ν. Χάνσον, o Ι. Λάκατος και o Π. Φεγεράμπεντ, έγινε σύντομα σαφές πόσο ατελέσφορο και εν τέλει παραπλανητικό ήταν το θετικιστικό πρόγραμμα της σαφούς οροθέτησης της επιστήμης τόσο από τη μεταφυσική όσο και από το ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο παράγεται η επιστημονική γνώση και πρακτική (τεχνολογία).

 

Ποιος είναι όμως τελικά ο ρόλος και η σημασία της επιστημολογικής σκέψης στην ανάπτυξη της επιστήμης; Ανέκαθεν η φιλοσοφία και η ιστορία της γνώσης έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στις επιλογές και στις κατευθύνσεις που επέλεγαν οι ερευνητές για την ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης (βλ. ειδικό Πλαίσιο). Η πρωταρχική λειτουργία της φιλοσοφικής-ιστορικής διερεύνησης της επιστήμης είναι να διαμορφώνει και να αναδεικνύει, σε κάθε εποχή, τη συνολική κοσμοθεώρηση που προκύπτει από τις έρευνες των επιμέρους επιστημών.

 

Πολιτικά και κοινωνικά ύποπτες επιστημολογικές «παρανοήσεις»

 

Συνεπώς, η επιστημολογία ούτε οφείλει ούτε μπορεί να προκαθορίζει την πορεία των επιστημονικών ερευνών. Μπορεί μόνο να τις αξιολογεί με τα δικά της ιδιαίτερα φιλοσοφικά και ιστορικά κριτήρια.

 

Δυστυχώς, όμως, οι θεμελιώδεις ανακαλύψεις της επιστημολογίας σχετικά με τον ιστορικό και κοινωνικό χαρακτήρα της επιστήμης μετατράπηκαν σταδιακά, κατά τα τέλη του εικοστού αιώνα, σε κριτική του επιστημονικού εγχειρήματος συνολικά, τροφοδοτώντας τις πιο ακραίες μεταμοντέρνες σκεπτικιστικές και αποδομιστικές απόψεις που επιχειρούν να συσκοτίσουν την αποφασιστική σημασία της επιστημονικής διερεύνησης για την ανθρώπινη ιστορία.

 

Αυτές οι μεταμοντέρνες σκοταδιστικές απόψεις περί επιστήμης, αφού υποβάθμισαν συστηματικά τον ρόλο της Φύσης, κατέληξαν να την εξαλείψουν εντελώς ως αιτία ή, έστω, ως κινητήρια δύναμη για όλες τις κοινά αποδεκτές επιστημονικές μας πεποιθήσεις.

 

Ετσι, όμως, οι σημερινοί κοινωνιολόγοι της επιστημονικής γνώσης εισάγουν λαθραία στην ανθρώπινη γνωστική περιπέτεια, χωρίς ποτέ να την δικαιολογήσουν επαρκώς, μια πολύ πιο σκοτεινή κοινωνικοπολιτική αιτιότητα, η οποία θεωρείται «υπερ-φυσική». Μια νεοφιλελεύθερη πραγματιστική προσέγγιση της γνώσης, θύματα της οποίας είναι μοιραία και οι ίδιοι οι αποδομιστές!

 

Τελικά, η σημερινή μόδα να υποβαθμίζονται και να απαξιώνονται συστηματικά οι προσπάθειες κατανόησης της πραγματικότητας μέσω της επιστήμης είναι στην πραγματικότητα το προϊόν μιας βαθύτατα αντιδραστικής αντίληψης. Της πολύ γνωστής νεοσκοταδιστικής αντίληψης που στο παρελθόν είχε εκφρασθεί μόνο από τις πιο ολοκληρωτικές μορφές εξουσίας. Τυπικό παράδειγμα είναι η ναζιστική επιστήμη και οι διώξεις του Χίτλερ κατά των λαμπρών Γερμανών επιστημόνων που δεν ανήκαν στην «Αρεία φυλή».

 

………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

Και ο επιστήμονας; Ενα είδος «αδίστακτου καιροσκόπου»

 

Ο Αλμπερτ Αϊνστάιν, ένας από τους μεγαλύτερους φυσικούς όλων των εποχών, όχι μόνο είχε αξιόλογη φιλοσοφική παιδεία, αλλά οι φιλοσοφικές του ανησυχίες επηρέαζαν σε μεγάλο βαθμό τις επιστημονικές του επιλογές: τόσο τις μεγαλοφυείς απόψεις του για τον μακρόκοσμο όσο και τις μεταφυσικές προκαταλήψεις του για τον μικρόκοσμο. Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί η λυσσαλέα και φαινομενικά ανορθολογική πολεμική του ενάντια στην ερμηνεία της «αρχής της απροσδιοριστίας» στην κβαντική φυσική. Μολονότι, ειρήσθω εν παρόδω, ο ίδιος είχε συμβάλει αποφασιστικά στην ανάδυση της κβαντικής φυσικής!

