29/06/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Εμίλιο Τζεντίλε

Δύο πυροβολισμοί, ένας πόλεμος…

      Pin It

Από τον Θανάση Γιαλκέτση

 

polemos-polivoloΠριν από έναν αιώνα, στις 28 Ιουνίου 1914, ο Σερβοβόσνιος φοιτητής Γκαβρίλο Πρίντσιπ δολοφόνησε στο Σεράγεβο τον αρχιδούκα διάδοχο της Αυστρίας Φραγκίσκο Φερδινάνδο και τη σύζυγό του Σοφία. Ηταν ο πρώτος κρίκος μιας αλυσίδας γεγονότων που οδήγησαν σε διάστημα ενός μήνα στην έκρηξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Αυτός ο πόλεμος δεν είχε προηγούμενο σε όλη τη μακρά ιστορία των συγκρούσεων που έχουν ματώσει την ανθρωπότητα. Ο κόσμος, που με τη δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση είχε ήδη γνωρίσει τη μαζική παραγωγή, τη μαζική κατανάλωση, τη μαζική πολιτική συμμετοχή, αναμετρήθηκε στα χρόνια 1914-1918 και με τη μαζική εξόντωση και τον ολοκληρωτικό πόλεμο.

 

Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο αναφέρεται το ακόλουθο άρθρο του Ιταλού ιστορικού Εμίλιο Τζεντίλε, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Il Sole 24 Ore».

 

Την 1η Αυγούστου 1914 άρχισε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Κανείς ίσως δεν τον ήθελε, αλλά κανείς δεν μπόρεσε και να τον αποτρέψει. Δεν ήταν μοιραία αναπόφευκτος, αλλά ούτε και ξέσπασε τυχαία, αν και η τύχη έπαιξε τον ρόλο της. Αποφασίστηκε από ανθρώπους που είχαν τη δύναμη να επιλέξουν μεταξύ του πολέμου και της ειρήνης. Και επέλεξαν τον πόλεμο. Ο πόλεμος κηρύχθηκε από τους κυβερνώντες, χωρίς αυτοί να λογαριάσουν τη γνώμη των κυβερνώμενων. Ωστόσο, σε κανένα από τα εμπόλεμα κράτη οι άνθρωποι που κινητοποιήθηκαν, που πήγαν στο μέτωπο για να σκοτώσουν ή να σκοτωθούν, δεν εξεγέρθηκαν εναντίον των κυβερνητών τους.

 

Πολλοί νόμιζαν ότι ο πόλεμος θα διαρκούσε λίγους μήνες. Λίγοι προέβλεψαν ότι θα διαρκούσε μερικά χρόνια. Οι προβλέψεις των λίγων επισκιάστηκαν από τις αυταπάτες των πολλών. Ο πόλεμος διήρκεσε πενήντα τρεις μήνες. Συμμετείχαν οι μεγαλύτερες παγκόσμιες δυνάμεις και μικρότερα κράτη από όλες τις ηπείρους. Επιστρατεύτηκαν περί τα εβδομήντα εκατομμύρια άνθρωποι. Οι τελευταίες κλάσεις που κλήθηκαν να πολεμήσουν αποτελούνταν από νέους που γεννήθηκαν το 1899 και το 1900. Οι μάχες θα σταματήσουν στις 11 Νοεμβρίου 1918.

 

Η αλληλουχία των γεγονότων, που ξεκίνησαν με δύο πυροβολισμούς στο Σεράγεβο στις 28 Ιουνίου 1914 και κορυφώθηκαν με την έκρηξη του πολέμου, δεν είχε τίποτα το αναπόφευκτο. Αυτή καταδεικνύει εξάλλου το πώς οι επιλογές και οι αποφάσεις των κυβερνώντων μπορούν να έχουν απρόβλεπτες, τρομερές και ανεπανόρθωτες συνέπειες για τη μάζα των κυβερνώμενων. Δέκα εκατομμύρια νεκροί και το τέλος ενός κόσμου θεμελιωμένου στην πρωτοκαθεδρία της Ευρώπης και στην πίστη στην πρόοδο μιας θριαμβεύουσας νεωτερικότητας καθοδηγούμενης από τον λόγο ήταν το αποτέλεσμα της αλληλουχίας των γεγονότων που ξεκίνησαν από τους δυο πυροβολισμούς στο Σεράγεβο πριν από εκατό χρόνια.

