01/07/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Παγκόσμια αναβίωση της όπερας «Σιρόης» στο Φεστιβάλ Αθηνών

Μπαρόκ από τις χίλιες και μία νύχτες

Τι κι αν δεν γέμισε το Μέγαρο Μουσικής γι’ αυτή τη θαυμάσια παραγωγή; Το έργο του Γιόχαν Αντολφ Χάσε (1728), άγνωστο στο ελληνικό κοινό, χάρη σε μια γόνιμη συνεργασία θεσμών και ανθρώπων της μουσικής, ανέβηκε σε ένα ηδονιστικό, ερωτικό και ονειρικό σκηνικό πλαίσιο, με μια εξαίρετη Καμεράτα και έναν συναρπαστικό Βασίλη Καβάγια στον ρόλο.
      Pin It

Του Γιάννη Σβώλου

 

Βασιλική Καραγιάννη (Αράσσης) και Μυρσίνη Μαργαρίτη (Λαοδίκη)

Ο μακροβιότατος και παραγωγικότατος Γιόχαν Αντολφ Χάσε (1699-1783), ένας από τους κορυφαίους και στην εποχή του ιδιαίτερα δημοφιλής συνθέτης του ώριμου γερμανικού μπαρόκ, δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός στο ευρύ κοινό, πολύ λιγότερο, δε, στο ελληνικό. Ωστόσο η επέκταση της μουσικολογικής έρευνας, η αθροισμένη εμπειρία του ευρωπαϊκού οπερόφιλου κοινού, η πείνα για νέο ρεπερτόριο τόσο επί σκηνής όσο και στη δισκογραφία, δημιουργούν συνεχώς γόνιμες δυνατότητες και ευκαιρίες για νέα τολμήματα.

 

Αυτό ακριβώς το πλαίσιο κατέστησε εφικτή την πρώτη έπειτα από 266 χρόνια παγκόσμια αναβίωση του «Σιρόη» (αναθεωρημένη έκδοση Δρέσδης, 1763). Φυσικά ήταν εκλεκτό προϊόν γόνιμης, ποιοτικά προστατευμένης συνεργασίας ανάμεσα σε θεσμούς και ανθρώπους της μουσικής.

 

Τους αναφέρουμε αναλυτικά διότι αξίζει να γνωρίζει κανείς πώς γεννιούνται τέτοιες δημιουργίες: η εταιρεία καλλιτεχνικών παραγωγών «Parnassus», που ίδρυσε ο Κροάτης κόντρα-τενόρος Μαξ Εμάνουελ Τσέντσιτς και συνεργάτες του με αντικείμενο την παραγωγή ηχογραφήσεων και σκηνικών παραγωγών, ο θεσμός «Opéra Royal/Château de Versailles Spectacles», το Φεστιβάλ Αθηνών, ο ίδιος ο Μαξ Εμάνουελ Τσέντιτς ως σκηνοθέτης και συνολικά καλλιτεχνικός ιθύνων νους, ο αρχιμουσικός Γιώργος Πέτρου ως διεθνώς καταξιωμένος μπαροκίστας, η ταλαίπωρη Καμεράτα υπό το διεθνές όνομά της Armonia Atenea (σε συνεργασία με πλείστους όσους άλλους Ελληνες μουσικούς από την ΚΟΑ κ.λπ.) και τέλος, με εξαίρεση τον πρωταγωνιστή, ομάδα ακμαίων –το τονίζω!- Ελλήνων μονωδών.

 

Με άλλα λόγια, ένας εξαιρετικός συνδυασμός ιδιωτικής πρωτοβουλίας, βαθιάς μουσικής παιδείας, ευφυούς και υγιούς επιχειρηματικότητας, ώριμου και πολιτισμένου πνεύματος συνεργασίας, περίσσειας ταλέντου.

 

Ποιότητες και νοοτροπίες άγνωστες στα καθ’ ημάς, όπου επιλογές, προσβάσεις, προβολή και χρηματοδοτήσεις υφίστανται το στραγγαλιστικό πέρασμα από τον «λαιμό μπουκαλιού» των στενών ή ευρύτερων πελατειακών σχέσεων και σκοπιμοτήτων, την ίδια ώρα που σύνολα όπως η Καμεράτα, τα οποία εκπροσωπούν τη χώρα διεθνώς, αφήνονται στην τύχη τους…

 

Η Περσία ως ισλαμική φαντασμαγορία

 

Μίνα Πολυχρόνου (Εμίρα/Υδάσπης), Αντόνιο Τζοβανίνι (Σιρόης) και Μαίρη- Ελεν Νέζη (Μεδάρσης)

Μίνα Πολυχρόνου (Εμίρα/Υδάσπης), Αντόνιο Τζοβανίνι (Σιρόης) και Μαίρη- Ελεν Νέζη (Μεδάρσης)