 

Πέρα όμως από αυτές τις ανθρώπινες -ή μήπως μεταφυσικές;- αδυναμίες, ο πατέρας της θεωρίας της σχετικότητας είχε σκεφτεί και γράψει πολλά για την επιστημονική μέθοδο και κυρίως για τις περίπλοκες αλλά ιδιαίτερα γόνιμες αλληλεπιδράσεις της Επιστήμης με τη Φιλοσοφία, και ειδικότερα της Φυσικής με τη Μεταφυσική.

 

Ιδού πώς περιέγραφε ο ίδιος, σε ένα γνωστό άρθρο του του 1919, τη διαδικασία της επιστημονικής ανακάλυψης: «Η απλούστερη ιδέα που μπορούμε να έχουμε σχετικά με τη γέννηση μιας εμπειρικής επιστήμης είναι ότι αυτή σχηματίστηκε μέσω των επαγωγικών μεθόδων της λογικής. Διατυπώνοντας έναν κανόνα, επιλέγουμε και συγκεντρώνουμε διάφορα στοιχεία με τρόπο ώστε να αναδείξουμε την εμφανή μεταξύ τους σχέση. Συγκεντρώνοντας τους κανόνες φτιάχνουμε γενικότερους κανόνες κ.ο.κ.».

 

Αφού περιγράψει την επαγωγική μέθοδο για την παραγωγή της επιστημονικής γνώσης, ο Αϊνστάιν υποστηρίζει ότι οι μεγαλύτερες κατακτήσεις της επιστήμης δεν έγιναν σχεδόν ποτέ με αυτόν τον τρόπο, αλλά υιοθετώντας την ακριβώς αντίθετη μέθοδο! Γράφει:

 

«Ακόμη και μια σύντομη ματιά στην πραγματική ανάπτυξη της επιστήμης μάς αποκαλύπτει ότι οι μεγάλες επιστημονικές κατακτήσεις σπανίως έλαβαν χώρα ακολουθώντας την παραπάνω μέθοδο. Αν ένας ερευνητής προσέγγιζε το αντικείμενό του χωρίς να έχει κάποιες a priori ιδέες, πώς θα μπορούσε να διακρίνει τα σημαντικά γεγονότα μέσα από το πλήθος των εμπειρικών δεδομένων; [...] Οι πραγματικές επιστημονικές πρόοδοι ήρθαν από μιαν οδό εντελώς διαφορετική από την επαγωγική. Ο επιστήμονας χρησιμοποιεί το ένστικτό του για να “συλλάβει” μέσα από ένα ευρύ σύνολο γεγονότων ό,τι είναι σχετικό και κατ’ αυτόν τον τρόπο να διαμορφώσει έναν βασικό περιγραφικό νόμο ή μια σειρά από τέτοιους νόμους. Μόνο κατόπιν, μέσω ενός λογικού και παραγωγικού τρόπου σκέψης, μπορεί να εξάγει, όσο πληρέστερα γίνεται, τα συμπεράσματα που προκύπτουν από αυτόν τον βασικό νόμο (ή από ένα σύνολο αξιωμάτων). Τα συμπεράσματα αυτά, αφού συγκριθούν με τα εμπειρικά δεδομένα, μπορούν να αποτελέσουν το κριτήριο για την αξιολόγηση του βασικού νόμου. Ο βασικός νόμος (αξίωμα) μαζί με τα συμπεράσματα σχηματίζουν αυτό που αποκαλούμε θεωρία. [...] Κάθε μεγάλη πρόοδος στη Φυσική, όπως η θεωρία της βαρύτητας του Νεύτωνα, η θερμοδυναμική, η κινητική θεωρία των αερίων, η σύγχρονη ηλεκτροδυναμική κ.λπ., έγινε με αυτόν ακριβώς τον τρόπο!»

 

Είναι πραγματικά εντυπωσιακή η επιστημολογική οξυδέρκεια αυτών των κάθε άλλο παρά δημοφιλών, την εποχή που διατυπώθηκαν, «αντι-επαγωγικών» απόψεων του Αϊνστάιν. Οι ίδιες απόψεις θα διατυπωθούν έπειτα από πολλά χρόνια με συστηματικότερο τρόπο από διάφορους ιστορικούς και φιλοσόφους της επιστήμης, κυρίως από τον Καρλ Πόπερ.

