26/06/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Πέθανε στα 98 του χρόνια ο Ιλάι Γουάλας

Κακός πάνω στ’ άλογο, καλός πάνω στο σανίδι

Τον καθιέρωσαν ρόλοι κυνικού στην οθόνη, ενώ αυτός σε όλη τη μακρά καριέρα του προτιμούσε το θέατρο ποιότητας.
      Pin It

 

Με τον Κλιντ Ιστγουντ στην ταινία του Σλερτζιο Λεόνε «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος» (1966)

Με τον Κλιντ Ιστγουντ στην ταινία του Σλερτζιο Λεόνε «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος» (1966)

Πριν δει ολοκληρωμένο το σπαγγέτι-γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος» (1966) ο Iλάι Γουάλας δεν ήξερε ότι παίζει τον άσχημο. Και ότι ο όμορφος ήταν, φυσικά, ο Κλιντ Ιστγουντ και ο κακός ο Λι Βαν Κλιφ. Eίναι μια από τις πολλές και περίεργες ιστορίες που ακολουθούσαν αυτόν τον πολύ δημοφιλή και δημιουργικό Αμερικανό ηθοποιό, που πέθανε χθες σε ηλικία 98 χρόνων, έπειτα από μια μακρά καριέρα στο σανίδι και στην οθόνη, μεγάλη και μικρή. Αλλη μια ιστορία τον θέλει να χάνει τον ρόλο που καθιέρωσε τον Φρανκ Σινάτρα (στρατιώτης Μάτζιο) στην ταινία του Φρέντ Τσίνεμαν «Οσο υπάρχουν άνθρωποι» (1953) λόγω πιέσεων της μαφίας προς τον σκηνοθέτη! Η αλήθεια είναι ότι τότε ο Γουάλας, αν και είχε κερδίσει τον ρόλο στην οντισιόν, είχε ανειλημμένες υποχρεώσεις προς τον Τενεσί Ουίλιαμς, να παίξει στο θεάτρο το έργο του «Καμίνο Ρεάλ». Κάθε φορά που τον συναντούσε από τότε ο Σινάτρα, του φώναζε: «γειά σου, τρελέ ηθοποιέ».

 

Καθόλου τρελός. Ηξερε πάντα τι έκανε, γι’ αυτό και η εργογραφία του είναι σπουδαία. Τόσο στο σινεμά, που δεν το εγκατέλειψε ποτέ με τελευταία του εμφάνιση το 2010 στο «Γουόλ Στριτ: Το Χρήμα Ποτέ δεν Πεθαίνει» του Ολιβερ Στόουν, όσο και στο θέατρο, συχνά παρέα με τη σύζυγό του Αν Τζάκσον, εξαιρετική ηθοποιό την οποία δεν αποχωρίστηκε ποτέ. Ποτέ, όμως, δεν πήρε ένα Οσκαρ, τόσο που η Ακαδημία ένιωσε την ανάγκη να τιμήσει το 2010 με ένα τιμητικό χρυσό αγαλματάκι «αυτόν τον ιδιάζοντα χαμαιλέοντα, που κυριάρχησε με άνεση σε ένα ευρύ φάσμα ρόλων βάζοντας σε όλους το στίγμα του».

 

