22/06/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Από το ελάχιστο στο συμπαντικό: δύο διαφορετικοί ποιητές

Παναγιώτης Ιωαννίδης «Ακάλυπτος» ποιήματα, Καστανιώτης, 2013, σελ. 47 Ειρήνη Καραγιαννίδου «Οι τέσσερις εποχές του [Α]» ποιήματα, Λογότεχνον, 2013, σελ. .
      Pin It

Παναγιώτης Ιωαννίδης
«Ακάλυπτος»
ποιήματα, Καστανιώτης, 2013, σελ. 47

Ειρήνη Καραγιαννίδου
«Οι τέσσερις εποχές του [Α]»
ποιήματα, Λογότεχνον, 2013, σελ. 54

 

Του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου

 

Με την πρώτη πρώτη ανάγνωση των είκοσι πέντε ποιημάτων που συναπαρτίζουν τη δεύτερη ποιητική συλλογή του Παναγιώτη Ιωαννίδη, αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης ότι έχει μπροστά του το έργο ενός ανθρώπου για τον οποίο η ποίηση είναι μια τέχνη πολύτιμη, δύσκολη και ακριβής. Οπως και στο προηγούμενο ποιητικό του βιβλίο, το «Σωσίβιο» του 2008, και εδώ ο Ιωαννίδης ζυγίζει με προσοχή κάθε λέξη του πριν τη χρησιμοποιήσει, έτσι που τίποτα δεν περισσεύει και τίποτα δεν λείπει. Τα ποιήματά του καταγράφουν, άλλοτε με αδρές πινελιές και άλλοτε επιμένοντας σε λεπτομέρειες, εικόνες και περιστατικά, στιγμιότυπα και κινήσεις, σε μιαν απέλπιδα αλλά αποφασιστική προσπάθεια να ακινητοποιήσει τη στιγμή, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα το μάταιο του εγχειρήματος: Μετά από μιαν εκδρομή στην εξοχή «γεμίζουμε τις τσέπες μας με βότσαλα / Αλλ’ η ομορφιά επιστρέφει / εκεί όπου ήταν».

 

Ο ποιητής επικεντρώνει το βλέμμα του, αποτυπώνει και δίνει αξία στις στιγμές και στις εικόνες εκείνες της καθημερινότητας που περνούν συνήθως απαρατήρητες: σε ένα παραθυρόφυλλο που χτυπάει επίμονα σπάζοντας το φως, στην ενόχληση που προκαλεί ένα κουνούπι, στην παρακολούθηση μιας κινέζικης ταινίας στον κινηματογράφο «μέχρι να πέσει και ο τελευταίος τίτλος / να σβήσει η μουσική», σε μια μύγα που επιζεί μες στον χειμώνα, στην ησυχία που πέφτει κάποτε ανάμεσα στους φίλους», «στο αργό κροτάλισμα από το περαστικό αυτοκίνητο / στο ανοιχτό παράθυρο με το σκοτάδι», σε όλα αυτά που πιάνει το βλέμμα κυρίως, αλλά και οι άλλες αισθήσεις. Με το ενδιαφέρον, την περιέργεια, την αθωότητα, την τόλμη που έχει η ματιά ενός μικρού παιδιού στο πρώτο του ταξίδι όταν «δεν ξέρει ακόμα πως σε λίγα χρόνια / θα έχει μάθει να μην εμπιστεύεται το βλέμμα του».

 

Αν αυτή είναι η διάθεση που κυριαρχεί στα ποιήματα του Παναγιώτη Ιωαννίδη, υπάρχει όμως και μια άλλη: αυτή που επιχειρεί να εξερευνήσει ό,τι βρίσκεται εκτός αισθητηριακής αντίληψης, ό,τι βρίσκεται «γύρω από το βλέμμα». Ο λόγος του ποιητή γίνεται τότε περισσότερο ελλειπτικός και αποσπασματικός, πιο εσωτερικός και αποστασιοποιημένος, γιατί η θλίψη είναι ο δύσκολος λόγος, καθώς διαβάζουμε, κι ο ποιητής «εξερευνώντας ό,τι μένει αδιάβατο» φθάνει ξανά στις άκριες, εκεί που μόνο η ποίηση μπορεί να διασώσει τόσο τον ίδιο όσο και τη βιωμένη πραγματικότητα.

