Pin It

Επιμέλεια: Μισέλ Φάις

 

Την τελευταία διετία στην εκδοτική παραγωγή παρατηρήθηκε μια αξιοσημείωτη αύξηση νέων απαιτητικών πεζογραφικών βιβλίων. Είναι νωρίς να μιλάμε για ξεδίπλωμα μιας συγκροτημένης γενιάς (εξάλλου οι ηλικιακές αποκλίσεις διαμορφώνουν ένα ευρύτερο πεδίο). Το μόνο βέβαιο είναι ότι στη φόρμα του διηγήματος, της νουβέλας και του μυθιστορήματος εμφανίστηκαν νέα πρόσωπα που, με τις θεματολογικές και τις υφολογικές τους συγκλίσεις και αποκλίσεις, χαρτογραφούν ένα λογοτεχνικό πεδίο, προοικονομούν ένα ερεθιστικό αφηγηματικά μέλλον.

 

Επιδιώκοντας να καταδείξουμε αυτό το φαινόμενο απευθυνθήκαμε σε δέκα πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς και τους ζητήσαμε να γράψουν μια καλοκαιρινή ιστορία. Πρόκειται για τους: Ιάκωβο Ανυφαντάκη, Δήμητρα Διδαγγέλου, Λευτέρη Καλοσπύρο, Χριστίνα Καράμπελα, Νίκο Κουφάκη, Χρίστο Κυθρεώτη, Αλέξανδρο Κυπριώτη, Αλέξανδρο Στεφανίδη, Γεωργία Τάτση και Γιάννη Τσίρμπα.

 

Δέκα νέοι πεζογράφοι, λοιπόν, με ποικίλες θεματικές εμμονές και τεχνοτροπικές κλίσεις, που τα πρώτα τους βιβλία ήδη απασχόλησαν κριτικούς, επιτροπές βραβείων αλλά και αναγνώστες, για δέκα συνεχόμενα Σάββατα, σχεδόν όλο το καλοκαίρι, θα μας κρατάνε συντροφιά με καλοκαιρινές αφηγήσεις θρυμματισμένες ή αρραγείς, ρεαλιστικής, ονειρικής ή ενδοσκοπικής πνοής, που εκτυλίσσονται εντός ή εκτός Ελλάδας, σε τόνο ανέμελο, σαρκαστικό ή δύσθυμο.

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………

 

 Summertime in Prague

Στην Joanna
«Summertime in Prague
I was a fool I could not see
you were the only one
now I long for»
Παναγιώτης Καλαντζόπουλος

 

Του Ιάκωβου Ανυφαντάκη

 

Μια ιστορία: Τις νύχτες δεν μπορούσε να κοιμηθεί, κλεινόταν στο μπάνιο με τα βιβλία της και διάβαζε ώς το πρωί. Τις νύχτες που δεν μπορούσε να κοιμηθεί άκουγε τις σελίδες της να γυρνάνε αργά και κοιμόταν αμέσως. Ενα πρωί τού είπε ότι άκουσε πυροβολισμούς στο δρόμο. Λίγο πιο πριν ή λίγο μετά -δεν θυμόταν- μια κραυγή. Ο δρόμος ήταν έρημος εκείνο το πρωί. Παραμέρισε τις κουρτίνες, είδε ένα κάρο να στρίβει αργά το δρόμο, στο πίσω κάθισμα βρίσκονταν τρεις ανέμελοι τουρίστες. Η βροχή είχε σταματήσει λίγη ώρα νωρίτερα.

 

Πώς να πεις μια ιστορία; Στη γέφυρα του Καρόλου άνοιξε τα χέρια σαν να ήθελε να πετάξει. Αυτός. Δεν σήκωσε τα χέρια της και δεν πέταξαν. Οταν ανέβηκαν στο μνημείο του μετρονόμου άφησε τα πόδια να κρέμονται στο κενό. Αυτός. Εμεινε όρθια πίσω του, κοιτούσε ένα αγόρι που όλο έπεφτε από το ποδήλατο. Στο μουσείο του Κάφκα ένιωσε να ασφυκτιά. Αυτός. Την είδε που στάθηκε μπροστά σε μια βιτρίνα: μέσα το απόφθεγμα έλεγε για την αδυναμία να γράψουν και την αδυναμία να μη γράψουν. Οταν γύρισαν στο δωμάτιο πρόσεξε ότι το σημάδι στο σώμα της που είχε κουβαλήσει στην Πράγα έσβηνε και την ακολούθησε στο κρεβάτι.

 

Το βράδυ σημείωσε λίγα γράμματα σε ένα χαρτί και πάλευε να σχηματίσει λέξεις με αυτά. Κάθε λέξη που έβρισκε την έβαζε σε μια λίστα. Εκείνη ξύπνησε. Ηρθε κοντά του. Οι κουρτίνες ήταν λεπτές και η σιλουέτα της φαινόταν από το δρόμο. Παρατήρησε ότι οι περισσότερες από τις λέξεις είχαν κι άλλα γράμματα, πέρα από τα έξι που είχε γράψει. Μια, μάλιστα, δεν είχε κανένα από αυτά τα έξι. «Ναι», απάντησε αυτός απογοητευμένος. «Εχεις δίκιο». Τσαλάκωσε το χαρτί, το πέταξε στα σκουπίδια. Την ακολούθησε στο κρεβάτι. Οταν σηκώθηκε το επόμενο πρωί ήταν ακόμα στο καλάθι, το έβγαλε και το έκρυψε στην τσέπη του. Ιδια ιστορία.

