16/06/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Αβελάρδος και Ελοΐζα» - «Ραμόνα Travel – Η γη της καλοσύνης», Πειραιώς 260

Φεστιβάλ Αθηνών: οι καρποί οκτώ καλοκαιριών

Φέτος είναι λιγότερο εξωστρεφές και κοσμοπολίτικο. Οι πολλές ελληνικές παραστάσεις είναι, όμως, μια ευκαιρία να κάνουμε έναν απολογισμό, να δούμε την επίδρασή του στους δικούς μας καλλιτέχνες. Οι δύο πρώτες που είδαμε μας άφησαν θετικές εντυπώσεις.
      Pin It

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

Γιώργος Γλάστρας, Χριστίνα Μαξούρη Αβελάρδος και Ελοίζα

Γιώργος Γλάστρας, Χριστίνα Μαξούρη Αβελάρδος και Ελοίζα

Αν θέλετε να δείτε πόσο έχει αλλάξει το ελληνικό θέατρο τα τελευταία χρόνια, αρκεί να παρακολουθήσετε το φετινό Φεστιβάλ Αθηνών. Μπορεί να χάνει κάτι σε εξωστρέφεια και κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα, μπορεί να μοιάζει κάπως ανοικονόμητο, χωρίς να το θέλει όμως αποκτά ένα στοιχείο απολογισμού. Από μια άποψη θυμίζει κάπως μια στάση, ένα διαγώνισμα στο οποίο βλέπουμε την πρόοδο των μαθητών στη διδαχθείσα ύλη. Φέτος νιώθουμε την ανταπόδοση, τα πορίσματα της οκταετούς πορείας του Φεστιβάλ στη σκηνή μας. Και υπάρχει πράγματι κάτι κοινό στις περισσότερες παραγωγές. Ακολουθούν όλες μια φεστιβαλική «πεπατημένη», ένα ύφος που φαίνεται πως έχει περάσει πια σαν εκφραστική και αισθητική πεποίθηση στους εδώ καλλιτέχνες.

 

Σε αυτό το κλίμα απολογισμού, η αφετηρία ήταν ασφαλώς θετική. Πρώτα το «Αβελάρδος και Ελοΐζα» του Γιάννη Καλαβριανού. Που αφηγείται τον έρωτα του νομιναλιστή φιλόσοφου και θεολόγου με την ξεχωριστή γυναικεία περσόνα του 11ου αιώνα –αληθινά ο τίτλος θα έπρεπε να δίδεται ανεστραμμένος, με το όνομα της Ελοΐζας πρώτο-, σχέση που στα χρόνια της μεσαιωνικής ακινησίας θα προκαλέσει σκάνδαλο, αντίδραση, διαπόμπευση και τελικά την εξουδετέρωση της ετερότητας. Κι όμως, η αγάπη κινείται. Γιατί δεν πρόκειται για κάποια παράφορη σχέση πάθους και έρωτα, για μια «φυσική» κι αυτόματη έλξη σαν εκείνη του Ρωμαίου και Ιουλιέτας (πώς συνδέουμε τη μια ιστορία με την άλλη; Δεν έχουν καμιά σχέση). Εδώ μιλούμε για μια σχέση απόλυτα ώριμη και συνειδητοποιημένη, που αντιμετωπίζει πέρα από τους όποιους φραγμούς, τον αδυσώπητο κριτή του χρόνου και της φθοράς του. Είναι μια σχέση που συνεχίζεται στα χρόνια άσβηστη, που λάμπει κι όταν ακόμα τα σώματα βρίσκονται μακριά, κι όταν ακόμη τα νιάτα έχουν ξεπέσει. Κι αυτό γιατί ανάμεσα στους δυο εραστές αναπτύσσεται μια βαθύτερη αρμονία, μια συνειδητοποιημένη, σχεδόν έλλογη αφοσίωση.

 

Το κείμενο του Καλαβριανού μού έκανε μεγάλη εντύπωση, μεγαλύτερη κι από τη σκηνοθεσία του. Εχει ευγένεια και πυκνότητα, φιλοσοφική σπουδή που σπάνια βλέπουμε στην ελληνική δραματουργία. Ανήκει σε μια λόγια παράδοση που εδώ έχει σκεπαστεί από την τύρβη δεκαετιών λαϊκότροπου ύφους, παράδοση από την οποία οι περισσότεροι έχουμε απομακρυνθεί. Είναι ένα θέατρο του λόγου, των λέξεων και της σιωπής. Γι’ αυτό ζητεί να μειώσει τους θορύβους και τους περισπασμούς στα απολύτως αναγκαία.

 

Ο Καλαβριανός ψυχανεμίζεται τη θλιβερή ιστορία στους χρόνους που θα ’ρθουν. Την εκφράζει σαν κάτι περισσότερο από ένα μελόδραμα ασυμβίβαστου έρωτα. Είναι ο μύθος δύο ανθρώπων που στάθηκαν ενάντια στην εποχή τους και που, κι αν έχασαν, θριάμβευσαν σε κάποιον άλλον τόπο, πέραν της ιστορίας. Στον χώρο της τέχνης, του ονείρου και της ουτοπίας ο Αβελάρδος και η Ελοΐζα του απολαμβάνουν ό,τι στερήθηκαν. Είναι οι αιώνιοι ήρωες στη χώρα της αγάπης.