 

Στην πρώτη ποιητική συλλογή της Ειρήνης Καραγιαννίδου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Λογότεχνον» με τον αινιγματικό τίτλο «Οι τέσσερις εποχές του [Α]», δεσπόζει ο έρωτας, η παρουσία και η απουσία του, το πάθος και η έλλειψή του, αποκλείοντας σχεδόν οποιοδήποτε άλλο θέμα. «Είναι ο κενός χώρος που σε απαιτεί», εξομολογείται η αφηγηματική φωνή που μονοπωλεί τον λόγο στο βιβλίο, «είναι που η καρδιά μου / είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα σου». Το πρόσωπο όμως στο οποίο απευθύνονται τα λόγια αυτά και ο έρωτας που έχει σημαδέψει το ποιητικό υποκείμενο ξεφεύγουν από τα φυσιολογικά μέτρα και λαμβάνουν, στους στίχους αυτούς, συμπαντικές διαστάσεις. Ο χώρος και ο χρόνος έχουν εξαρθρωθεί. Οι εποχές του τίτλου διαδέχονται η μία την άλλη εκτός φυσικής αλληλουχίας ή μπλέκονται μεταξύ τους ανάλογα με τις διαθέσεις των σωμάτων: «Στο κρεβάτι του θριάμβου / μένουν τα σώματα μόνο / αρχή καλοκαιριού / να χαίρονται / την πρώτη τους Άνοιξη» και η ποιήτρια νιώθει «εποχές / απ’ όλες τις υφηλίους».

 

Οι εραστές αλλάζουν διαρκώς όψη, μεταμορφώνονται, κυκλώνουν ο ένας τον άλλο, χάνονται και ξανασυναντιούνται με διαφορετική μορφή: «Αγνοώ / αν είσαι κύμα μαγνητικό / ικεσία πλεούμενης λαχτάρας / ή απλώς θαλάσσια συνείδηση» κι αλλού: «γίνομαι στεριά / να ακουμπήσεις τρικυμίες». Γίνεται ο ένας ρούχο για τον άλλο – μια εικόνα, αυτή των ρούχων, που έρχεται ξανά και ξανά σε αυτά τα ποιήματα: «Στις βραχνές παγωνιές σου / να με τυλίγεις στο λαιμό». Η ποιήτρια γνωρίζει ωστόσο πως ό,τι κάνει δυνατή αυτή τη διαρκή μεταμορφωτική κίνηση των εραστών δεν είναι άλλο από τις λέξεις, τους στίχους ή ακόμη και τα γράμματα. Οπως εκείνο το [Α] του τίτλου που είναι ίσως το Αλεφ, όπως υποψιαζόμαστε διαβάζοντας ένα από τα ποιήματα της συλλογής: «Σκάψε λίγο ακόμη / σ’ εκείνο το λακκάκι του λαιμού / με σκαπάνη ένα γράμμα». Ή ίσως να είναι το πρώτο γράμμα κάθε λέξης, όπως φαίνεται σε ένα άλλο ποίημα: «Ασήμαντη προσπάθεια / να μπορέσω ν’ αρθρώσω έστω και το [α]».

 

Κι έτσι κάθε ποίημα της Ειρήνης Καραγιαννίδου, είτε αναφέρεται στην αποθέωση και την πλησμονή του έρωτα είτε στον πόνο και το βούλιαγμα από την απουσία του, αποκτάει μία ακόμη νοηματική διάσταση και γίνεται ένα ποίημα για τη γλώσσα και για την ποίηση. Μια ποίηση συμπαντικών διαστάσεων, αδιάκοπης νοηματικής ροής και γεμάτη δυναμικές εικόνες: «Αν φύτρωναν λουλούδια από σκάγια στα βράχια / θα ήσουν Εσύ».

 

Scroll to top