Της Αρχοντίας Κάτσουρα
Πριν από δύο χρόνια, μια φίλη που επέστρεψε από διακοπές στην Ισπανία μού χάρισε ένα βιβλίο για τον Χοακίν Σορόγια, ζωγράφο από τη Βαλένθια που έζησε και εργάστηκε τα χρόνια που ανθούσε ο ιμπρεσιονισμός, κίνημα που σημάδεψε την πορεία της τέχνης. Για μένα ήταν σχετική έκπληξη: είχα διαβάσει κάτι, κάπου, κάποτε, αλλά δεν τον γνώριζα. Το βιβλίο παρουσιάζει αναλυτικά την καλλιτεχνική πορεία του Σορόγια, τις επιρροές που δέχτηκε από τους κλασικούς (Γκόγια, Βελάθκεθ), τον Γκρέκο, αλλά και τον Κονστάμπλ, το πέρασμά του από τον οριενταλισμό στα έργα ιστορικού και κοινωνικού περιεχομένου –κάποια είναι συγκλονιστικά–, από τη ρεαλιστική απεικόνιση στον ιμπρεσιονισμό, αλλά και τη ζωγραφική την εμπνευσμένη από τον τόπο του, τους ανθρώπους του, τη ζωή τους, αλλά κυρίως τη θάλασσα και το δυνατό μεσογειακό φως.
Η εικονογράφηση του βιβλίου περιλαμβάνει φωτογραφίες από τα σημαντικότερα και πλέον αντιπροσωπευτικά έργα του, ολόκληρα και σε λεπτομέρειες, αναδεικνύοντας το ταλέντο και την τεχνική του σπουδαίου ζωγράφου, που είχε την τύχη να απολαύσει καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία ενόσω βρισκόταν εν ζωή. Ενας από τους ωραιότερους –κατά την προσωπική μου γνώμη– είναι ο πίνακας «Μπαλώνοντας το ιστίο» («Cosiendo la vela», 220×302 cm) του 1896, που δείχνει μια ομάδα ανθρώπων να ράβουν το πανί μιας βάρκας, ή ενός καϊκιού. Βρίσκονται στη δροσερή αυλή ενός σπιτιού, γεμάτη από φυτά που φιλτράρουν τον ήλιο, ενώ από την ανοιχτή αυλόπορτα ίσα που διακρίνονται η αμμουδερή παραλία και η θάλασσα. To λευκό καραβόπανο, που είναι απλωμένο από τη μία άκρη της αυλής ώς την άλλη, σχεδόν αστράφτει στα σημεία που τα αγγίζει ο ήλιος, που τρυπώνει από τις φυλλωσιές, και εφτά άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, νεότεροι και πιο ηλικιωμένοι, το κρατούν, το τραβούν, το ράβουν με βελόνα και κλωστή. Οι άνθρωποι δείχνουν χαμογελαστοί, σαν να συζητούν ευχάριστα πράγματα, είναι καλοκαίρι, φορούν ρούχα ανοιχτόχρωμα, ελαφρά και άνετα, η ατμόσφαιρα «αναδίνει» μυρωδιές από τα γεράνια και τα κλήματα, που τους πλαισιώνουν. Θέλω μια μέρα να τον δω και από κοντά…
Εναν πίνακα ζωγραφικής, λένε, πρέπει κάποιος να τον κοιτάξει από μακριά για να μπορέσει να τον δει πραγματικά και να εκτιμήσει την αξία του καλλιτεχνικού έργου. Ισχύει, γιατί αν, όταν βρεθείς μπροστά σε ένα έργο ζωγραφικής, κάνεις το λάθος να πλησιάσεις πολύ κοντά, το μόνο που μπορείς να διακρίνεις καθαρά είναι μια σειρά από μπερδεμένες επιφάνειες χρώματος, μικρής ή μεγαλύτερης έκτασης, που μοιάζει να έχουν πέσει σχεδόν τυχαία πάνω στον καμβά, στο χαρτί, στην όποια βάση του έργου, τέλος πάντων. Ενδέχεται να δυσκολευτείς να καταλάβεις τι ακριβώς βλέπεις. Οπως και το πανί του πίνακα, στη λεπτομέρεια δεν μοιάζει επ’ ουδενί με ύφασμα. Αν όμως απομακρυνθείς λίγα βήματα προς τα πίσω, δύο, πέντε, ακόμη και δέκα, ανάλογα με τις διαστάσεις, αλλά και το θέμα του έργου, τότε αυτοί οι παράταιροι χρωματικοί λεκέδες αναμειγνύονται και συνδέονται μεταξύ τους σχηματίζοντας αυτή τη μεγάλη εικόνα που μπορεί να σου γεννήσει συναισθήματα: απόλαυσης, ονειροπόλησης, γαλήνης, κοινωνικής συνειδητοποίησης ή και απέχθειας. Ισως μόνο να σκεφτείς: «Τι όμορφο!».
Δεν είμαι ιστορικός τέχνης, απλώς αγαπώ τη ζωγραφική και ασχολούμαι μ’ αυτήν όσο το επιτρέπουν οι συνθήκες, ο χρόνος και συχνά η ψυχική μου διάθεση. Ενδεχομένως να αδικώ τόσο το έργο όσο και τον ζωγράφο. Διακρίνω καθαρά τη σκληρή δουλειά, αλλά δεν μπορώ να διαβάσω πιθανούς συμβολισμούς κρυμμένους πίσω από τις πινελιές. Ομως, δεν χρειάζεται πάντα να αναλύουμε ό,τι βλέπουμε, ό,τι μας αρέσει. Μια ωραία εικόνα είναι σαν το χαρούμενο τραγούδι, που την κατάλληλη στιγμή παρέχει την ανάταση που μας λείπει. Ας αφεθούμε λίγο στην ομορφιά, στο χρώμα και στην απόλαυση που μπορεί να προσφέρουν. Σήμερα θα συμφωνήσω με τον Οσκαρ Ουάιλντ, που έλεγε ότι η ομορφιά είναι σημαντικότερη από την ευφυΐα, γιατί δεν χρειάζεται να την αποδείξεις.