Με φόντο την Ελλάδα των αρχών της δεκαετίας του 1960, ένα νουάρ μυθιστόρημα που ξεκινά από μια αναπάντεχη συνάντηση τριών Αμερικανών στην Αθήνα και ξεδιπλώνει σελίδα – σελίδα την κενότητα του τυχοδιωκτισμού τους.
Και αυτό το ψυχολογικό θρίλερ της εξαιρετικής Αμερικανίδας συγγραφέως μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη, με τους Βίγκο Μόρτενσεν και την Κίρστεν Ντανστ. Παίζεται από τις 19. 06.2014, στους κινηματογράφους από τη Σπέντζος Φιλμ και την Seven Films.
«Στα Δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου ο νεαρός Αμερικανός Ράυνταλ Κήνερ πέφτει πάνω σ’έναν άντρα που σέρνει ένα πτώμα στο διάδρομο αθηναϊκού ξενοδοχείου. Χωρίς δεύτερη σκέψη, παίρνει το πτώμα και βοηθάει τον άντρα να το μεταφέρει σε μια αποθήκη. Έτσι ξεκινάει μια ιστορία που είναι τόσο απίθανη όσο και πειστική».
Πέτερ Χάντκε
«Δεν μπορώ να σκεφτώ κανέναν άλλο που να γράφει το είδος του μυθιστορήματος που συνθέτει η κυρία Χάισμιθ, καθώς και να φανταστώ οποιονδήποτε να το κάνει έστω και με κλάσμα του τρομακτικού ταλέντου της».
Spectator
Έχοντας φύγει από τις ΗΠΑ, όπου κινδυνεύει να φυλακιστεί για απάτες, ο Τσέστερ ΜακΦάρλαντ κατέφυγε στην Ελλάδα με τη γοητευτική γυναίκα του, την Κολέτ. Και οι δύο προσπαθούν να έχουν το ύφος αθώων τουριστών στην Αθήνα. Μέχρι τη μέρα που στον πανικό του ο Τσέστερ σκοτώνει, χωρίς να το θέλει, έναν ιδιαίτερα περίεργο αστυνομικό επιθεωρητή, στον έκτο όροφο του ξενοδοχείου Κίνγκ’ς Πάλας. Γιατί ο Ράυνταλ Κήνερ, ένας αργόσχολος και άφραγκος νέος Αμερικανός, που εδώ και λίγο διάστημα παρατηρεί αυτό το ζευγάρι, προτείνει τη βοήθειά του; Ο Τσέστερ περιμένει έναν εκβιασμό, αλλά ο Ράυνταλ μοιάζει να ενδιαφέρεται κυρίως με τη γοητευτική κυρία ΜακΦάρλαντ. Με τον τρόπο αυτό οι τρείς εκτός τόπου Αμερικανοί πρωταγωνιστές της Πατρίσια Χάισμιθ θα βρεθούν δέσμιοι ο ένας του άλλου, σ’έναν αγώνα προς τον όλεθρο, σε μια απ’αυτές τις ίντριγκες με την αλάνθαστη ακρίβεια οπού διαπρέπει η μυθιστοριογράφος της σειράς του Ρίπλεϋ, του «Γυάλινου κελιού» και άλλων αριστουργημάτων. Όλα αυτά συμβαίνουν με φόντο την Ελλάδα των αρχών του ’60, ανάμεσα στο καφέ Μπραζίλιαν, το ξενοδοχείο Κίνγκ’ς Πάλας και τη Μεγάλη Βρετανία, το Μουσείο Μπενάκη και τα φτηνοξενοδοχεία της Ομόνοιας, και στα Χανιά, το Ρέθυμνο, το Ηράκλειο της Κρήτης και το Ανάκτορο της Κνωσού, που θα γίνει το ανατριχιαστικό σκηνικό ενός φόνου.
Για την ταινία: Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Πατρίσια Χάισμιθ και λουσμένη από Ελλάδα, με γυρίσματα κυρίως σε Αθήνα και Κρήτη, είναι μια περιπέτεια με δράση, αστυνομική πλοκή και έρωτες. Πρωταγωνιστούν οι: Κίρστεν Ντανστ, Βίγκο Μόρτενσεν, Οσκαρ Αϊζακ και συμμετέχουν Ελληνες ηθοποιοί όπως οι: Ομηρος Πουλάκης, Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Ευγενία Δημητροπούλου, Νίκος Μαυράκης, Σωκράτης Αλαφούζος. H ταινία θα βγει στις αίθουσες την Πέμπτη, 19.06, από τις Seven Films/Spentzos Film
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας:
Πατρίσια Χάισμιθ – βιογραφικό
Η Πατρίσια Χάισμιθ γεννήθηκε στο Φόρτ Ουόρθ του Τέξας το 1921, στην πανσιόν της γιαγιάς της (από την πλευρά της μητέρας της). Οι γονείς της χώρισαν 10 μέρες μετά τη γέννησή της και η ίδια μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη. Το επίθετο «Χάισμιθ» το πήρε από τον πατριό της, τον καλλιτέχνη Στάνλεϊ Χάισμιθ (τον οποίον η μητέρα της είχε παντρευτεί το 1924, και ο οποίος υιοθέτησε την μικρή).
