01/07/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Δημοκρατία γιαλαντζί

      Pin It

Του Νίκου Β. Αποστόλου*

 

Στα κράτη ανά την υφήλιο επικρατούν πολιτεύματα που κυμαίνονται από την ακραία Αριστερά μέχρι την ακραία Δεξιά. Οποιος εκπρόσωπος, οπουδήποτε κράτους ή κυβέρνησης, ερωτηθεί για το πολίτευμα της χώρας του, θα πει ότι στο κράτος του υπάρχει δημοκρατία. Το ίδιο έλεγε και ο δικτάτορας Παπαδόπουλος. Οταν σήμερα μιλάμε για δημοκρατία -καλώς ή κακώς- εννοούμε την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Αυτό ισχύει κατά κύριο λόγο στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Οι θεσμοί που διέπουν τις πολιτικές αυτών των κοινωνιών, όπως έχουν διαμορφωθεί μέχρι σήμερα, είναι αναγκαίο να τηρούνται, αν θέλουμε να λέμε ότι αυτό το είδος της δημοκρατίας πορεύεται σωστά.

 

Ετσι λοιπόν σε κάθε σύγχρονη αστική δημοκρατία είναι θεσμοθετημένες και λειτουργούν τρεις εξουσίες: η νομοθετική, που μπορεί να λέγεται βουλή, κογκρέσο ή άλλο, η εκτελεστική -δηλαδή η κυβέρνηση-, και η δικαστική. Ανεξάρτητα από το σχήμα που κάθε μια από αυτές μπορεί να έχει, είναι ανάγκη να είναι διακριτές, με σαφείς διαχωριστικές γραμμές ανάμεσά τους, προκειμένου να διασφαλίζεται η απόλυτη ανεξαρτησία τους, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορεί καμιά να εμπλέκεται στις αρμοδιότητες της άλλης. Για παράδειγμα, δεν μπορεί ένας δικαστικός να νομοθετεί. Μπορεί να ερμηνεύει τον νόμο ανεπηρέαστα και να στηρίζει την ερμηνεία του σε επιχειρήματα, τα οποία υπόκεινται στη λαϊκή κρίση. Οσο πιο ακλόνητα είναι τα επιχειρήματα τόσο πιο σεβαστές γίνονται οι ετυμηγορίες των δικαστών και τόσο περισσότερο οι πολίτες εκτιμούν τη Δικαιοσύνη της χώρας. Βέβαια, αυτό προϋποθέτει ένα σωστό νομοθετικό πλαίσιο. Διαφορετικά, θα έχουμε αυτό που έγραφε ο Παύλος Δελαπόρτας(1) στο βιβλίο του «Το σημειωματάριο ενός Πιλάτου» για την αδυναμία του δικαστή να δικάσει κατά συνείδηση, αφού είναι υποχρεωμένος να εφαρμόσει τον νόμο, παρ’ όλο που μπορεί να διαφωνεί με αυτόν. Αυτά κατά τη θεωρία. Ομως τι συμβαίνει στην πράξη;

 

Η απόλυτη στεγανότητα μεταξύ των τριών εξουσιών είναι αδύνατο να συμβαίνει, διότι πάντα υπάρχουν και θα υπάρχουν, σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, οι υπόγειες και εν κρυπτώ επικοινωνίες μεταξύ τους. Εννοείται πως όσο λιγότερες είναι αυτές τόσο πιο εύρυθμα θα λειτουργεί η δημοκρατία.

 

Στην Ελλάδα, όπου όλα -ή σχεδόν όλα- αποτελούν συστατικά ενός θολού πολτού, έχουμε δει κατά καιρούς ισχυρές παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη, τόσο εκ μέρους της νομοθετικής εξουσίας (βγαίνει π.χ. ένας βουλευτής και παίρνει θέση σε μια δικαστική υπόθεση πριν βγει η δικαστική απόφαση) όσο και εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας, με κάποιον υπουργό να κάνει τα ίδια με τον βουλευτή.

 

Τέτοιες ενέργειες θα μπορούσαν, αν και απαράδεκτες, να συνέβαιναν όπως προαναφέραμε, εν κρυπτώ, διότι πάντα θα υπάρχουν οι αφανείς δίαυλοι επικοινωνίας. Από το να συμβαίνει όμως υπογείως, μέχρι να δημοσιοποιούνται οι θέσεις των διαφόρων από τα ΜΜΕ (ούτε αυτά τηρούν αυτοσυγκράτηση στο όνομα της πολιτικής ευπρέπειας), υπάρχει χάος, το οποίο δείχνει ότι ουδέν πρόσχημα τηρείται, κι αυτό που επικρατεί είναι ένας χυδαίος τσαμπουκάς, που βρίσκεται στον αντίποδα αυτού που θα ονομάζαμε πολιτικό πολιτισμό.

