29/06/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μισέλ Φάις

Συμφιλίωση με την ασημαντότητα

Μίλαν Κούντερα «Η γιορτή της ασημαντότητας» Μετάφραση Γιάννης Χάρης. Εστία, 2014, σελ. .
      Pin It

Μίλαν Κούντερα
«Η γιορτή της ασημαντότητας»
Μετάφραση Γιάννης Χάρης. Εστία, 2014, σελ. 140.

 

Του Χρίστου Κυθρεώτη

 

Η έννοια του ασήμαντου, του μη σοβαρού ή του ελαφρού κατέχει κεντρική θέση στο έργο του Μίλαν Κούντερα. Ηδη από τα πρώτα του έργα, το «Αστείο» και τους «Κωμικούς έρωτες», που γράφτηκαν παράλληλα, ο διάσημος Τσέχος συγγραφέας κατέστησε βασικό άξονα του αφηγηματικού του σύμπαντος το χιούμορ, ιδωμένο όχι τόσο ως σαρκασμό ή σάτιρα όσο ως αποτέλεσμα μιας ανάλαφρης διάθεσης εκπορευόμενης από την α-σόβαρη αντιμετώπιση της ζωής – πρόκειται για το γέλιο που προκαλείται από την ασημαντότητα και το ανόητο (με την έννοια της έλλειψης νοήματος) της ζωής. Αργότερα, στα δοκίμιά του (αλλά και στα δοκιμιακά μέρη των μεταγενέστερων μυθιστορημάτων του), ο Κούντερα είχε την ευκαιρία να αναπτύξει και θεωρητικά αυτή την προσέγγιση. Στον «Πέπλο» (μτφρ. Γιάννης Χάρης, εκδόσεις Εστία, 2005), αναφερόμενος στον περίφημο «Τρίστραμ Σάντυ» του Λόρενς Στερν, γράφει: «Αν κάτι εκνεύριζε κάποιους, ήταν η ελαφράδα του, η επιπολαιότητά του, και ακόμα πιο πολύ η σκανδαλιστική ασημαντότητα των θεμάτων που πραγματευόταν […] Ενα από τα μεγαλύτερα προβλήματά μας δεν είναι η ασημαντότητα; Αυτή δεν είναι η μοίρα μας; Και αν ναι, η μοίρα αυτή είναι η καλή μας τύχη ή δυστυχία μας;». Οι ιδέες αυτές, μεταφερόμενες στο πεδίο της κατασκευής ενός μυθιστορήματος, οδηγούν τον Κούντερα σε μία διπλή αποκήρυξη: αφενός «του δεσποτισμού του στόρι» (με την έννοια μιας αιτιακής αλληλουχίας σοβαρών και φορτισμένων με σημασίες γεγονότων) ως του υποτιθέμενου νοήματος και της υποτιθέμενης ουσίας του μυθιστορήματος∙ και αφετέρου των «δύσκολων», ακατάληπτων ή ερμητικών εγχειρημάτων αποκαθήλωσης της μυθιστορηματικής φόρμας, όταν αυτή δεν συνοδεύεται από ανάλαφρη διάθεση, απλότητα και χιούμορ (με την πιο πάνω διάστασή του).

 

Με το τελευταίο του βιβλίο, τη «Γιορτή της ασημαντότητας» (μεταφρασμένο εξαιρετικά από τον Γιάννη Χάρη,) ο σπουδαίος συγγραφέας προσφέρει μία περιεκτική σύνοψη του έργου του, και ταυτόχρονα ένα μικρό, διασκεδαστικό και συγκινητικό μαζί, μυθιστόρημα ιδεών, στο οποίο παρατίθενται οι καθημερινές μικροϊστορίες, συζητήσεις και σκέψεις μιας παρέας φίλων – του Αλαίν, του Ραμόν, του Σαρλ και του Κάλιμπαν. Η ενότητα του συνόλου δεν διασφαλίζεται τόσο χάρη στη δραματική αλληλουχία των επιμέρους επεισοδίων και σκηνών (που είναι προγραμματικά χαλαρή) όσο στη συνεκτικότητα των ιδεών που διατρέχουν το βιβλίο – με προεξάρχουσα φυσικά την έννοια της «ασημαντότητας». Είτε τους απασχολεί ρητά και τη λένε με «τ’ όνομά της» (σελ. 137) είτε διέπει τις πράξεις, τις χειρονομίες και τα κίνητρά τους (ή, ακριβέστερα, την απουσία κινήτρων), η ασημαντότητα (ως παραίτηση από τη διαρκή αναζήτηση νοήματος) μοιάζει να είναι ο κύριος νόμος στον οποίον υπακούει η συμπεριφορά των ηρώων του Κούντερα.

