Pin It

Στον Αμαζόνιο, όπου παρεπιδημώ εσχάτως, οι μέρες κυλούν κελαρυστές και γάργαρες σαν το νερό του ποταμού κάτω απ’ την αιώρα. Ουδείς αγχώνεται, ούτε βιάζεται· ο χρόνος είναι σύμμαχος, όχι εχθρός. Αντιμετωπίζω, βέβαια, μικροπροβλήματα συνεννόησης με τους οικοδεσπότες μου. Αποστήθισα πέντε-δέκα λέξεις της μελωδικής τους διαλέκτου, τις οποίες επαναλαμβάνω σε κάθε ευκαιρία προς τέρψιν των συνομιλητών μου, αλλά δεν αρκούν. Το χάσμα γεφυρώνει η γλώσσα του σώματος -νεύματα, αγγίγματα, μορφασμοί- αλλά και το τραγούδι.

 

Οταν απαίτησαν ένα άσμα απ' τον τόπο μου, έπειτα απ' το δείπνο γνωριμίας το πρώτο βράδυ, προτίμησα το λαϊκό ρεπερτόριο. Η Παραγουάη και άλλα εξωτικά του Τσιτσάνη, ωστόσο, δεν ενθουσίασαν το ακροατήριο. Κατέφυγα έτσι στο ηχομιμητικό «Οταν θα πάω κυρά μου στο παζάρι». Στο τρίτο «κικιρικικί» έγινε πανζουρλισμός. Εκανε τέτοια αίσθηση, που με ανάγκαζαν να το τραγουδώ διαρκώς, συχνά ντουέτο με τον Μύρωνα. Διαδόθηκε γρήγορα και στις άλλες καλύβες. Κάθε τρεις και λίγο δεχόμασταν μουσαφιραίους που κακάριζαν σαν ξελογιασμένα πετεινάρια και δεν εννοούσαν να φύγουν χωρίς να ακούσουν ξανά και ξανά το γκραν σουξέ.

 

Υπερηφανευόταν ο Μύρωνας για το τελευταίο του απόκτημα, που ψώνισε σε κοντινή εμποροπανήγυρη και κλείδωνε με λουκέτο σε αυτοσχέδιο ντουλάπι για να μην το χαλάσουν τα παιδιά. Επρόκειτο για ένα cd player της συμφοράς με το πλεονέκτημα να παίζει και με μπαταρίες· έπαιρνε έξι μεγάλες των 1,5 Volt. Οι ηλεκτρικές συστοιχίες αποτελούν είδος εν ανεπαρκεία στη ζούγκλα, κάτι που ουδόλως πτοούσε τον φίλο μου. Απλωνε ολημερίς στον ήλιο τρεις ντουζίνες παλιές, ώστε να φορτιστούν κάπως, και κατά το σούρουπο μετά το φαΐ πλημμύριζαν τ’ αφτιά μας συναρπαστικές μουσικές.

 

Ξεψάχνισε τα μπαγάζια μου μόλις φτάσαμε προς άγραν cd. Τα πέντε δικά του είχαν φθαρεί απ' τον ήλιο και τη συνεχή χρήση. Κόλλησε στο «Φυλάξου!», την καινούργια δουλειά του Τάσου Γκρου με τη συγκλονιστική φωνή της Φωτεινής Βελεσιώτου. Δεν ήξερε κανέναν απ' τους δυο. Τον συνεπήρε το γνήσιο λαϊκό χρώμα του δίσκου και οι ζόρικοι στίχοι του Γιάννη Πανουτσόπουλου. Τα τραγούδια που ερμηνεύει ο συνθέτης παρέα με την Καλλιόπη Βέττα τα απολάμβανε ως προσήλυτος.

 

Εκλεινε τα μάτια ακούγοντας το «Πού ’σαι Στέλιο να μας πεις/ τι είναι μετανάστης/ κι έγινε ο πόνος δικαστής/ κι ο καημός δυνάστης». Κόμπος στον λαιμό του το μεράκι της ξενιτιάς. Πηγαινοερχόταν στο Λιβυκό με όχημα τη νοσταλγία. Επαναπροσδιόριζε τις επιλογές του. Πλάκα πλάκα ο Στέλιος έγινε κάτι σαν το «κικιρικικί». Νέοι, γέροι και παιδιά δεν τον έβγαζαν από το στόμα τους. Τα τελευταία μάλιστα ξεφύλλιζαν διαρκώς το βιβλίο που συνοδεύει τα κουπλέ και τα ρεφρέν, κοιτάζοντας σαν μαγεμένα τις εικόνες του Βαγγέλη Χερουβείμ, μένοντας στον ναυαγό που σερφάρει πάνω σε μια πένα και στον άνθρωπο πουλί που φτερουγίζει στην Ανατολή. Πού να φανταζόντουσαν ο Γκρους κι η Βελεσιώτου σε ποιους παραλλήλους ταξιδεύει η χάρη τους!

 

Μετέωρος [email protected]

 

Scroll to top