Η θαυμάσια παραγωγή του «Σιρόη» παρουσιάστηκε σε δύο διαδοχικές βραδιές στο Μέγαρο Μουσικής (26-27/6/2014). Σε καμία από τις δύο η αίθουσα «Τριάντη» δεν γέμισε. Ομως η παράσταση άφησε άριστες εντυπώσεις. Εμπειρος τραγουδιστής/μπαροκίστας, ευφυής και με δυνατό θεατρικό ένστικτο, ο Τσέντσιτς αντιμετώπισε σωστά τις ανοικονόμητες διάρκειες της όπερας του Χάσε, τόσο σε γενικό πλαίσιο όσο και στη διαχείριση του σκηνικού χρόνου εκάστης σκηνής, άριας κ.λπ. Με τη βοήθεια του σκηνογράφου/ενδυματολόγου Μπρούνο ντε Λαβενέρ έφτιαξε ένα σύγχρονο αντίστοιχο της διεθλασμένης οπτικής του ιστορικού πεδίου από τους συγχρόνους τού Χάσε. Με άλλα λόγια οπτικοποίησε την ψευδοϊστορική, προϊσλαμική Περσία του Χοσρόη (7ος αιώνας μ.Χ.) με πλήρως ισλαμική εικονογραφία, προσφέροντας ένα ονειρικό σκηνικό κόσμο σαν παρμένο από τις «Χίλιες και μία νύχτες» ή τους «παρακμιακούς» πίνακες του Γκιστάβ Μορό: διάτρητα καφασωτά, αραχνοΰφαντα παραπετάσματα, χλιδή, αραβουργήματα, φωτισμοί κορεσμένων χρωμάτων, ηδονισμός, παραισθησιακός ιλουζιονισμός (προβολές), συνδυασμός βίας, ερωτισμού και γκροτέσκο. Εξαιρετικά, καλόγουστα, με σωστό, σαφή χαρακτήρα ήταν επίσης τα περσικά κουστούμια.

 

Σε αυτό το απόλυτα ταιριαστό πλαίσιο –ας θυμόμαστε τον κατά προτεραιότητα ηδονιστικό χαρακτήρα του μπαρόκ!– κίνησε ο Τσέντσιτς τους τραγουδιστές του, οργανώνοντας τη δράση ιεραρχικά, δίχως περιττές, διασπαστικές φλυαρίες, σε αυστηρή συνάφεια προς τις προτεραιότητες που υπαγόρευε η μουσική. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η ροή της όπερας του Χάσε με τις αλλεπάλληλες δεκάλεπτης και πλέον(!) διάρκειας άριες φάνηκε φυσική και αβίαστη, αφού «γέμισε» με κίνηση, ελάσσονα επεισόδια δευτερεύουσας δράσης κ.λπ. Εύστοχα και πειστικά, δίχως εκτός θέματος εκζήτηση, έπλασε ο Τσέντσιτς και τους χαρακτήρες με τις τυπικά μπερδεμένες μεταξύ τους σχέσεις, φτιάχνοντας μια αφήγηση σε ύφος κόμικς για ενήλικες με καίριες δόσεις γκόθικ: ο φριχτά γερασμένος Χοσρόης με τις σιχαμερές ακόλουθες-ζόμπι, οι αντίζηλοι γιοι Σιρόης και Μεδάρσης, οι απαιτητικοί, επικίνδυνοι γυναικείοι χαρακτήρες, οι χιαστί ερωτικές σχέσεις.

 

Σαγήνη και απαιτήσεις του (γερμανικού) μπαρόκ

 

Μουσικά, η παράσταση ήταν αναμενόμενα εξαιρετική: αφ’ ενός διότι διέθετε σωστή, ισορροπημένη διανομή ακμαίων μονωδών, αφ’ ετέρου διότι είχε ως βάση τη μουσική συνοδεία της Καμεράτας υπό τον Πέτρου. Αδιαπραγμάτευτος άξονας του ακροάματος αποδείχτηκε ο Χοσρόης του τενόρου Βασίλη Καβάγια. Με φωνή αιχμηρή και διαπεραστική, με ηχόχρωμα φωτεινό, ελαφρώς «πειραγμένο» για να παράγει γεροντική εντύπωση, και τεχνικά άρτιο τραγούδι έδωσε ένα πειστικό, ισορροπημένα γκροτέσκο, συναρπαστικό πορτρέτο του κακορίζικου ηλικιωμένου μονάρχη. Τους ρόλους των δυο γιων έφεραν πειστικά, με άνεση, ωραίο τραγούδι και δεσπόζουσα σκηνική παρουσία ο Ιταλός κόντρα-τενόρος Αντόνιο Τζοβανίνι (Σιρόης) και η έμπειρη μεσόφωνος Μαίρη-Ελεν Νέζη (Μεδάρσης). Αληθινή απόλαυση πρόσφεραν το φροντισμένο, λαμπερό τραγούδι και η ζεστή, ζωντανή σκηνική παρουσία της υψιφώνου Μυρσίνης Μαργαρίτη (Λαοδίκη). Απρόσμενες εκπλήξεις για την ποιότητα του τραγουδιού, την αντοχή και την καλή σκηνική παρουσία –αυτό θα πει καλή καθοδήγηση μονωδών!– αποτέλεσαν οι συμμετοχές της υψιφώνου Βασιλικής Καραγιάννη (Αράσσης) και της υψιφώνου Μίνας Πολυχρόνου (Εμίρα/Υδάσπης). Το ηχητικό τοπίο συμπλήρωνε αδιάλειπτα η συμμετοχή της γενναίας Καμεράτας/Armonia Atenea υπό τον Πέτρου –αυτή τη φορά όχι τόσο βαθιά στην τάφρο της ορχήστρας– με διάφανο ήχο, αιχμηρή άρθρωση, εύπλαστη φραστική και ζωντανό ρυθμικό υπόβαθρο.

 

Scroll to top