 

Ο πόλεμος έγινε αναπόφευκτος εξαιτίας μιας σειράς γεγονότων και αποφάσεων που εμπλέκουν τους κυβερνώντες των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών κρατών. Μετά το τελεσίγραφο της Αυστρίας προς τη Σερβία στις 23 Ιουλίου 2014, αυτοί βρέθηκαν μπροστά σε μια ταραχώδη συσσώρευση απρόβλεπτων περιστάσεων που τους υποχρέωσαν να πάρουν αποφάσεις οι οποίες συνεπάγονταν τρομερές συνέπειες. Οι αποφάσεις τους, που ελήφθησαν υπό την πίεση πληροφοριών, ειδήσεων, επικοινωνιών, φωνών, απειλών, προειδοποιήσεων, εκκλήσεων για σύνεση, προτροπών για δράση, επηρεάστηκαν από τον υπολογισμό των εθνικών και ατομικών συμφερόντων που διακυβεύονταν, από την αντίληψη που είχαν για την εσωτερική και διεθνή κατάσταση και από τις εικασίες για τις πιθανές εξελίξεις. Ορισμένοι, όπως οι Γερμανοί, ήταν περισσότερο πρόθυμοι από άλλους να αποδεχτούν τον κίνδυνο ενός γενικού πολέμου, αλλά όλοι έδρασαν υποκινούμενοι περισσότερο από τον φόβο ότι θα δεχτούν επίθεση παρά από τη θέληση να επιτεθούν. Κανείς από τους κυβερνώντες που κήρυξαν τον πόλεμο δεν ήθελε να προκαλέσει μια σύρραξη παγκόσμιας κλίμακας, αλλά κανείς δεν ήταν ικανός να εμποδίσει κάτι τέτοιο. Ολοι ήταν πεισμένοι ότι ήταν υποχρεωμένοι να υπερασπιστούν τη χώρα τους από μια επίθεση.

 

Τελικά, δεν ήταν μια συνετή πολιτική, διπλωματική, στρατιωτική ή οικονομική ορθολογικότητα αυτό που κυριάρχησε στις επιλογές και τις αποφάσεις των κυβερνώντων, αλλά μια παράλογη ορθολογικότητα, υποκινούμενη από το αίσθημα της τιμής, τον πατριωτισμό, τον εθνικισμό και το κρατικό συμφέρον. Οι δυο πυροβολισμοί που ρίχτηκαν στις 28 Ιουνίου 1914, προκαλώντας με τις συνέπειές τους δέκα εκατομμύρια νεκρούς, ήταν η αρχή του τέλους ενός κόσμου. Στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1914, μέσα σε λίγες εβδομάδες, οι πληθυσμοί της πιο προοδευμένης, πιο αναπτυγμένης, πιο καλλιεργημένης, πιο πολιτισμένης, πιο πλούσιας και πιο ισχυρής ηπείρου του κόσμου βυθίστηκαν στην άβυσσο ενός τρομακτικού πολέμου, με μια αιφνίδια έκρηξη μίσους, ωμότητας, σφαγών και φρικαλεοτήτων που δεν είχαν προηγούμενο στην ιστορία του ανθρώπινου γένους.

