Της Μικέλας Χαρτουλάρη
Πριν κάμποσα χρόνια στη Βοστόνη, ο Στρατής Χαβιαράς περπατούσε αμέριμνος, όταν ξαφνικά πάγωσε μπροστά στη βιτρίνα ενός μικρού καταστήματος. Υπήρχε εκεί, κρεμασμένη στην πόρτα, μια πινακίδα που απαγόρευε την είσοδο στους ποιητές! No poets! Σοκαρισμένος, ξανακοιτάζει, και τότε διαβάζει το σωστό: No pets. Εξω τα κατοικίδια.
Ο πολυσυζητημένος Ελληνας από τη Νέα Κίο, που από τα μέσα του ’70 σταδιοδρόμησε στις ΗΠΑ ως ποιητής με λυρική πνοή και πεζογράφος Αμερικανός-με-ελληνική-θεματολογία, αναλαμβάνοντας παράλληλα περίοπτες θέσεις στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, δεν έκρυψε ποτέ ότι είναι δυσλεκτικός. Υπήρξε παιδί «αργό στα γράμματα, σαΐτα στην πιλάλα», που δυσκολευόταν να διαβάσει και να γράψει. Κι ακόμα, όπως μου έλεγε προχθές, ελέγχει ξανά και ξανά τον εαυτό του όποτε γράφει, προκειμένου να πιάσει λάθη στις επιλογές των λέξεων, επειδή «υποπτεύομαι το χέρι μου». Παρ' όλα αυτά ή ακριβώς γι’ αυτά, αποφάσισε να προκαλέσει τις δυνάμεις του. Και έτσι σήμερα, στα 79 του, ακμαίος όπως άλλοτε, επιστρέφει στα ελληνικά γράμματα καταθέτοντας το πρώτο μυθιστόρημα που έγραψε απευθείας στη μητρική του γλώσσα. Είναι η Αχνα (εκδ. Κέδρος), ένα βιβλίο καμωμένο από 485 σπαράγματα ζωής και στοχασμών, ένα μυθιστόρημα σπονδυλωτό, συγκαλυμμένα αυτοβιογραφικό, πλούσιο σε αφορισμούς, και απολύτως ιδιαίτερο επειδή αναπτύσσεται μέσα από μια απολύτως δημιουργική χρήση της γλώσσας που αναδεικνύει την πολλαπλότητα των νοημάτων του.
Η Αχνα με το δάχτυλο στο στόμα, όπως την αναπαριστά ένα γκράφιτο στα Εξάρχεια, είναι πρώτα-πρώτα η Τέχνη με την οποία αναμετρήθηκε ο τεχνίτης Χαβιαράς, πρώην παιδί του Εμφυλίου, με πατέρα εκτελεσμένο στην Ακροναυπλία, πρώην έφηβος αναγκασμένος να δουλέψει ως οικοδόμος, πρώην στερημένος τη γνώση, και πάντα «ψάχνοντας απαντήσεις χωρίς να ρωτά μεγαλόφωνα».
Η Αχνα είναι όμως και η μοιραία γυναίκα που σου αλλάζει τη ζωή, η δασκάλα που τον είπε «καθυστερημένο» «κόβοντάς» τον από το σχολείο μετά το Δημοτικό, η Αμερικανίδα αρχιτεκτόνισσα που του έδωσε διαβατήριο για τις ΗΠΑ το 1967, ο έρωτας τον οποίο δοξολογεί. Είναι η Ευρυδίκη, η Ελένη, η Ελπίδα. Διότι «ο έρωτας και η τέχνη είναι ένα αυτό το ένα είναι αδιανόητο αν δεν το κάνεις δυνατό».
Η Αχνα είναι παράλληλα και η Ελλάδα που κουβαλούσε μέσα του στην Αμερική της δεύτερης ζωής του. Εδώ, δεν είναι τόσο η αριστερή, της Κατοχής, του Εμφυλίου, των εκδικητικών νικητών, και των μυθιστορημάτων που τον ανέδειξαν στα ξένα το 1979 και το 1984 (Οταν τραγουδούσαν τα δέντρα και Ηρωικά Χρόνια), όσο η μήτρα του. Είναι η γη των νεκρών του, όπου αποφάσισε να εγκατασταθεί το 2000, όταν ξεκίνησε την τρίτη του ζωή διδάσκοντας δημιουργική γραφή στο Κέντρο Βιβλίου (όπως άλλωστε και στο Χάρβαρντ μεταξύ 1984-2008) και διατηρώντας πεισματικά ένα χαμηλό προφίλ.
Ο ίδιος λέει ότι η Αχνα είναι εντέλει η ανάσα του, ίσως και η εκπνοή του. Ο αναγνώστης όμως καταλαβαίνει ότι πέρα απ’ όλα η Αχνα είναι η υπέρβαση της δυσλεξίας του, η νίκη του απέναντι στις δυνάμεις που μπλόκαραν τη φωνή του, που τον εμπόδιζαν να πάρει τον λόγο. Γι' αυτό και σε ένα δεύτερο επίπεδο, το μυθιστόρημα του Χαβιαρά θα μπορούσε να διαβαστεί και σαν κάλεσμα για έξοδο από τη σιωπή. Αλλωστε στο σπάραγμα Νο 362 σημειώνει: «Γράψε τα όπως μπορείς και αν τα χέρια σου είναι ακόμα δεμένα γράψε τα με το στόμα: σταράτα κριθαράτα βρώμικα».
