Pin It

Της Λήδας Γαλανού

 

Ο Κρίστιαν Μουντζίου είναι ο πρωτοστάτης της «άνοιξης του ρουμανικού σινεμά», ο σκηνοθέτης που με το «4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 μέρες» κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ Κανών και έφτασε μέχρι τις οσκαρικές υποψηφιότητες.

 

 

Φέτος, με τη νέα του ταινία «Πέρα από τους λόφους», τιμήθηκε και πάλι στις Κάνες με το Βραβείο Σεναρίου και Γυναικείας Ερμηνείας για τις δύο πρωταγωνίστριές του. Και παρουσίασε στον κόσμο μια μινιμαλιστική εικόνα καταστροφικής προκατάληψης.

 

«Πάντα αισθάνομαι καλά στη Θεσσαλονίκη, γι’ αυτό και ήρθα,» λέει ο Μουντζίου, περισσότερο ευδιάθετος και χαρωπός από… τους ήρωες των ταινιών του. Πριν από επτά χρόνια, σ’ ένα μοναστήρι έξω από το Βουκουρέστι, συνέβη ένα τραγικό περιστατικό: ο ιερέας, με τη βοήθεια των καλογριών, αποφάσισε να «γιατρέψει» μια κοπέλα που έπασχε από ψυχωτική κατάθλιψη μ’ έναν πολυήμερο εξορκισμό που την οδήγησε στον θάνατο.

 

Αυτή η ιστορία αποτέλεσε το έδαφος για την καινούργια ταινία του Κρίστιαν Μουντζίου. Τη χειρίστηκε, βέβαια, μυθοπλαστικά, για να εκφράσει τις δικές του ανησυχίες. «Διάλεξα αυτό το θέμα», λέει, «γιατί μιλά όχι μόνο για τις προσωπικές συγκρούσεις μεταξύ των βασικών ηρώων, αλλά για ολόκληρο τον κόσμο.

 

Οι άνθρωποι είναι ακόμα διχασμένοι, υπέρ ή κατά τού εξορκισμού, κυρίως γιατί η Εκκλησία τούς διχάζει τους ανθρώπους. Θέλησα να κάνω μια ταινία που προτείνει την ανοχή και την ανάγκη να κατανοούμε τους άλλους, προτού βιαστούμε να τους κρίνουμε. Αποφάσισα να προσπαθήσω να εξηγήσω ότι όπου υπάρχει μια ιδεολογία ή μια θρησκεία που επιβάλλεται με κάποιον ακραίο τρόπο και ζητά από τους ανθρώπους να μην την αμφισβητούν, τέτοια πράγματα μπορούν να συμβούν».

 

Οπως και στο «4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 μέρες», έτσι και στο «Πέρα από τους λόφους», κεντρικές ηρωίδες είναι δυο φίλες (τις ενσαρκώνουν η Κοσμίρα Στράταν και η Κριστίνα Φλουτούρ) που προσπαθούν, αδύναμα, να τα βάλουν με καταστάσεις που τις υπερβαίνουν.

 

«Συνειδητοποιώ πως, με όποια ιστορία κι αν ξεκινήσω στο μυαλό μου, καταλήγω σε μια ταινία φιλίας ανάμεσα σε δυο γυναίκες – αλλά το φύλο δεν έχει να κάνει με την αρχική μου επιλογή. Μ’ ενδιαφέρει ν’ ασχολούμαι με πλευρές της κοινωνίας που δεν λειτουργούν καλά, περιπτώσεις κατάχρησης εξουσίας, και νομίζω ότι οι γυναίκες είναι πολύ πιο εκτεθειμένες στη βία στη σύγχρονη κοινωνία. Θυματοποιούνται πιο συχνά απ’ ό,τι οι άντρες. Κι επειδή τα θέματά μου είναι τέτοια, καταλήγω να έχω συχνότερα γυναίκες ηρωίδες απ’ ό,τι άντρες».

 

Η σκηνοθετική ματιά του –ακίνητη κάμερα, γενικά πλάνα, φυσικός φωτισμός– μαζί με τα σενάριά του δίνουν στις ταινίες του την αίσθηση ότι ο δημιουργός τους εκθέτει προβλήματα, αλλά δεν παίρνει θέση απέναντι σ’ αυτά. «Ποτέ δεν θα επιλέξω μια γωνία λήψης που δεν θα ήταν φυσική για το βλέμμα ενός ανθρώπου», εξηγεί.

 

«Αποφεύγω το μοντάζ γιατί στη ζωή δεν υπάρχουν κοψίματα. Προσπαθώ το σινεμά μου να είναι όσο γίνεται πιο ειλικρινές. Πάντα υπάρχει η άποψη του σκηνοθέτη μέσα σε μια ταινία, μια και εκείνος την κάνει! Αλλά ακόμα και μέσα σ’ αυτήν την υποκειμενική άποψη, υπάρχουν βαθμίδες παρέμβασης.

 

Με το «Πέρα από τους λόφους» δεν θα προωθήσω τη δική μου άποψη για τη θρησκεία. Η άποψή μου είναι ότι πρόκειται για ένα σημαντικό θέμα και πιστεύω ότι εσύ, ως θεατής, είναι καλό να έχεις άποψη γι’ αυτό.

 

Προσπαθώ να φέρω στην επιφάνεια ένα γεγονός που δείχνει ότι τα πράγματα δεν είναι πάντα άσπρο ή μαύρο, δεν είναι ούτε καν γκρι. Η δική μου δουλειά είναι να εκθέσω το πρόβλημα, χωρίς να κρίνω τους ήρωές μου. Η δική σου δουλειά είναι να δεις, να καταλάβεις και να σχηματίσεις άποψη».

 

Με τις δυο τελευταίες ταινίες του, λοιπόν, να «εκθέτουν» τα προβλήματα πού υπάρχουν στα εγκόσμια αλλά και στην πίστη, πού μπορεί να βρει ο Κρίστιαν Μουντζίου καταφύγιο για τους ήρωές του; «Δεν υπάρχει μια λύση που να είναι ικανοποιητική για όλους, κάθε φορά. Η λύση είναι να αμφισβητείς τα πράγματα. Αν πάω σ’ ένα ιατρείο και πίσω απ’ τον γιατρό δω μια βιτρίνα γεμάτη εικονίσματα, αυτόματα θα γίνω καχύποπτος. Αν πίστευα ότι θα με γιατρέψει ο Θεός, θα πήγαινα στην εκκλησία…

 

Ακόμα κι αν βρεις καταφύγιο στη θρησκεία, που είναι κάτι που καταλαβαίνω καλά, το θέμα είναι να είσαι ξύπνιος στο μυαλό και να παίρνεις τις δικές σου αποφάσεις. Γιατί ό,τι κι αν κάνεις, οι ενοχές θα είναι δικές σου. Δεν μπορείς ν’ αναθέσεις σε κάποιον άλλον τη λήψη αποφάσεων.

 

Γι’ αυτό και η ταινία μου δεν είναι ούτε υπέρ ούτε κατά της θρησκείας. Η ταινία μου κάνει έναν διαχωρισμό μεταξύ της Εκκλησίας ως θεσμού, της θρησκείας ως ιδεολογίας, της πίστης, που είναι κάτι εντελώς προσωπικό, και της προκατάληψης. Το μόνο στο οποίο εναντιώνεται η ταινία μου είναι η προκατάληψη».

Scroll to top