Του Σωτήρη Μανιάτη
Επειτα από το μπαράζ δημοσιευμάτων και την ερώτηση στη Βουλή σχετικά με τον πάροχο δικτύου για τις ψηφιακές συχνότητες, τον διαγωνισμό (που έχει χαρακτηριστεί φωτογραφικός) στον οποίο συμμετείχε τελικά μόνον η Digea (στην οποία και κατοχυρώθηκε) και το τίμημα που έχει θεωρηθεί εξαιρετικά χαμηλό, η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων επιχειρεί να δώσει απαντήσεις. Ακόμα όμως και μέσα από αυτές προκύπτει σειρά ερωτημάτων που παραμένουν αναπάντητα…
Η ΕΕΤΤ κάνει λόγο για ανακριβείς πληροφορίες, τονίζοντας ότι διενήργησε διεθνή, ανοιχτό πλειοδοτικό διαγωνισμό για πρώτη φορά στην Ελλάδα για την αδειοδότηση δικτύων επίγειας ευρυεκπομπής. Οντως, μόνο που ο διαγωνισμός έγινε έτσι ώστε τελικά η μόνη που κατέθεσε πρόταση συμμετοχής ήταν η Digea, η οποία λειτουργεί ήδη ως πάροχος δικτύου έχοντας πελάτες (και μετόχους) τα κανάλια εθνικής εμβέλειας. Προσθέτει μάλιστα ότι ώς «το τέλος του 2014, πρέπει να έχει ολοκληρωθεί η ψηφιακή μετάβαση, το σχετικό δε χρονοδιάγραμμα καθορίστηκε με βάση διεθνείς αφενός και αφετέρου δεσμεύσεις της χώρας έναντι της Ευρωπαϊκής Ενωσης». Πράγματι, αλλά για το ότι έχουμε φτάσει στο «και πέντε» και δεν έχει προχωρήσει η ψηφιακή μετάβαση με τον τρόπο που θα έπρεπε δεν φταίει κανένας άλλος εκτός από τις κυβερνήσεις και τα αρμόδια όργανα. Κι αυτό δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία για το πώς γίνεται τελικά ένας πλειοδοτικός διαγωνισμός.
Για την τιμή εκκίνησης, η ΕΕΤΤ επιμένει ότι «διαφύλαξε, στον μέγιστο βαθμό, το δημόσιο συμφέρον διότι η τιμή εκκίνησης καθορίστηκε, μετά από εισήγηση από ειδική ομάδα εργασίας του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι του Υπουργείου Οικονομικών και της ΕΕΤΤ, με βάση διεθνώς αναγνωρισμένη μεθοδολογία που εφαρμόζεται στην Ε.Ε.». Σημειώνει ότι όλα έγιναν σύμφωνα με την ευρωπαϊκή πρακτική, ενώ για τη μελέτη της Analysys Mason τονίζει ότι «σκοπός της ήταν να εκτιμήσει και να συγκρίνει το συνολικό όφελος για την ελληνική οικονομία από την αξιοποίηση του φάσματος (μέσω της ψηφιακής μετάβασης της τηλεόρασης και της απονομής του ψηφιακού μερίσματος) και όχι να προσδιορίσει την οικονομική αξία των δικαιωμάτων χρήσης ραδιοσυχνοτήτων επί- γειας ψηφιακής ευρυεκπομπής». Προσθέτει μάλιστα ότι «σύμφωνα με τους όρους της Σύμβασης Παραχώρησης, το συνολικό ύψος των εσόδων από τη χρήση του φάσματος που παραχωρήθηκε δεν μπορεί να ξεπερνά τα 19,4 εκατομμύρια ευρώ ετησίως ή 291 εκατομμύρια ευρώ στην περίοδο 15ετίας για την οποία συνήφθη η Σύμβαση Παραχώρησης ύψους 18,3 εκατ. ευρώ». Κατά συνέπεια, τα 18,3 εκατομμύρια ευρώ που θα εισπραχθούν ως αντίτιμο για την παραχώρηση της χρήσης του φάσματος θα πρέπει να εκτιμώνται σε σχέση με το παραπάνω επιχειρησιακό όφελος και μάλιστα ως μέρος συνολικού κόστους το οποίο φέρει ο πάροχος της υπηρεσίας. Για πρόσθετη διευκρίνιση σημειώνεται ότι 291 εκατ. ευρώ είναι ο «τζίρος» και όχι το «κέρδος» του παρόχου, το οποίο κέρδος είναι και αυτό «σαφώς καθορισμένο στη Σύμβαση Παραχώρησης κι έχει προσδιοριστεί ως ανώτατο όριο στο ύψος του 15,16 %…». Αν καταλαβαίνουμε σωστά όσα υποστηρίζει η ΕΕΤΤ, το κέρδος του Δημοσίου από τη χρήση των ψηφιακών συχνοτήτων δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από 6,2% του (προβλεπόμενου) τζίρου του παρόχου μέσα σε μια 15ετία! Καθένας μπορεί να βγάλει εξ αυτού τα συμπεράσματά του.
Η ΕΕΤΤ τονίζει ότι διασφάλισε χωρίς περιορισμούς το δικαίωμα κάθε ενδιαφερόμενου να υποβάλει προσφορά, όπως ορίζει το ευρωπαϊκό πλαίσιο και αφού, κατά τον νόμο, προηγήθηκε δημόσια διαβούλευση. Μόνο που από τη δημόσια διαβούλευση έλειπαν οι πιθανές παρατηρήσεις του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα, της ΕΡΤ δηλαδή, που η κυβέρνηση είχε φροντίσει λίγο νωρίτερα να της βάλει λουκέτο. Επίσης η Digea λογικά προπορευόταν από τους πιθανούς ενδιαφερόμενους, καθώς εδώ και αρκετό καιρό έχει προχωρήσει προνομιακά (λόγω και της κρατικής βραδυπορίας) στο στήσιμο του δικτύου. Προσθέτει επίσης ότι επέβαλε «στον πάροχο δικτύου την υποχρέωση ανάπτυξης δικτύου σε όλη τη χώρα, την υποχρέωση μη διακριτικής μεταχείρισης και ελέγχου τιμών στις χρεώσεις για όλους τους μεταδιδόμενους τηλεοπτικούς σταθμούς (εθνικούς και περιφερειακούς), αλλά και την υποχρεωτική μετάδοση των περιφερειακών τηλεοπτικών σταθμών, δεδομένου ότι δεν υπήρξε σχετικό επενδυτικό ενδιαφέρον για καμία περιοχή της ελληνικής επικράτειας». Αυτό όμως γιατί αλήθεια δεν θα μπορούσε να το πράξει ο δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός φορέας; Αν βέβαια δεν είχαν προκύψει το λουκέτο και το μαύρο της ΕΡΤ με τον νέο δημόσιο φορέα ουσιαστικά να μη λειτουργεί. Από την πλευρά της βέβαια η ΕΕΤΤ επισημαίνει ότι δεν θα μπορούσε να ακυρωθεί ο διαγωνισμός με μόνο ζήτημα τη συμμετοχή μιας εταιρείας, καθώς αυτό δεν γίνεται αποδεκτό από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ενώ υπήρχε και ο κίνδυνος κάτι τέτοιο να ισοδυναμεί με αθέτηση των κανόνων που η ίδια θέσπισε με πολλαπλές δυσμενείς συνέπειες για τη χώρα, αλλά «και για τις τηλεοπτικές επιχειρήσεις, οι οποίες θα είχαν έννομο συμφέρον να στραφούν κατά της ΕΕΤΤ».