 

Μέσα σε λίγους μήνες, η μπελ επόκ, η ωραία εποχή της θριαμβεύουσας νεωτερικότητας, μετατράπηκε στην τραγική εποχή της καταστροφικής νεωτερικότητας. Η υπερηφάνεια της προοδευμένης ανθρωπότητας μετατράπηκε σε φονική φρενίτιδα της ίδιας ανθρωπότητας, η οποία συγκέντρωσε όλη της την ενεργητικότητα και όλες τις παραγωγικές δυνάμεις της σε έναν πόλεμο χωρίς τέλος, μοναδικός σκοπός του οποίου ήταν η εκμηδένιση του εχθρού. Καθώς ξέσπασε όταν ο ευρωπαϊκός πολιτισμός ήταν στο απόγειο της παγκόσμιας ηγεμονίας του, ο πόλεμος κατέδειξε για πόση ωμότητα ήταν ικανό το πιο πολιτισμένο και πιο προοδευμένο τμήμα της ανθρωπότητας, το οποίο δεν δίσταζε να χρησιμοποιεί όλους τους πόρους της βιομηχανικής παραγωγής, τις κατακτήσεις της επιστήμης και της τεχνικής, την οργανωτική αποτελεσματικότητα των κρατικών μηχανισμών, το πνεύμα, την κουλτούρα και τις τέχνες για να παράγει ένα γιγάντιο ανθρώπινο μακελειό, με σκοπό να επιδιώξει τη νίκη επί ενός εχθρού που δεν θεωρούνταν ανθρώπινο ον, αλλά δαίμονας και κτήνος.

 

Η προστασία της ανθρώπινης ζωής, η ελευθερία των προσώπων, η αναζήτηση της αλήθειας, η αλληλεγγύη μεταξύ των πολιτισμένων λαών, που ήταν μέχρι το 1914 η τιμή και η δόξα της ευρωπαϊκής πρωτοκαθεδρίας στον κόσμο, εμφανίζονταν ανεπανόρθωτα βεβηλωμένες από το ξέσπασμα των πιο άγριων ανθρώπινων παθών μέσα στη μαζική σφαγή. «Ο πόλεμος –διαπίστωνε ένας Γάλλος στρατιώτης– δεν μας έκανε μόνο πτώματα, ανάπηρους, τυφλούς, αλλά, εν μέσω θαυμαστών ενεργειών αυτοθυσίας και αυταπάρνησης, αφύπνισε στην ψυχή μας παλιά ένστικτα σκληρότητας και βαρβαρότητας, οδηγώντας τα μερικές φορές στον παροξυσμό. Εμένα, που ποτέ δεν έχω δώσει γροθιά σε κανέναν, εμένα που με τρομάζει η αναστάτωση και η ωμότητα, εμένα μου έτυχε να νιώσω ευχαρίστηση σκοτώνοντας».

 

Παλιές μάστιγες, που η νεωτερικότητα φαινόταν να έχει ξεριζώσει για πάντα από την ευρωπαϊκή ήπειρο, αναζωογονήθηκαν από τη νέα μάστιγα του ολικού πολέμου και ξέσπασαν με ανανεωμένη ορμή. Ο θάνατος, που η πίστη στην πρόοδο νόμιζε ότι είχε εκτοπίσει πέρα από τον ορίζοντα της θριαμβεύουσας νεωτερικότητας, ανέκτησε την εξουσία του πάνω στην καθημερινή ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων, θερίζοντάς τους με μια σκληρότητα που δεν είχε δοκιμαστεί προηγούμενα στην πάλη μεταξύ των ανθρώπινων υπάρξεων. Ποτέ τόσα άτομα δεν σφαγιάστηκαν ταυτόχρονα σε ένα τόσο πελώριο και μαζικό μακελειό. Ποτέ τόσα εκατομμύρια ανθρώπινων υπάρξεων δεν ενεπλάκησαν ταυτόχρονα στην τραγική εμπειρία μιας πελώριας συλλογικής οδύνης. Τα μνημεία για τους νεκρούς, που φτιάχτηκαν για να ανακουφίσουν τον πόνο εκατομμυρίων οικογενειών, υποσχόμενα να διατηρήσουν την ιερότητα των πεσόντων στη μνήμη των μελλοντικών γενεών, αντιπροσωπεύουν και το νεκρώσιμο μνημείο της θριαμβεύουσας νεωτερικότητας, που αυτοκτόνησε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

 

Scroll to top