 

Μακάρι να ήταν μόνο αυτό. Στην Ελλάδα, όμως, συμβαίνουν πράγματα που ξεπερνούν κάθε όριο λογικής, αλλά επειδή τα έχουμε συνηθίσει δεν μας εντυπωσιάζουν. Από τη μια υπάρχει η συνταγματική κατοχύρωση της ανεξαρτησίας των εξουσιών κι από την άλλη, αυτή η ανεξαρτησία καταστρατηγείται εξόφθαλμα όταν, για παράδειγμα, οι θεράποντες της εκτελεστικής εξουσίας υπηρετούν ταυτόχρονα και τη νομοθετική.

 

Εν προκειμένω, την κυβέρνηση απαρτίζουν 46 άτομα. Από αυτά, περίπου 35 είναι εκλεγμένοι βουλευτές, του πρωθυπουργού συμπεριλαμβανομένου. Κατά συνέπεια, αυτοί οι 35 παίζουν σε δύο ταμπλό. Από τη μια συντάσσουν νομοσχέδια κι από την άλλη τα ψηφίζουν κιόλας. Αλλάζουν κατά περίπτωση το κοστούμι τους κι άλλοτε νομοθετούν κι άλλοτε κυβερνούν. Εχουμε δηλαδή επί το λαϊκότερον την περίπτωση του Γιάννης κερνάει Γιάννης πίνει. Ας φανταστούμε έναν υπουργό να δικάζει το πρωί και το απόγευμα να συμμετέχει στο υπουργικό συμβούλιο. Θα φαινόταν πέρα για πέρα εξωφρενικό. Αλλο τόσο εξωφρενικό είναι το να εισηγείται το πρωί νομοσχέδια και το βράδυ να τα ψηφίζει. Ομως το τελευταίο το έχουμε συνηθίσει, ενώ το άλλο όχι. Πού είναι λοιπόν η ανεξαρτησία των εξουσιών; Δεν θα έπρεπε να υπάρχει ασυμβίβαστο μεταξύ βουλευτή και μέλους της κυβέρνησης;

 

Τι συμβαίνει τώρα μεταξύ εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας; Κατά το Σύνταγμα, οι τοποθετήσεις στις θέσεις των προέδρων και των αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που είναι τα τρία ανώτατα δικαστήρια της χώρας, ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, με επιλογή μεταξύ των μελών του αντίστοιχου ανώτατου δικαστηρίου. Το Υπουργικό Συμβούλιο, δηλαδή, συσκέπτεται και αποφασίζει ποιοι θα είναι οι πρόεδροι και οι αντιπρόεδροι των σωμάτων που αποτελούν την κορυφή της δικαστικής εξουσίας της Ελλάδας. Είναι αυτό ανεξαρτησία της δικαστικής από την εκτελεστική εξουσία, όταν η τελευταία επιλέγει τους επικεφαλής της πρώτης; Είναι δυνατόν να πεισθεί και ο πλέον καλόπιστος ότι όσοι τοποθετηθούν σε αυτές τις θέσεις θα εκτελούν τα καθήκοντά τους ανεπηρέαστα από τις κυβερνητικές παρεμβάσεις; Αν αυτό ακούγεται λογικό, τότε εξίσου λογικό θα ήταν αν οι πρόεδροι και αντιπρόεδροι των τριών δικαστηρίων επέλεγαν και τοποθετούσαν τον πρωθυπουργό. Τρελό; Ναι. Αλλά άλλο τόσο τρελό είναι και το αντίστροφο, που όμως συμβαίνει. Το σωστό θα ήταν να επέλεγαν οι δικαστικοί τους δικούς τους επικεφαλής κι ακόμα καλύτερα αν η επιλογή γινόταν απευθείας από τον λαό. Στο όνομά του, άλλωστε, δεν λειτουργεί η Δικαιοσύνη;

 

(1) Παύλος Δελαπόρτας: εισαγγελέας στη δίκη για τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη.

 

 

* Μαθηματικός

 

[email protected]

 

Scroll to top