Η Πατρίσια Χάισμιθ είχε μια έντονη, πολύπλοκη σχέση με τη μητέρα της και δεν εκτιμούσε τον πατριό της. Η ίδια ισχυριζόταν ότι η μητέρα της, της είχε πει πως είχε προσπαθήσει να αποβάλει όταν ήταν έγκυος, πίνοντας νέφτι, παρόλο που σύμφωνα με μια βιογραφία της Χάισμιθ, ο βιολογικός της πατέρας είχε προσπαθήσει να πείσει τη μητέρα της να κάνει έκτρωση, όμως εκείνη είχε αρνηθεί. Η Χάισμιθ ποτέ δεν ξεπέρασε αυτή τη σχέση αγάπης-μίσους, η οποία στοίχειωνε την υπόλοιπη ζωή της και υπήρξε η έμπνευση για το διήγημα «Η Χελώνα» («The Terrapin», 1962). Η μητέρα της Χάισμιθ πέθανε μόλις τέσσερα χρόνια πριν από εκείνη, σε ηλικία 95 ετών. Η γιαγιά της Χάισμιθ την έμαθε να διαβάζει όταν ήταν ακόμα πολύ μικρή και η Χάισμιθ αξιοποίησε την μεγάλη βιβλιοθήκη που διέθετε το σπίτι της γιαγιάς της. Σε ηλικία οκτώ ετών, ανακάλυψε το βιβλίο του Κάρλ Μένιγκερ «Ο Ανθρώπινος Νους» («The Human Mind», 1930), ένα βιβλίο-σταθμό στην ιστορία της ψυχιατρικής, το οποίο επιχειρούσε να διαλύσει τις προκαταλήψεις απέναντι στους ψυχικά άρρωστους. Η μικρή εντυπωσιάστηκε από τις περιγραφές ασθενών και δεν είναι καθόλου σύμπτωση το γεγονός ότι η συγγραφέας αργότερα χρησιμοποίησε βαθιά ψυχολογικά προφίλ για τους ήρωές της. Πάντα στα μυθιστορήματά της όλοι ανεξαιρέτως είναι ένοχοι και αθώοι ταυτόχρονα.
Έγινε ευρύτερα γνωστή για τα ψυχολογικά της θρίλερ, από τα οποία έχουν προκύψει πάνω από 20 κινηματογραφικές ταινίες. Το πρώτο της μυθιστόρημα, «Ξένοι στο Τρένο», έχει διασκευαστεί αρκετές φορές για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Το δεύτερο μυθιστόρημα της Χάισμιθ, «Η Τιμή του Αλατιού» («The Price of Salt», 1952), εκδόθηκε με το ψευδώνυμο Κλαιρ Μόργκαν. Προκάλεσε αίσθηση γιατί ήταν από τα πρώτα λεσβιακά μυθιστορήματα με ευτυχισμένο τέλος. Δεν επέτρεψε να συνδεθεί το όνομά της με αυτό το βιβλίο, μέχρι αρκετά αργά στη ζωή της, πιθανότατα επειδή είχε χρησιμοποιήσει πολλά στοιχεία από την προσωπική της ζωή στην συγγραφή του. Το 1951, το «Ξένοι στο Τρένο» έγινε ταινία από τον Άλφρεντ Χίτσκοκ. Εκτός από την ευρέως γνωστή σειρά μυθιστορημάτων με ήρωα τον Τομ Ρίπλεϊ, έγραψε αρκετά διηγήματα, τα περισσότερα σατιρικά ή με μαύρο χιούμορ. Η Χάισμιθ τηρούσε λεπτομερές ημερολόγιο σε όλη τη διάρκεια της ζωής της και ψήγματα του συγγραφικού της στιλ είναι φανερά από την παιδική της ηλικία, όταν έγραφε στο ημερολόγιό της φανταστικές ιστορίες όπου οι γείτονες είχαν ψυχολογικά προβλήματα και δολοφονικές προσωπικότητες, πίσω από τα καθημερινά, φυσιολογικά τους προσωπεία. Αυτό ήταν ένα από τα θέματα που θα εξερευνούσε αναλυτικότατα στα μυθιστορήματά της.
Δεν είναι τυχαίο πως τα βιβλία της έχουν υμνηθεί από διάφορους συγγραφείς και κριτικούς ως καλλιτεχνικές δημιουργίες μεγάλης ομορφιάς και πολυπλοκότητας. Ο Μισέλ Ντιρντά παρατήρησε: «Οι Ευρωπαίοι την τίμησαν ως ψυχολογικό συγγραφέα, μέρος της υπαρξιακής παράδοσης την οποία αντιπροσώπευαν οι συγγραφείς που η ίδια προτιμούσε, ειδικά οΝτοσκογιέφσκι, ο Τζόζεφ Κονραντ, ο Φράντς Κάφκα, ο Άντρε Ζιντ και ο Αλμπέρ Καμύ».