 

Κάθε μια ώρα στην παλιά πλατεία ένας τρομπετίστας ανέβαινε στο πιο ψηλό παράθυρο του Δημαρχείου και έπαιζε ένα εμβατήριο. Του είπε ότι στην Κρακοβία υπάρχει ανάλογο έθιμο: ο τρομπετίστας ανεβαίνει να παίξει το εμβατήριο, αλλά σταματάει πάντα στη μέση, όπως ένας άλλος τρομπετίστας, αιώνες πριν που σκοτώθηκε όσο ειδοποιούσε την πόλη για την επίθεση των Μογγόλων. Ζήλεψε που ήξερε την ιστορία. Προσπάθησε να φανταστεί την πλατεία στην Κρακοβία και εκείνη να κοιτάει ψηλά αγγίζοντας έναν άντρα ή μικρά παιδικά χέρια. Αυτή. Δεν σήκωσε καθόλου το κεφάλι να δει τον τρομπετίστα της Πράγας αφού ήξερε ότι δεν θα τον θυμόταν ξανά. Καμιά ιστορία.

 

Θυμήσου την ιστορία: O Μολδάβας έτρεχε πάντα προς τη ίδια πλευρά. Εριξε το βραχιόλι της μέσα στο νερό. Το κρατούσε στο χέρι του και το άφησε επίτηδες. Παρακολούθησαν και οι δυο την αργή τροχιά του και το μικρό πίδακα που σήκωσε σαν να ήταν κάτι ασήμαντο. Δεν του έβαλε τις φωνές, δεν του είπε ποιος της το είχε χαρίσει. Τον κοίταξε θυμωμένη και έφυγε προς την Παλιά Πόλη. Δεν την ακολούθησε. Ηταν ένα ακόμα μνημείο της Πράγας, ένα που ήξερε μόνο εκείνος. Σε τριάντα, σαράντα χρόνια, όταν κανείς από τους δυο τους δεν θα ζει, αυτό θα είναι ακόμα εκεί για να θυμίζει το καλοκαίρι στην Πράγα. Κοίταζε τα θολά νερά και από κάτω φανταζόταν το βραχιόλι.

 

Ξανά. Είχαν δανειστεί τα σώματά τους από άλλα δάχτυλα, άλλες αγκαλιές τα σκέπαζαν πριν λίγες μέρες. Στις κοιλότητές τους είχαν ταξιδέψει κι άλλοι άνθρωποι. Ο,τι είναι δικό σου τώρα, δεν ήταν δικό σου πριν και θα είναι κάποιου άλλου αργότερα. Εραστές, σύζυγοι, παιδιά. Δεν είχαν γνωρίσει την Πράγα ακόμα. Η Πράγα δεν είχε καταστραφεί ποτέ, Πρώτος και Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν την άγγιξαν, προτίμησε να παραδοθεί στον Χίτλερ παρά να χαθούν τα υπέροχα κτίριά της, μια πόλη-μουσείο, δεκατέσσερις αιώνες σε κάθε βήμα και τα στενά λιθόστρωτα κάτω από τα πόδια σου ποιος ξέρει από πότε. Θα ήταν τόσο διαφορετικά τα πράγματα αν είχαν συναντηθεί στη Δρέσδη, το Κόβεντρι, τη Χιροσίμα ή το Βερολίνο. Η ίδια ιστορία.

 

Και κάθε μεσημέρι όταν περπατούσαν στο δρόμο έβρεχε. Εβρεχε ακόμα κι αν ήταν μέσα στο δωμάτιο. Αλλη μια ιστορία.

 

Μέρα δεύτερη. Μέρα τρίτη. Μέρα τέταρτη. Δεν μετρούσαν τις μέρες. Οι μέρες περνούσαν. Το πόδι από το άγαλμα στη γέφυρα του Καρόλου, «το δεξί πόδι», όπως τόνισε αυστηρά ο γελαστός ξεναγός, συνέχιζε να αποχρωματίζεται. Ουρές από τουρίστες περίμεναν να το αγγίξουν και να κάνουν μια ευχή. Αν άγγιζαν κατά λάθος το αριστερό πόδι θα γέμιζαν κακοτυχία. Και όποιος έτριβε το παιδί στο κέντρο του αγάλματος θα γυρνούσε πάλι στην Πράγα. Ηταν στην Πράγα, δεν είχαν άλλη ευχή. Το να πάνε πάλι στην Πράγα δεν αποτελούσε ευχή. Πόσες φορές μπορείς να πεις μια ιστορία;

 

Πώς να πεις μια ιστορία; Στο βυθό του Μολδάβα υπάρχει βυθισμένο ένα βραχιόλι. Με πόσους τρόπους; Στο παλιό δημαρχείο ένας τρομπετίστας έπαιζε κάθε ώρα. Πόσες ιστορίες; Στην Κρακοβία ένας τρομπετίστας πέθανε την ώρα που ειδοποιούσε για την επίθεση. Παλιά ιστορία. Το σημάδι που κουβαλούσε στο σώμα της έσβησε. Καμιά ιστορία. Ενας άντρας πέθανε έξω από το δωμάτιό τους. Το τέλος μιας ιστορίας. Πες μια ιστορία. Μην πεις μια ιστορία. Θυμάσαι την ιστορία; Η ιστορία δεν τελειώνει

 

………………………………………………………

 

Η νουβέλα του Ιάκωβου Ανυφαντάκη «Αλεπούδες στην πλαγιά» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη (2013).

 

 

Scroll to top