22/06/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ο γιος τού κάν’ τα όλα…

Γιάννης ΛΟΓΟθέτης: και τι δεν είναι….
      Pin It

Γιάννης ΛΟΓΟθέτης: και τι δεν είναι…

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΙΩΝΗΣΤου Δημήτρη Γκιώνη

 

Πάνω από 50 χρόνια (από τα 17 του) στο καλλιτεχνικό μετερίζι –και τι δεν είναι: σκιτσογράφος – γελοιογράφος (πολιτικό, κοινωνικό, ελεύθερο), τραγουδοποιός (στιχουργός αλλά και, ενίοτε, συνθέτης και ερμηνευτής –όχι μόνο σε δίσκους, αλλά και επί σκηνής). Αυτοδίδακτος, μ’ ένα προσωπικό ύφος, με κυρίαρχο στοιχείο το χιούμορ και τη σάτιρα. Κι όλο με κάτι καινούργιο, όπως τώρα η έκθεση ζωγραφικής του με τίτλο «Ζευγαράκια» -40 τον αριθμό (Art Cafe, Αγίου Φιλίππου 7, Μοναστηράκι, ώς τις 25 Ιουνίου). Κι από κοντά, ακόμη ένας δίσκος, μ’ ένα γάτο στο εξώφυλλο να νιαουρίζει: «Πεινιάουου!». Εννέα τραγούδια, τα 8 δικά του (στίχοι – μουσική), το ένατο του Πέτρου Βαγιόπουλου, που έχει την επιμέλεια και την ενορχήστρωση. Τραγουδούν ο ίδιος και: Γιώργος Μαργαρίτης, Ορφέας Περίδης, Λάμπρος Καρελάς, Θοδωρής Παπαδόπουλος.

 

Τραγούδια

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣΣτους νεότερους το όνομα τον Λογό μπορεί να μη λέει πράμα. Αν όμως αναφέρω μερικούς στίχους τραγουδιών του –ακόμα και ηλικίας 40 ετών– θα τον αναγνωρίσουν: «Ασπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε» (που τραγούδησε η Βίκυ Μοσχολιού κι έκανε διεθνές σουξέ ο Ντέμης Ρούσος), «Αχ, Μαρία», «Γελοιογραφία», «Είμαι πολύ ωραίος», «Λούλα», «Με το πρώτο λεωφορείο, «Ο γιος τού πάρ’ τα όλα», «Τι να πούμε, τι», «Το σκυλάκι το κανίς», «Κοίταξε να δεις»… Σε όλα οι στίχοι δικοί του, και σε μερικά η μουσική και η ερμηνεία. Από άλλους συνθέτες: Μούτσης, Κηλαηδόνης, Χάλαρης, Χατζηνάσιος, Ανδρεάδης (από τους πρώτους συνεργάτες, συν φίλος)… Κι από άλλους τραγουδιστές: Μητσιάς, Γαλάνη, Πάριος, Παπακωνσταντίνου, Πουλόπουλος, Μάνου, Χρύσανθος…

 

Ερμηνευτές, ακόμη και ηθοποιοί (σε σατιρικά τραγούδια –«Τραγούδια με νόημα»): Γκιωνάκης, Καρακατσάνης, Μηλιάδης… Χαρακτηριστικό γνώρισμα των τραγουδιών του, που συχνά-πυκνά είναι μικρές ιστορίες, το χιούμορ –εξ ου και ο χαρακτηρισμός γελοιογράφος-τραγουδοποιός. Αρκετά και χορευτικά, αυτά που θέλουν τους χορευτές αγκαλιαστούς ή, έστω, κρατημένους από το χέρι –κι όχι με τα χέρια ψηλά, σαν να φοβούνται το άγγιγμα του διπλανού, όπως επιβάλλουν τα νεότερα χορευτικά ήθη…

 

Παιδιόθεν αναγνώστης λαϊκών περιοδικών, ο Λογό θαύμαζε τις γελοιογραφίες των Αρχέλαου, Χριστοδούλου, Παυλίδη, Πολενάκη. Και κάπου εκεί άρχισε να σκαρώνει τις δικές του. Κάτι ανάλογο και με το τραγούδι. Ακουγε τα άσματα της εποχής (από ραδιοφώνου κυρίως) –λαϊκά, ελαφρά, λατινοαμερικάνικα, έπαιζε και λίγο κιθάρα, ώσπου προχώρησε στα δικά του. Από τις «συνταγές» του: «Κάνε κάτι που να πιάνει τη μεσαία τάξη», όπως λέει σ’ ένα τραγούδι, που χρεώνει ότι του σύστησε η γυναίκα του. Αλλά λίγο-πολύ τσίμπησε απ’ όλες τις τάξεις.

 

Γελοιογραφίες

 

Προσωπικά γνωρίζω τον Λογό από τότε που μπήκα στη δημοσιογραφία –«συγκάτοικοι», προδικτατορικά στη «Δημοκρατική Αλλαγή», αργότερα στην «Ελευθεροτυπία». Σκιτσογράφος εκείνος, καλλιτεχνικός συντάκτης ελόγου μου. Ο ίδιος ωστόσο πέρασε από πολλά «μαγαζιά» -εφημερίδες και περιοδικά: «Νέα», «Βήμα», «Εθνος», «Αυγή», «Ταχυδρόμος», «Εικόνες». Η χάρη του απλώθηκε και σε ονομαστά έντυπα του εξωτερικού: Sunday Telegraph, Daily Mirror. Κι από εκθέσεις, ομαδικές και ατομικές, εδώ αλλά και στο εξωτερικό: Γερμανία, Ιταλία, Βουλγαρία, Καναδάς.

