Pin It

Δύσκολα το έργο του Βρετανού Μάικ Μπάρτλετ καταφέρνει να μιλήσει για το βάθος της δικής μας πραγματικότητας. Οι σχέσεις της ελληνικής οικογένειας είναι διαφορετικές, με άλλου είδους προβλήματα. Δείχνει, όμως, πόσο λείπει από τη δραματουργία μας μια ανάλογη ευθεία, έξυπνη και καλογραμμένη απόδοση της σημερινής κρίσης των γενεών

 

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

Μετά την περσινή επιτυχία του «Cock» στο Θησείο αναμενόμενο ήταν να γνωρίσουμε και ένα δεύτερο –εξαιρετικά πρόσφατο- έργο του Μάικ Μπάρτλετ. Το «Love, love, love» παίχτηκε πριν από δύο χρόνια στο λονδρέζικο θέατρο, χειροκροτήθηκε και βραβεύτηκε, και με τα οξυμένα αντανακλαστικά που μας διακρίνουν σε κάθε επιτυχία της βρετανικής σκηνής, πρόλαβε να μεταφραστεί και να ανεβεί φέτος από τη Μαριάννα Κάλμπαρη στο Θέατρο Τέχνης.

 

Από όσο μπορεί να κρίνει κανείς, βασικό θέμα του συγγραφέα είναι –τι άλλο;- η περιβόητη αγγλική κοινωνία, που με μπόλικο φλέγμα πάντα και μια πρέζα κυνισμού αντιμετωπίζει την κάθε είδους διαλυτική επίδραση της παγκόσμιας κρίσης. Το παράξενο στο θέατρο του Μπάρτλετ –όχι τόσο παράξενο βέβαια για όσους γνωρίζουν το αγγλικό θέατρο από την εποχή του Σο- είναι το πόσο Αγγλοι παραμένουν οι χαρακτήρες του, ακόμα και όταν αντιμετωπίζουν καθόλου τυπικά αγγλικές καταστάσεις. Φαίνεται πως το να είσαι Αγγλος (θεωρείται ότι) είναι μια κουλτούρα αντιμετώπισης κρίσεων, μια χαρακτηρολογία κινδύνου, πολύ περισσότερο από απλή καταγωγή ή ταυτότητα. Αυτή την παράδοση προεκτείνει ο νέος συγγραφέας, ακόμα και αν την τοποθετεί σε επίκαιρες καταστάσεις που διαπλέουν το στενό της Μάγχης και τον Ατλαντικό.

 

Εργο με περιοριστική ιθαγένεια

 

Με δυο λόγια θέλω να πω το εξής: Το έργο του Μπάρτλετ φέρει τη δική του αυτόνομη κι αρκετά περιοριστική ιθαγένεια. Αν μπορούμε να επικοινωνήσουμε μαζί του είναι γιατί γνωρίζουμε εκ των προτέρων την ιθαγένεια αυτή μέσω της διαχρονικής σχέσης μας μαζί της. Οσο αναγνωρίζουμε τους Beatles και το τραγούδι τους -που δίνει τον τίτλο του στο έργο-, μπορούμε να εννοήσουμε και να ταυτιστούμε με τις καταστάσεις που περιγράφονται στο «Love».

 

Εδώ όμως, στο Θέατρο Τέχνης τής Φρυνίχου, τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Γιατί το «Love» είναι έργο που θέλει να μιλήσει στη νεότερη γενιά με σοβαρότητα και αποκαλυπτικό τρόπο, που θέλει να πείσει και να προβληματίσει περισσότερο από όσο ζητά να διασκεδάσει ή να γοητεύσει. Περιγράφει τη σύγκρουση των δύο από τις τρεις γενεές του μεταπολεμικού κόσμου, τη γενιά των ’60 με τη γενιά των άμεσων απογόνων της, της περίφημης «Generation Χ». Ο Μπάρτλετ στην πραγματικότητα μιλάει για όσους της γενιάς του ‘68 πέρασαν από τη φάση μιας επανάστασης –με τα πιστεύω χαμένα στον καπνό της μαριχουάνας- στην πρωτοκαθεδρία της συντηρητικής κατάστασης των ’90.