 

Μια ευέλικτη επιστημολογία για ένα περίπλοκο επιστημονικό αντικείμενο

 

Στο ίδιο κείμενο, μάλιστα, ο Αϊνστάιν διατυπώνει ρητά και μια άλλη μεθοδολογική άποψη, η οποία θα αποτελέσει αργότερα τη βασική προϋπόθεση της επιστημολογίας του Πόπερ. Πρόκειται για την περιβόητη «αρχή της διαψευσιμότητας», η οποία υποστηρίζει ότι οι επιστημονικές θεωρίες, ενώ μπορούν να διαψεύδονται οριστικά, μπορούν να επαληθεύονται μόνο πρόσκαιρα.

 

Στο δεύτερο μέρος του ίδιου άρθρου ο Αϊνστάιν γράφει: «Μια θεωρία είναι εσφαλμένη αν υπάρχει κάποιο λάθος στα συμπεράσματά της, και ανακριβής αν κάποιο γεγονός δεν ταιριάζει με τις προβλέψεις της. Σε κάθε περίπτωση, μια θεωρία δεν μπορεί ποτέ να αποδειχθεί αληθής, διότι ουδείς είναι σε θέση να γνωρίζει αν στο μέλλον θα ανακαλύψουμε εμπειρικά δεδομένα που θα αντικρούουν τα συμπεράσματα αυτής της θεωρίας […] και όταν διαθέτουμε δύο θεωρίες οι οποίες αμφότερες συμφωνούν με τα διαθέσιμα πειραματικά δεδομένα, τότε το μοναδικό κριτήριο για την επιλογή της μιας ή της άλλης είναι το ένστικτο του ερευνητή».

 

Σε ένα άλλο ακόμη πιο διάσημο κείμενό του του 1949, το «Reply to criticisms», ο Αϊνστάιν διερευνά τις αμφίδρομες και ήδη από τότε προβληματικές σχέσεις μεταξύ επιστήμης και επιστημολογίας. Με μεγάλη διαύγεια περιγράφει τις επικοινωνιακές και γνωσιολογικές δυσκολίες που, μέχρι σήμερα, οδηγούν στην αξεπέραστη κωφότητα μεταξύ τους.

 

«Η αμοιβαία σχέση μεταξύ επιστημολογίας και επιστήμης είναι πολύ σημαντική. Εξαρτώνται η μια από την άλλη. Η επιστημολογία, όταν δεν βρίσκεται σε επαφή με την επιστήμη, μετατρέπεται σε κενό νοητικό σχήμα. Η επιστήμη χωρίς την επιστημολογία είναι πρωτόγονη και συγκεχυμένη. Μόλις, όμως, ο επιστημολόγος, στην αναζήτησή του ενός σαφούς συστήματος, καταφέρει να βρει τον δρόμο προς αυτό το σύστημα, έχει την τάση να ερμηνεύει το περιεχόμενο της επιστημονικής σκέψης σύμφωνα με το σύστημά του και να απορρίπτει ό,τι δεν προσαρμόζεται σε αυτό.

 

Από την άλλη μεριά, ο επιστήμονας δεν είναι σε θέση να τραβήξει τόσο μακριά την ανάγκη του για συστηματική επιστημολογική ανάλυση. Δέχεται με ευγνωμοσύνη την επιστημολογική εννοιολογική ανάλυση, όμως οι εξωτερικές συνθήκες, που γι’ αυτόν καθορίζονται από τα εμπειρικά δεδομένα, δεν του επιτρέπουν να αποδεχτεί τους αυστηρούς περιορισμούς που επιβάλλει η αποδοχή της αυθεντίας ενός επιστημολογικού συστήματος. Αναπόφευκτα, λοιπόν, ο επιστήμονας πρέπει να φαίνεται στον συστηματικό επιστημολόγο σαν ένα είδος αδίστακτου καιροσκόπου. Εμφανίζεται δηλαδή άλλοτε ως ρεαλιστής, στο μέτρο που επιδιώκει να περιγράψει έναν κόσμο ανεξάρτητο από την αντίληψή του, και άλλοτε ως ιδεαλιστής, στο μέτρο που αντιμετωπίζει τις έννοιες και τις θεωρίες ως ελεύθερες επινοήσεις του ανθρώπινου πνεύματος…».

 

 

 

 

Scroll to top