Και να φανταστεί κανείς ότι ο Ιλάι Γουάλας ψιλοϋποτιμούσε το σινεμά. «Πηγαίνω στην Ισπανία, καβαλάω ένα άλογο για δέκα εβδομάδες και μετά έχω ένα μεγάλο οικονομικό μαξιλάρι για να ανεβάσω μια θεατρική παράσταση», έχει πει. Και όμως έχει παίξει σε ιστορικές ταινίες: στο γουέστερν του Τζον Στέρτζες «Και οι εφτά ήταν υπέροχοι» (1960), μια διασκευή των «Εφτά Σαμουράι» τού Κουροσάβα, ήταν ο κακούργος συμμορίτης, από τον οποίο οι Γιουλ Μπρίνερ, Στιβ ΜακΚουίν, Τσαρλς Μπρόνσον, Τζέιμς Κόμπουρν, Ρόμπερτ Βον, Μπραντ Ντέξτερ και Χορστ Μπούχολτζ αναλαμβάνουν να προστατεύσουν ένα μικρό χωριό αγροτών. Στο τολμηρό «Baby Doll» (1956) του Ελία Καζάν, αγαπημένη του ταινία, ήταν ο βαμβακέμπορος Σίλβα Βακάρο, αντίζηλος του Καρλ Μάλντεν στις επιχειρήσεις αλλά και την εύνοια της συζύγου του, ενός φευγάτου νυμφιδίου, που ερμήνευε η Κάρολ Μπέικερ. Εχει παίξει ακόμα στους «Αταίριαστους» (1961) του Τζον Χιούστον στο πλευρο της Μέριλιν Μονρό, του Κλαρκ Γκέιμπλ και του Μοντγκόμερι Κλιφτ. Στον «Λόρδο Τζιμ» (1965) με τον Πίτερ Ο’ Τουλ. Στον «Νονό ΙΙΙ» (1990), έναν μαφιόζο αρχηγό, που πεθαίνει από δηλητηριασμένο γλυκό. Στον «Αόρατο συγγραφέα» (2010) του Πολάνσκι.

 

«Ζω μια διπλή ζωή», είχε πει, απορημένος με το γεγονός ότι στο σινεμά συνήθως του έδιναν ρόλους ανθρώπων αχρείων που δεν υπολόγιζαν τους νόμους. «Στο θέατρο είμαι συνήθως ο παρεξηγημένος ανθρωπάκος, στο σινεμά ο κακός, αν και αυτοί οι ρόλοι είναι συνήθως σύνθετοι».

 

Γεννημένος το 1915 στο Μπρούκλιν, σε μια εβραιοπολωνική οικογένεια μεταναστών, μετά τον πόλεμο σπούδασε την τέχνη του ηθοποιού στο Actor’s Studio, στο οποίο ήταν από τα ιδρυτικά μέλη, με συμμαθητές τον Μάρλον Μπράντο και τον Μοντγκόμερι Κλιφτ. Ξεκίνησε αμέσως καριέρα στο Μπρόντγουεϊ και πολύ γρήγορα βρέθηκε να πρωταγωνιστεί στο πλευρό της Μορίν Στέιπλετον στο «Τριαντάφυλλο στο στήθος» του Τενεσί Ουίλιαμς και να κερδίζει ένα βραβείο Τόνι. Ο Ουίλιαμς ήταν από τους ανθρώπους που σημάδεψαν την καριέρα του. Επαιξε ακόμα στην «Κολόμπ» του Ανούιγ, στις «Καρέκλες» του Ιονέσκο με την Τζόαν Πλοουράιτ (1958) αλλα και στον «Ρινόκερο», σε έργα του Αρθουρ Μίλερ («Το τίμημα»), αλλά και του Τομ Στόπαρντ.

 

Με δεδομένο ότι «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος» είναι ένα από τα δημοφιλέστερα γουέστερν όλων των εποχών, πολλοί θεωρούσαν ότι ο Ιλάι Γουάλας ήταν πάμπλουτος. Σε συνέντευξή του στους «Νιου Γιορκ Τάιμς» είχε βάλει τα πράγματα στη θέση τους. «Η ταινία γυρίστηκε στην Ιταλία, όπου δεν υπάρχουν ευνοϊκά για ηθοποιούς συγγενικά δικαιώματα. Κάποτε πήρα ένα γράμμα από την Αμερικανική Ακαδημία. Η ταινία είχε μόλις βγει στις αμερικανικές αίθουσες. Ηταν ένα τσεκ για δύο σεντς!».

 

Επιμ.: Β. Γεωργακοπουλου

 

Scroll to top