Ατενίζων την καταπράσινη όχθη, αραχτός στην αιώρα εμπλουτίζω τα φθαρμένα χειρόγραφα, κατά τα οποία ο εκκολαπτόμενος δημοσιογράφος Νικάνωρ, παρουσιάζοντας οικτρό θέαμα, γίνεται εν τέλει δεκτός απ' τον αρχισυντάκτη της «Προχθεσινής» Ανδρέα Μπρη. Ακολουθεί ο εξής διάλογος:
Ανοίγοντας τον χαρτοφύλακα ο αρχισυντάκτης διαπίστωσε ότι η επάνω πλευρά των σελίδων είχε καταστεί εντελώς δυσανάγνωστη, βρεγμένη καθόσον. «Θα τα κοιτάξω με την ησυχία μου το Σαββατοκύριακο και θα σε ειδοποιήσω» υποσχέθηκε κάπως αόριστα. «Αφησέ μου μόνο το τηλέφωνό σου».
«Φεύγω για ένα ταξίδι στην Ανατολή και θα λείψω έξι ολόκληρους μήνες, ξέρετε» διευκρίνισε ο νεαρός με ύφος πολύπειρου υπαλλήλου που τακτοποιεί τις αποχαιρετιστήριες εκκρεμότητες πριν την κοπανήσει με άδεια. «Σ’ αυτό το φλασάκι θα βρείτε με τη σειρά και τα εφτά ρεπορτάζ μου, μαζί με τις σχετικές φωτογραφίες και φυσικά τους αριθμούς των τηλεφώνων μου. Αφού θα είμαι απών μπορείτε να τα χρησιμοποιήσετε κατά το δοκούν» κατέληξε, ακουμπώντας το USB στο γραφείο με μια αδέξια κίνηση. Καληνύχτισε ευγενικά και προχώρησε προς την έξοδο. Ο Μπρης εκστόμισε ένα άναρθρο «γεια» χωρίς να μπει στη βάσανο να τον συνοδεύσει.
«Ποιος ήταν αυτός ο μυστήριος;» ρώτησε ο υπεύθυνος του Διεθνούς που εμφανίστηκε τη στιγμή που ο Νικάνορας αποχωρούσε.
«Ρουσφέτι ενός συμμαθητή. Πιτσιρικάδες! Ψώνια ολκής που νομίζουν ότι καθυστερούν επί τούτου να τους απονείμουν το Πούλιτζερ» απάντησε απαξιωτικά. Καθώς άλλαζε συζήτηση κάτι σαν σπίθα διαπέρασε τη ματιά του.
«Οσο στοίχημα θέλεις πως τα θέματά του αναφέρονται σε ετοιμόρροπα νεοκλασικά και επαγγέλματα που χάνονται» ψιθύρισε πασάροντας τον φάκελο στον εμβρόντητο διεθνατζή.
-«Ενα ουίσκι» συμφώνησε ο άλλος, κι άρχισε να ξεφυλλίζει με περιέργεια επισημαίνοντας μεγαλοφώνως τους τίτλους: «Ο τελευταίος καστανάς της οδού Στουρνάρη», «Γκρεμίζεται το σπίτι του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη στα Εξάρχεια», «Κυρ Στέλιος, ο αμαξάς του Θησείου», «Μπουμπουλίνας 20-22. Ενα οίκημα που έγραψε Ιστορία».
Επέστρεψε τον φάκελο ηττημένος, τηλεφωνώντας ταυτοχρόνως στο κυλικείο να παραγγείλει τα ποτά. Ο αρχισυντάκτης πήρε γελώντας τα πονήματα του αυθάδους νεανία, τοποθετώντας το φλασάκι ανάμεσά τους, και τα καταχώνιασε στο κάτω συρτάρι που λειτουργούσε σαν ένα είδος προθάλαμου του καλαθιού των αχρήστων: στοίβαζε εκεί τις «συνεργασίες» χωρίς ενδιαφέρον κι όταν γέμιζε ασφυκτικά, έδινε τη χαρτούρα στη γραμματέα να την προωθήσει στην ανακύκλωση.
Η καριέρα του Νικάνορα φαινόταν πως τελείωνε άδοξα, πριν καν αρχίσει. Εκείνος, όμως, κατέβαινε τα σκαλιά με την αίσθηση πως είχε πέσει σε καλά χέρια. Το ζεστό, πατρικό βλέμμα του Μπρη αποτελούσε αδιάψευστο μάρτυρα. Κοίταξε προς τον ουρανό, που είχε πια ξαστερώσει, και ονειρεύτηκε το όνομά του φαρδύ-πλατύ στην πρώτη σελίδα. (Συνεχίζεται…)
Μετέωρος [email protected]