 

Στο πλαίσιο αυτό, οι πάντες είναι παραδομένοι στην ελαφρότητα της ύπαρξής τους ή στην αναζήτηση αυτής της ελαφρότητας – από τον Κάλιμπαν, που χωρίς κανέναν προφανή λόγο υποδύεται τον Πακιστανό στις δεξιώσεις όπου εργάζεται ως σερβιτόρος, μέχρι τον Ντ’ Αρντελό, που εξίσου α-νόητα αναφέρει ψευδώς στον Ραμόν ότι έχει καρκίνο. Αντί για τη φωτογραφία του πατέρα του, ο οποίος τον μεγάλωσε μόνος του, ο Αλαίν έχει στο σπίτι του μια φωτογραφία της μητέρας, που τον εγκατέλειψε και δεν ήθελε καν να γεννηθεί, ενώ η επιτυχία του Κακλίκ με τις γυναίκες εξηγείται από το γεγονός ότι δεν προσπαθεί να τις εντυπωσιάσει με πνευματώδεις ή αστείες παρατηρήσεις αλλά επιλέγει συστηματικά να λέει μόνο ασήμαντες, τετριμμένες ή αδιάφορες κουβέντες. Οσα συμβαίνουν δεν έχουν πάντα (ή δεν έχουν ποτέ) νόημα, αυτό όμως δεν εμφανίζεται ως πηγή δυστυχίας – στο μυθιστόρημα (όπως και σε όλο το έργο) του Κούντερα προτάσσεται η αποδοχή αυτής της κατάστασης, ένα είδος ανακωχής με την ασημαντότητα, που οδηγεί σε ανάλαφρη διάθεση και «αναζήτηση κεφιού». Ή, όπως το θέτει ο Ραμόν: «Αυτή ήταν εξάλλου η στρατηγική όλων μας. Καταλάβαμε από καιρό ότι δεν είναι πια δυνατόν να ανατρέψουμε τον κόσμο, ούτε να τον ξαναφτιάξουμε ούτε να σταματήσουμε την ολέθρια πορεία του προς τα μπρος. Μόνο μία μορφή αντίστασης ήταν εφικτή: να μην τον παίρνουμε στα σοβαρά».

 

Σε αυτό το στέρεο αφηγηματικό πλαίσιο, η παράλληλα εξελισσόμενη «πλοκή», που περιλαμβάνει τον Στάλιν και τους συνεργάτες του την εποχή της φθίνουσας παντοδυναμίας του, δεν διασπά βεβαίως τη συνοχή της αφήγησης, αλλά αντίθετα υπογραμμίζει τις σημασίες της. Ταυτόχρονα, απόηχοι από προηγούμενα βιβλία του Τσέχου συγγραφέα εντοπίζονται σε όλο το μυθιστόρημα και του δίνουν τον τόνο ενός συγκινητικού επιλόγου, προδίδοντας ταυτόχρονα τη συνέχεια και την αρμονία ολόκληρου του έργου του. Οι φανταστικοί διάλογοι του Αλαίν με τη μητέρα του, για παράδειγμα, γύρω από τη δική της απροθυμία να τον γεννήσει παραπέμπουν στην έννοια της «κατηγορικής συμφωνίας με το είναι» – στο δίλημμα της ανεπιφύλακτης αποδοχής ή της αμφισβήτησης της αυταξίας της ζωής, που ο Κούντερα είχε αναπτύξει μυθοπλαστικά στην «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι». Και η υπέρβαση του διλήμματος που μοιάζει να προτείνει παίρνει και εδώ την εξής μορφή: Ούτε συμφωνία ούτε αμφισβήτηση του είναι – συμφιλίωση με την ασημαντότητα της ζωής.

 

Scroll to top