Της Μαρίας Δήμα
Υπέρ των φορολογούμενων τάχθηκε με δύο αποφάσεις της η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, στους οποίους το ελληνικό Δημόσιο, χάνοντας το χαριστικό διάστημα της σχετικής τοκοφορίας, υποχρεούται να επιστρέψει άμεσους ή έμμεσους φόρους, τέλη και πρόστιμα.
Σύμφωνα με την Ολομέλεια του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου, κατά την επιστροφή άμεσων ή έμμεσων φόρων, τελών και προστίμων από το Δημόσιο προς φορολογούμενο, ο τόκος 6% (επιστροφής φόρου) αρχίζει να «τρέχει» από την ημέρα κατάθεσης της σχετικής προσφυγής στα δικαστήρια και όχι έξι μήνες μετά την κοινοποίηση της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης που δικαίωνε τον πολίτη στην αρμόδια ΔΟΥ, όπως προβλέπει η νομοθεσία.
Η Ολομέλεια του ΣτΕ με τις δύο αποφάσεις της έκρινε αντισυνταγματική και αντίθετη στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) τη σχετική πρόβλεψη των νόμων 1473/1984 και 2120/1993 που καθορίζει τον χρόνο τοκοφορίας της επιστροφής του φόρου που καταβλήθηκε αχρεωστήτως από τον φορολογούμενο στη ΔΟΥ.
Σημειώνεται ότι βάσει του νομοθετικού πλαισίου που κρίθηκε αντισυνταγματικό, υπήρχαν περιπτώσεις όπου οι φορολογούμενοι έχαναν τους τόκους τουλάχιστον επτά έως δέκα ετών (το χρονικό διάστημα που μεσολαβούσε από την ημέρα κατάθεσης της προσφυγής τους έως την έκδοση της οριστικής απόφασης).
Ειδικότερα, το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο απασχόλησε η νομοθετική διάταξη που προβλέπει ότι όταν υπάρχει επιστροφή φόρων και δασμών μετά από δικαστική απόφαση που δικαιώνει φορολογούμενο, η τοκοφορία αρχίζει «μετά την πάροδο εξαμήνου από την πρώτη του μήνα του επομένου της κοινοποιήσεως στη φορολογική αρχή της δικαστικής αποφάσεως».
Και αυτό γιατί ο προβλεπόμενος χρόνος της τοκοφορίας «έχει ως συνέπεια τη μη προσήκουσα αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας του φορολογούμενου».
Κατά την Ολομέλεια, η επίμαχη νομοθετική ρύθμιση είναι «ανίσχυρη» καθώς «αφήνει ακάλυπτο μακρό χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο φορολογούμενος υφίσταται μη νομίμως περιουσιακή ζημία και του οποίου χρονικού διαστήματος η διάρκεια εξαρτάται από γεγονότα που ευρίσκονται εκτός του πεδίου επιρροής του, όπως είναι ο χρόνος συζητήσεως της υποθέσεως και της δημοσίευσης και κοινοποιήσεως της αποφάσεως…».