 

Από τη θέση αυτή, βολεμένοι πια αστοί αλλά πάντα ανέμελοι και αεράτοι, –σαν να τους οφείλεται η ευημερία και η ξενοιασιά-, δημιουργούν τους γιάπις εξαντλώντας τους πόρους της οικονομίας αλλά και της κοινωνικής και οικογενειακής συνοχής. Αμετανόητα ναρκισσιστές –μέρος του ναρκισσισμού είναι και η διάθεσή τους για σεξουαλική ελευθεριότητα-, αδυνατούν να αναλάβουν όποια ευθύνη αντιβαίνει στην ανεξαρτησία. Καταστρέφουν έτσι το όραμά τους πρώτα, ύστερα τον γάμο και τα παιδιά τους.

 

Κι αν –λέει ο Μπάρτλετ- δεν είναι μια χαμένη γενιά, είναι μια γενιά ξοδεμένη, αφού ξόδεψε το μέλλον των παιδιών της. Μίλησε για αγάπη αλλά δεν ένιωσε ποτέ πως αγάπη σημαίνει οφειλή προς τους άλλους. Γι’ αυτό και όταν πια «μεγάλοι», στη δεκαετία του 2010, έρχονται αντιμέτωποι με την αδήριτη ανάγκη των «παιδιών» τους για επιβίωση –που έχουν μεγαλώσει παραμένοντας «παιδιά»-, παραξενεύονται με την οφειλή μα συνεχίζουν το αιώνιο πάρτι της παρατεταμένης εφηβείας τους.

 

Δεν ξέρω πόσοι από τους εμάς μπορούν να ταυτιστούν με τους «παιδιά» του «Love», πάντως λίγοι αναγνωρίζουν τους γονείς τους στα πρόσωπα των ανέμελων χίπηδων του ’60 που περιγράφει. Γενικά οι σχέσεις της ελληνικής οικογένειας ήταν και είναι διαφορετικές, με άλλου είδους προβλήματα, με μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα άλλα. Δύσκολα το έργο καταφέρνει να μιλήσει στο βάθος της δικής μας πραγματικότητας. Κι αν όχι τίποτα άλλο, δείχνει τουλάχιστον πόσο λείπει από τη δική μας δραματουργία μια ανάλογη ευθεία, έξυπνη, καλογραμμένη, αντιληπτή απόδοση της σημερινής κρίσης των γενεών –μέρος της γενικότερης κρίσης.

 

Το δυνατό χαρτί τής Αννας Κουτσαφτίκη

 

Παραμένει όμως ενδιαφέρουσα η σκηνοθεσία της Μαριάννας Κάλμπαρη, καθώς εμβαπτίζει το έργο σε μια ατμόσφαιρα διαχρονικού πάρτι, με πινελιές αγκύρωσης σε κάθε εποχή, έξυπνα επεξεργασμένες από τον Μικέ Μπίλη. Αλλά και όπως μετατρέπει τη συντηρητική δομή του έργου σε μια διαλεκτική πρόταση με ιδέες παραξενίσματος και λοξή ματιά στα δρώμενα.

 

Η παράσταση καταφέρνει έτσι να υπερβεί το εμπόδιο της ιθαγένειας, περνώντας από το περιεχόμενο στη φόρμα κι από την αλήθεια των ρόλων στην απόδοσή τους από τους ηθοποιούς. Κουβαλά σε αυτό και ένα δυνατό χαρτί, που δεν είναι άλλο από την Αννα Κουτσαφτίκη. Σπάνια ηθοποιός κουβαλά μέσα της τόσο θέατρο. Το αποδεικνύει ξανά με την παρουσία της σε όλους τους ρόλους.

 

Οι υπόλοιποι έδωσαν μια ανομοιογενή υποκριτική. Τα «παιδιά» αποδόθηκαν σε ρεαλιστικούς τόνους και με συγκίνηση από τους Κώστα Σιλβέστρο και την Ειρήνη Στρατηγοπούλου. Αλλοι όμως, όπως ο Νέστωρ Κοψίδας και ο Διαμαντής Καραναστάσης, παρουσίασαν αντί να υποδύονται τον ρόλο, σύμφωνα με τις αφηγηματικές επιταγές. Αυτό δημιουργεί ίσως σύγχυση, ωστόσο το θεατρικό παιχνίδι σήμερα δέχεται και καλωσορίζει την όποια ανομοιογένεια τίθεται προς όφελος του συνόλου. Γιατί στο σύνολό της παραμένει μια έξυπνη παράσταση ενός έξυπνου έργου. Ακόμα και αν το σήμα της εκπέμπεται από μακριά.

 

Scroll to top