Λάτρευε τις γάτες και γενικά τα κατοικίδια. Είχε περίπου τριακόσια σαλιγκάρια στον κήπο του σπιτιού της όταν ζούσε στην Αγγλία. Είχε εμφανιστεί σε ένα κοκτέιλ πάρτι στο Λονδίνο κρατώντας μια τεράστια τσάντα, η οποία περιείχε ένα μαρούλι και περίπου εκατό σαλιγκάρια τα οποία είπε πως τα έφερε για να της κάνουν παρέα εκείνο το βράδυ. Σύμφωνα με τη βιογραφία της από τον Άντριου Γουίλσον «Beautiful Shadow», (2003 – ελληνικός τίτλος: «Ζωή στο Σκοτάδι», εκδ. Νεφέλη, 2005), η προσωπική ζωή της Χάισμιθ ήταν προβληματική. Ήταν αλκοολική και ποτέ της δεν είχε κάποια σχέση που να κράτησε πάνω από λίγα χρόνια. Κάποιοι από τους ανθρώπους που τη γνώρισαν την περιγράφουν ως άτομο που δεν αγαπούσε τους ανθρώπους, στα όρια της μισανθρωπίας. Είναι διάσημη για το ότι προτιμούσε την παρέα των κατοικιδίων της και κάποτε είχε πει: «Η φαντασία μου λειτουργεί πολύ καλύτερα όταν δεν είμαι υποχρεωμένη να μιλάω με ανθρώπους». Ήταν άθεη και είχε σχέσεις αποκλειστικά με γυναίκες. Ωστόσο, είχε κατηγορηθεί και για μισογυνισμό, εξαιτίας της σατιρικής συλλογής διηγημάτων «Ιστορίες για Μισογύνηδες» («Little Tales of Misogyny», 1974). Λάτρευε τις ξυλουργικές εργασίες – έφτιαχνε έπιπλα μόνη της. Εργαζόταν διαρκώς και ασταμάτητα. Προς το τέλος της ζωής της, περπατούσε σκυφτή, με έντονη κύφωση από την οστεοπόρωση. Παρόλο που τα 22 βιβλία και οι οκτώ συλλογές διηγημάτων που έγραψε έτυχαν θερμότατης υποδοχής, κυρίως εκτός των ΗΠΑ, η ίδια προτιμούσε πάντα η ιδιωτική της ζωή να παραμένει εκτός δημοσιότητας. Είχε φιλικές σχέσεις και αλληλογραφούσε τακτικά με αρκετούς συγγραφείς. Εμπνεόταν πολύ από την τέχνη και από το ζωικό βασίλειο.
Πέθανε το 1995 αποτραβηγμένη στην Ελβετία. πέθανε από απλαστική αναιμία και καρκίνο στο Λοκάρνο της Ελβετίας, 4 Φεβρουαρίου 1995. Ήταν 74 ετών. Διατήρησε την Αμερικανική υπηκοότητα σε όλη της τη ζωή, παρά τη φορολογική επιβάρυνση που της επέφερε το ότι ζούσε πολλά χρόνια στη Γαλλία και την Ελβετία. Η σωρός της αποτεφρώθηκε. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για το μέρος που τη βοήθησε να δώσει πνοή στην συγγραφική της καριέρα, κληροδότησε την περιουσία της, αξίας περίπου 3 εκατομμυρίων δολαρίων, στην συγγραφική αποικία Γιάντο. Το τελευταίο της μυθιστόρημα, «Μικρό γ: ένα Καλοκαιρινό Ειδύλλιο» («Small g: a Summer Idyll», 1995), κυκλοφόρησε ένα μήνα μετά το θάνατό της.
Έχει τιμηθεί με τα σπουδαιότερα βραβεία αστυνομικής λογοτεχνίας.
Υπήρξε φίλη με τους Έρικ Άμπλερ, Τρούμαν Καπότε, Τζόζεφ Λόουζυ, Κάρσον Μακ Κάλερς. κ.α. Άλλα της έργα: «Βαθιά νερά, «Η κραυγή της κουκουβάγιας», «Το Ημερολόγιο της Ήντιθ», «Μικρές ιστορίες μισογυνισμού» κ.α. Στις εκδόσεις ΆΓΡΑ έχουν κυκλοφορήσει επίσης τα βιβλία «Το γυάλινο κελί», «Ο Ρίπλεϋ σε βαθιά νερά» και «Το εγχειρίδιο του κτηνώδους φόνου για ζωόφιλους».
Στα ελληνικά, έργα της κυκλοφορούν από πολλές εκδόσεις: Άγρα, Μεταίχμιο, Ροές, Λιβάνης, Γνώση, Ολκός, Παρατηρητής.
Επιμέλεια: Νόρα Ράλλη – [email protected], τηλ.: 211.104.5161