……………………………………………
Ο λόγος κι ο λαγός
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Αχνα μπορεί να αρέσει πολύ ή να μην αρέσει καθόλου. Δύσκολα ωστόσο θα αμφισβητήσει κανείς το ενδιαφέρον που παρουσιάζει ως λογοτεχνικό εγχείρημα λυρικού, θα λέγαμε, μεταμοντερνισμού. Πράγματι, ο Χαβιαράς εντάσσεται στην ολιγομελή οικογένεια των συγγραφέων (όπου π.χ. και ο Δημητριάδης ή ο Τριαρίδης) οι οποίοι δουλεύουν αλλιώς με τον λόγο. Με τις εμπνευσμένες παρηχήσεις του, χωρίς σημεία στίξης (κυρίως χωρίς κόμμα), με λέξεις παλιές αναπαλαιωμένες, με ποιητικές εικόνες, με λυρική πνοή και ρυθμό, με λόγο υπαινικτικό και καμιά φορά κρυπτικό, με περιεχόμενο που συνδέει την προσωπική διαδρομή του με τον μύθο – τους ρόλους – την περιπέτεια του Ορφέα και της Ευρυδίκης, προκαλεί διαρκώς την προσοχή του αναγνώστη.
Χαρακτηριστικά δείγματα γραφής του είναι μια αναφορά στη δυσλεξία του και δύο αποφθέγματά του:
«Η γλώσσα σου εκείνο τον καιρό σκόνταφτε ακόμα και στις πέτρες που έριχνες στο νερό να περάσεις απέναντι. Δεν τολμούσες να ανοίξεις το στόμα σου τα ελληνικά σού αντιμιλούσαν. Δεν τα 'πιανες καλά όπως όλοι οι άλλοι χρειάστηκε να μάθεις να τα καλοπιάνεις»
«Το ήμισυ του έρωτα είναι λόγος το άλλο μισό λαγός»
«Αλήθεια τι σημαίνει αλήθεια; Αλήθεια είναι αυτό που ξεχνάς κι επινοείς εξαρχής αλήθεια θα πει φαντασία»
…………………………………………..
Αριστερός στις ΗΠΑ
Ο Χαβιαράς ακούστηκε στην Ελλάδα το 1984, όταν στις ΗΠΑ γίνονταν προσπάθειες να χρησιμοποιηθεί ο ελληνικός εμφύλιος ως αφορμή για φιλοσυντηρητική προπαγάνδα εναντίον της «Αλλαγής». Επιμελητής ήδη της Αίθουσας Σύγχρονης Ποίησης και μιας εξειδικευμένης Βιβλιοθήκης στο Χάρβαρντ, είχε τότε βρεθεί αντιμέτωπος με τον Ελληνοαμερικανό δημοσιογράφο των «Τάιμς» Νικ Γκέιτζ (Γκατζογιάννη) επειδή το μυθιστόρημά του Τα ηρωικά χρόνια προβλήθηκε ως η «αριστερή απάντηση» στην ψυχροπολεμική Ελένη τού Γκέιτζ, υποστηρικτή σήμερα εθνικιστικών κύκλων. Ομως η αριστερή συνείδηση του Χαβιαρά δεν ήταν επικοινωνιακό κόλπο.
Ηταν εννιά χρόνων όταν εκτελέστηκε ο πατέρας του (στις 24/7/1944 «με την υπογραφή του Κουρτ Βαλντχάιμ»!), είδε τη μάνα του να εκτοπίζεται σε γερμανικό στρατόπεδο εργασίας, τους Χίτες να καταδιώκουν την οικογένειά του, και τον εαυτό του χωρίς παιδεία με μεροκάματο πείνας. «Η συναισθηματική κλίση μου προς την αριστερά ενισχύθηκε, και αργότερα, με τα διαβάσματά μου, εδραιώθηκε. Ημουν ένας προλετάριος, αλλά σήμερα ξέρω πως όποια και να ήταν η οικονομική μου κατάσταση, δεν θα μπορούσα παρά να είμαι αριστερός». Ως τέτοιος λοιπόν, ως «αριστερός» απέναντι στον «αμφιδέξιο» νεοελληνιστή και αλλοτινό δάσκαλό του Κίμωνα Φράιερ, δούλευε από τη Βοστόνη εναντίον της χούντας, μέσα από μια ραδιοφωνική εκπομπή («που τη φίμωσε ο Τομ Πάππας») και ένα περιοδικό. Ομως το 1971, έπειτα από μια περιπέτειά του στη Βόννη, στο περιθώριο της συνάντησης συντονισμού του αντιστασιακού αγώνα, συνειδητοποίησε ότι οι Μυστικές Υπηρεσίες τον είχαν στο μάτι. «Τότε ζήτησα την αμερικανική υπηκοότητα». Και τότε άρχισε σιγά-σιγά να προσχωρεί στην αγγλική γλώσσα και να απομακρύνεται από τη δεξιόστροφη ελληνική κοινότητα. Το 1972, στα 37 του, παίρνει λοιπόν απολυτήριο μέσης εκπαίδευσης από το πειραματικό Κολέγιο Γκόνταρντ, κι έπειτα διπλώματα Λογοτεχνίας, Ιστορίας και Δημιουργικής Γραφής. Το καταπληκτικό είναι, λέει σήμερα, ότι η ελληνική εμπειρία του ξεκλειδώθηκε χάρη στην αγγλική γλώσσα και ότι η ελληνική γλώσσα τού αποκαλύφθηκε στο βάθος της, μέσα από την αμερικανική ζωή του.