 

Η αμεσότητα, το ευθύβολο σχόλιο, το χιούμορ, το παιχνίδι των λέξεων, με κυρίαρχο τον ανθρωπάκο της καθημερινότητας, χαρακτηρίζουν τα πολιτικά και κοινωνικού περιεχομένου σκίτσα και τις γελοιογραφίες του. «Φάε το φαγητό σου γιατί θα ’ρθούνε τα τανκς…», θυμάμαι να απειλεί μια μαμά το μικρό της, σ’ ένα σκίτσο του στα «Νέα» στα χρόνια της χούντας που έκανε αίσθηση –σκίτσο με διακριτικό, αλλά σαφές πολιτικό περιεχόμενο, που αναγνωρίζεται και σε άλλα τραγούδια του, αρκετά διαχρονικής αντοχής: «Ή έχεις ρετιρέ ή σε φωνάζουν ρε»… Από βιβλία του που έχουν εκδοθεί αλιεύω μερικές γουστόζικες ατάκες:

 

* Μια γυναίκα σχολιάζοντας έναν τυφλό: «Πάνε και βγάζουνε τα μάτια τους με τη μια και με την άλλη και μετά κάθονται στις γωνιές και ζητιανεύουν!».

 

* Διάλογος δυο ταλαίπωρων: «Ρε συ, γαύρους καπνίζεις;» «Ξέρεις πόσο έχουν πάει οι γόπες;»

 

* Διάλογος ζευγαριού: Η γυναίκα: «Δεν αξίζεις μια δραχμή!» Και ο άντρας: «Πώς με υποτιμάς έτσι!»

 

* «Αυτόν εκεί γιατί δεν τον πιάνεις;» ρωτάει ένας ταλαίπωρος τον εφοριακό που τον κυνηγάει με μια απόχη, δείχνοντας πίσω του έναν χοντρό. Και ο εφοριακός: «Αυτόν δεν τον χωράει η απόχη!»

 

………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

Στο πλαίσιο

 

«Η τριλογία της πόλης» της Λούλας Αναγνωστάκη, που πρωτανέβηκε το 1965 στο Θέατρο Τέχνης από τον Κάρολο Κουν, εξαντλήθηκε την περασμένη εβδομάδα σε τρεις παραστάσεις, συν μια έκτακτη, στην αίθουσα Α' της Πειραιώς 260, που φιλοξενεί εκδηλώσεις του Φεστιβάλ Αθηνών –συνολικά για κάπου 400 θεατές. Και είναι κρίμα, επειδή πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα παράσταση που υπηρέτησαν με αυταπάρνηση, υπό τον σκηνοθέτη Κωνσταντίνο Χατζή, οι ηθοποιοί Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου (έξοχη), Γιώργος Συμεωνίδης, Κίττυ Παϊταζόγλου, Γιάννης Χαρτοδιπλωμένος.

 

Ενα δεύτερο κρίμα είναι που ο λόγος της Αναγνωστάκη χανόταν από την ηχώ της τεράστιας αίθουσας, που προφανώς δεν προσφέρεται για παραστάσεις λόγου. Ευελπιστώ ότι οι συντελεστές της θα βρουν κάποια πιο συμμαζεμένη αίθουσα ώστε να την επαναλάβουν.

 

Κι ας προσθέσω ότι το εν λόγω έργο δημοσιεύτηκε, πριν το ανεβάσει ο Κουν, στο «Θέατρο» (τεύχος 19, Γενάρης – Φλεβάρης 1965) του Κώστα Νίτσου, ο οποίος μάλιστα σε συνοδευτικό σημείωμα εκθείαζε τη συγγραφέα: «Η Αναγνωστάκη είναι ταλέντο, μ’ ένα προσωπικό στιλ αναπάντεχο. Κάτω από έναν στρωτό διάλογο κρύβει απίθανη θεατρικότητα. Αγγίζει το παράλογο, χωρίς να γίνεται θέατρο του παράλογου. Συλλαμβάνει κι αποδίδει, με θεατρικό τρόπο, ορισμένες πλευρές της ανιαρής, της χωρίς νόημα ζωής. Η “Πόλη” της είναι ήδη πολύ καλό σύγχρονο θέατρο».

 

ΚΑΙ… Ο Κώστας Νίτσος, που δεν του ξεφεύγει τίποτα, παρατηρεί ότι δεν ανήκε στον άγνωστο Νίκο Παπανδρέου η κριτική στην τότε «Επιθεώρηση Τέχνης» για το έργο της Αναγνωστάκη, αλλά στον γνωστό θεατράνθρωπο Νικηφόρο Παπανδρέου. Το λάθος όμως δεν είναι δικό μου αλλά του λευκώματος «Θέατρο Τέχνης 1942 – 1972», απ’ όπου το μετέγραψα.

 

[email protected]

 

 

Scroll to top