Pin It

Ο 40χρονος Ρώσος πιανίστας αυτή τη φορά δεν μας «έστησε»

 

Διαφοροποιημένες με σαφήνεια ανά συνθέτη, οι αριστοτεχνικές, εκφραστικά ολοκληρωμένες ερμηνείες του άφησαν άριστες εντυπώσεις κάνοντας αισθητή την παρουσία ενός πραγματικά μεγάλου σολίστα

 

Του Γιάννη Σβώλου

 

Στις 22/1/2013, στην κατάμεστη αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής, το ενδιαφέρον του ακροατηρίου χτύπησε κόκκινο όταν ο Αρκάντι Βόλοντος εισέβαλε ορμητικά στη σκηνή, υποκλίθηκε κοφτά και, καθήμενος στο πιάνο, ξεκίνησε να παίζει πριν κοπάσει το χειροκρότημα. Ενας των κορυφαίων Ρώσων πιανιστών της γενιάς του, ο 40χρονος μουσικός είχε «στήσει» παλαιότερα τους Αθηναίους φιλόμουσους, ακυρώνοντας προγραμματισμένες εμφανίσεις. Το πρόγραμμά του δεν περιλάμβανε ρωσική μουσική.

 

Η βραδιά ξεκίνησε με τη νεανική «Σονάτα, D 279» του Σούμπερτ, στην οποία προστέθηκε το ημιτελές «Allegretto D 346». Στιβαρό, ακριβές, ρυθμικά σφριγηλό, με καλοζυγιασμένες στίξεις, ιεραρχημένη παραγραφοποίηση και στέρεα αίσθηση της δομής που –όλα μαζί- συνδυάζονταν αβίαστα με γλυκό, τραγουδιστό φραζάρισμα, το παίξιμό του υπηρέτησε τέλεια την πρωτορομαντική γραφή του 18χρονου, ήδη πολυγραφότατου συνθέτη, ισορροπώντας τις αναφορές στον κλασικισμό των Μπετόβεν και Μότσαρτ.

 

Ως άριστος, ευφυέστατος χειριστής των λεπτών φωτοσκιάσεων δυναμικής και των αυξομειώσεων στις ταχύτητες, ο Βόλοντος εμψύχωνε διαρκώς την ανάλαφρη ανάγνωσή του τονίζοντας τις εσωτερικές εναλλαγές μεταξύ δράσης και εκπορεύσεων συναισθήματος.

 

Συνειδητά διαφορετική διάθεση, υπαγορευμένη από επιλογή άλλων μουσικών μεγεθών, κυριάρχησε στα «Ιντερμέτζι, έργο 117» του Μπραμς. Παιγμένα εσωστρεφώς, με πιο μεστό, μελωμένο ήχο και πιο αργό, βαρύτερο βηματισμό, τα τρία κομμάτια πρόβαλαν διαποτισμένα από αίσθηση ονειροπόλησης και νοσταλγικής ενατένισης. Το υπόλοιπο της βραδιάς αφιερώθηκε στον Σούμαν, ξεκινώντας με τις δημοφιλείς «Παιδικές σκηνές, έργο 15».

 

Ο Βόλοντος αξιοποίησε το πλήρες εύρος της εκπληκτικής εκφραστικής του παλέτας –πτητικό ήχο, ρευστούς βηματισμούς, γοργούς, παιχνιδιάρικους καλπασμούς, αβαρείς, κρυστάλλινης καθαρότητας κλίμακες, βροντερές, γεμάτες αυτοπεποίθηση κορυφώσεις- αποδίδοντας την αρθρωτή σουίτα των 13 «χαρακτηριστικών κομματιών» ως γρήγορη εναλλαγή φορτισμένων ψυχικών μικρογραφιών.

 

Τέλος, στο ευμετάβλητο τοπίο της θυελλώδους «Φαντασίας, έργο 17» φανέρωσε τις δυναμικότερες όψεις της τέχνης του. Χειρίστηκε συναρπαστικά τις ακραίες εναλλαγές ταχυτήτων και δυναμικής, άντλησε το μέγιστο από αντιθέσεις σε ρευστότητα φραστικής και ηχοχρωματικές εκλεπτύνσεις και διαπότισε την ερμηνεία με ευγενή συναισθηματική φόρτιση αποδίδοντας ιδανικά τη -μέσω της μουσικής- ρευστή, βασανιστική διαλεκτική ανάμεσα σε δράση-μνήμη και παρόν-ονειροπόληση. Στο επίμονο, ενθουσιώδες χειροκρότημα –διάσπαρτο με «παραγγελιές»!- του κοινού, ανταποκρίθηκε ο Ρώσος πιανίστας γενναιόδωρα χαρίζοντας τέσσερα «bis».

 

Ο Βαλιανάτος συναντά Μπραμς και Σοπέν

 

Στις 8/1/2013, στο πλαίσιο του κύκλου εκδηλώσεων «Το piano στα forte του», ο Κωνσταντίνος Βαλιανάτος έδωσε στον «Παρνασσό» ένα φιλόδοξο ρεσιτάλ. Τον σήμερα 24χρονο πιανίστα, που ήδη χτίζει διεθνή σταδιοδρομία, είχαμε ξανακούσει παλαιότερα επισημαίνοντας τις επιδόσεις του («Ελευθεροτυπία» 31/5/2006, 27/7/2007). Σολίστας με μεγάλη τεχνική επάρκεια και αυτοπεποίθηση στις ερμηνευτικές προσεγγίσεις του, επέλεξε ευθαρσώς να καταδυθεί στον βαθύ πυρήνα της πιανιστικής φιλολογίας, παίζοντας «Μπαλάντες» των Μπραμς και Σοπέν.

 

Αυτονόητα, η τολμηρή αυτή συνάντηση έδωσε στην ακρόαση ξεχωριστό ενδιαφέρον και προσέλκυσε κοινό. Οι εντυπώσεις που αποκομίσαμε ήσαν θετικές, πλην με κάποιες αναμενόμενες επιφυλάξεις. Ο Μπραμς ήχησε στιβαρός και εσωστρεφής, διατυπωμένος αναλυτικά, με προσεγμένη φραστική, ταιριαστά συγκρατημένο, αρρενωπό ταμπεραμέντο που εκφράστηκε δυναμικά στις κορυφώσεις, αφηγηματική ευφράδεια και καλή ισορροπία μουσικών μεγεθών. Οι αναγνώσεις του Σοπέν ξάφνιασαν και, κάπως, ξένισαν. Τεχνικά καλές, δόθηκαν με τονισμένες αντιθέσεις διαθέσεων και έμφαση στους γλυκασμούς.

 

Ωστόσο, εδώ, ο όμοια στιβαρός ήχος, η μυώδης φραστική και η σκληρή, πεντακάθαρη άρθρωση έσυραν βίαια στην επιφάνεια κάθε λεπτομέρεια της γραφής, ακυρώνοντας την πτητικότητα του ήχου, κυρίως όμως κάνοντας τη λυρική μουσική του Σοπέν να ηχεί περισσότερο σαν Λιστ και ενίοτε σαν Μπετόβεν. Οπως και σε περιπτώσεις άλλων –νέων και διεθνών- ερμηνευτών, το μέλλον θα δείξει αν πρόκειται για πρόγευση μιας νέας ερμηνευτικής ορθοδοξίας ή απλώς για περίσσεια νεανικής αδρεναλίνης.

 

 

 

 

 

Scroll to top