 

Η αχανής έκταση της Πειραιώς Δ΄ καταλαμβάνεται από έναν Χορό ερασιτεχνών και τρεις ηθοποιούς σε κάτι που θυμίζει λειτουργικό δράμα και νάρθηκα τραγωδίας. Τα σκηνικά αντικείμενα –είκοσι τακτοποιημένα σε σειρά παγκάκια– γίνονται φράγματα μεταξύ των σωμάτων. Στο κέντρο υπάρχει η αφηγήτρια Ελένη Κοκκίδου που θα λάβει πολλά πρόσωπα. Εχει κάτι το γήινο και γλυκό η παρουσία της, είναι η τροφός της ιστορίας και η γυναίκα η πληγωμένη από αιώνιο έρωτα. Στο πλάι, οι δύο άλλοι σκηνικοί πρωταγωνιστές: ο καίριος Αβελάρδος του Γιώργου Γλάστρα και η δυναμική Ελοΐζα της Χριστίνας Μαξούρη. Από κοινού αφηγούνται, τραγουδούν κι εκτονώνουν την παραφορά του καταπιεσμένου τους έρωτα και της βαθιάς αγάπης, στις θαυμάσιες μουσικές του Αγγελου Τριανταφύλλου.

 

Καραμπέτη, λαϊκή ντίβα

 

Η δεύτερη παράσταση είναι η «Ραμόνα travel» των Bijoux de Kant και της Γλυκερίας Μπασδέκη. Ακόμη μια ιδιαίτερη πρόταση, όχι γιατί εκφράζεται στην ντοπιολαλιά του Εβρου (πράγμα εντυπωσιακό, αν και κουραστικό στη διάρκειά του), αλλά γιατί πλέκει τον νατουραλισμό με τη μαγική φυγή στο υπερβατικό, στην ίδια μείξη που στοιχειώνει τη δραματουργία μας εδώ και δεκαετίες. Ο Μάτεσις βρίσκεται πράγματι πολύ κοντά, -κάπως μακρύτερα στέκει η Λυμπεράκη.

 

Εδώ όμως το θέμα βρίσκει μια φόρμα πληθωρική, ξεχωριστά τρυφερή και άγρια. Χωρίς «σέβας» ο Γιάννης Σκουρλέτης δημιουργεί πριν από όλα ένα ελληνικό περιβάλλον, αναγνωρίσιμο όσο και εξωτικό: είναι ο περιρρέων ρεαλισμός της ελληνικής ευαισθησίας, ο ανορθόδοξος χώρος του ντόπιου λυρισμού, που συνομιλεί με το χάος, το κιτς, με τον θόρυβο και τη λαϊκή ωμότητα. Είναι ένα περιβάλλον όπου συναντώνται η μαγική πίστα του Τενεσί Ουίλιαμς με τα χαμένα ελληνικά όνειρα, και η διαδρομή του νταλγκά με τις λεωφόρους των λαϊκών συναξαριών του Τσαρούχη.

 

Η παράσταση συνεχίζει σαν δίπτυχο την παλιότερη «Στέλλα» των Bijouχ de Kant. Εδώ όμως δεν έχουμε ανάπτυξη, έχουμε απογείωση. Το κείμενο της Μπασδέκη δίνει το έναυσμα για την αποκαλυπτική επιβεβαίωση των δυνατοτήτων του Σκουρλέτη και της ομάδας του.

 

Η παράσταση διαθέτει βέβαια και ένα αληθινό εργαλείο θεάτρου: την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Που δίνει στην υπόστασή της τη λαϊκή ντίβα της επαρχίας, το μείγμα δύναμης και αποφασιστικότητας, ήθους και γούστου που δεν συναντάται στα βαθιά μέρη της ελληνικότητας. Αυτή η μορφή θα αναχθεί στο τέλος σε μια μητριαρχική μορφή εκδίκησης και κάθαρσης. Θα επιτελέσει την τελετουργική δολοφονία του αρσενικού επιβήτορα και θα «αναληφθεί», αφού πρώτα οργανώσει το σμίξιμο του αναγεννημένου Αδωνη-ψυχογιού με τη μετακλητή Περσεφόνη-αδελφή της.

 

Ακούγεται πολύ, το ξέρω. Και όμως στο κείμενο της Μπασδέκη και στην παράσταση το ποιητικό μείγμα ρεαλισμού και υπέρβασης γίνεται απόλυτα κατανοητό. Δίνεται σε μια εξέλιξη που φέρνει τα πράγματα από την αισθητική χαβούζα του υπογείου στην πιο λαμπρή τους τελείωση, στην έξοδο του μύθου. Θαυμάσιοι επιβάτες της διαδρομής ο επιβήτορας Κρις Ραντάνοφ και η υποταγμένη, στοχαστική, καίρια και ποθοπλάνταχτη Λένα Δροσάκη. Στο βάθος, αρχικά κλινήρης, έπειτα ορθός και θριαμβευτής, ο Δημήτρης Μοθωναίος.

 

Scroll to top