«Εφημερίδα, ο απαραίτητος σύντροφος στη ζωή του ανθρώπου»
Επιμέλεια: Λουκάς Θανασέκος
Στο φθηνό σαλόνι της δημοσιογραφίας τα εγκλήματα της καταπάτησης κάθε νόμου σημείωναν, πριν από καιρό, μια κεφάτη έξαρση, φιγουρίνια κινούμενα σ’ ένα κλίμα ηθικού ξεπεσμού, αψηφώντας όποια δεοντολογία, εξαπέλυαν την παθιασμένη αλαζονεία τους, υπηρετώντας ανενδοίαστα το ευτελές λούστρο της κλειδαρότρυπας. Νομίσαμε πως μάλλον είχε τερματιστεί αυτή η εποχή της βίαιης εισβολής της ανηθικότητας στο ημερολόγιο του επαγγέλματος. Ομως λαθέψαμε, η ανηθικότητα ήταν εδώ: «Δημοσιογράφος που απειλεί και εκβιάζει δεν έχει καμιά σχέση με τον δημοκρατικό ρόλο της δημοσιογραφίας, αυτής που στέκεται κριτικά απέναντι στην εξουσία […]. Τέτοιος δημοσιογράφος είναι όνειδος για την ελληνική δημοσιογραφία, η οποία τα τελευταία χρόνια γνωρίζει την κυριαρχία του life style, τη μεγαλομανία και την αλαζονεία ορισμένων…». Αυτά, μεταξύ των άλλων, υπογραμμίζονταν στο κύριο άρθρο της «Εφ.Συν.» της 20.6.2014 υπό τον τίτλο «Δημοσιογραφία και ηθική».
«Οταν κάποιος ξεκινά με το όνειρο της δημοσιογραφίας, έχει το κεφάλι του γεμάτο με ιδέες, όπως η δικαιοσύνη, η υπεράσπιση της αλήθειας, η γνώση του κόσμου και η αντικειμενική ενημέρωση του κοινού […]. Αυτός που φοβάται πλέον είναι ο πολίτης. Ας στρέψουμε την προσοχή μας σε κάθε πολίτη. Τα χαρτιά και τα μολύβια μας ανήκουν πρωτίστως σ’ αυτόν» έγραφε στην επιφυλλίδα «Τρίτη ματιά» («Εφ. Συν.» 21-22.6.) η συνάδελφος Αρχοντία Κάτσουρα («Ποιος φοβάται το μολύβι;»).
Μήπως μιλάμε για το παρελθόν πρωτίστως της δημοσιογραφίας που ασκείται με το χαρτί και το μολύβι και όχι με το μικρόφωνο ή τη μικροκάμερα στο σφράγισμα του δεξιού μασητήρα του μοντέρνου δημοσιογράφου; Αυτά τα δυσοίωνα συμπτώματα μήπως απειλούν να οδηγήσουν το επάγγελμα στον νεκροθάλαμο του πολιτισμού;
Οι ήρωες εκλείπουν
«Δεν ξέρω αν θα ’ρθουν καλύτερες μέρες. Ξέρω όμως ότι θα ’ρθουν κάποιες άλλες, που, όσοι ακόμη ζουν απ’ τους δημοσιογράφους τους παλιούς, θα λένε στους διαφορετικών ΜΜΕ καινούργιους: “Ξέρετε; Κάποτε υπήρχαν κάτι φυλλάδες χάρτινες, γεμάτες ψιλά γράμματα, που τις λέγανε εφημερίδες”…».
Τον φόβο μιας τέτοιας σκοτεινής κενότητας για το επάγγελμα παίρνει μαζί του ο αναγνώστης κλείνοντας το βιβλίο του παλαίμαχου συναδέλφου Γιάννη Μαντίδη «Γιαννάκο, το σταυρό σου!» (έκδ. 2013 από το Κοινωφελές Ιδρυμα Νικολάου και Ελένης Πορφυρογένη, Αγριά Βόλου) που αφηγείται τα της βολιώτικης δημοσιογραφίας επί μισό και πλέον αιώνα. Εχοντας γίνει προστάτης οικογένειας από τα οκτώ του (εξ ου και η μητρική ευχή), κάποια ώρα μπήκε λινοτύπης στην ημερησία «Θεσσαλία», εξελίχτηκε σε συντάκτη και υπέστη το αναπόφευκτο: βγήκε στη… σύνταξη.
Αναφέροντας πρόσωπα και πράγματα, δημοσιογράφους και εκδότες που αν και στραβόξυλα οι τελευταίοι ήσαν εφημεριδάνθρωποι, βάζει το καίριο ερώτημα: «Τι έκανες στον πόλεμο, δημοσιογράφε; Ποιον πόλεμο; Δεν υπάρχει πόλεμος. Υπήρχε κάποτε. Εκτοτε υπάρχει μια συνεχής ανακωχή. Οι ήρωες κουράστηκαν και εκλείπουν. Οι τελευταίοι ήταν της γενιάς του Τάκη Οικονομάκη, του Λεφτέρη Ραφτόπουλου και της Νίτσας Κολιού που δε λογάριαζαν αν θ’ απολυθούν κι αν θα πεινάσουν…»
Εφημερίδα, αυτή η άγνωστη
Ο Τάκης Οικονομάκης (πέθ. το 1944) ήταν για τη βολιώτικη δημοσιογραφία ό,τι ο Βλάσης Γαβριηλίδης (πέθ. το 1920) για την αθηναϊκή. Χάρη σ’ αυτούς υπήρξαν ημέρες που η δημοσιογραφία γεννιόταν κάθε λεπτό. Ηταν η εποχή που η εφημερίδα υπηρετούσε την πλήρη αφομοίωση του ατόμου/αναγνώστη στην κοινότητα.
«Και όμως, ο αναγνώστης αγνοεί την ζωήν της εφημερίδος του*, την λειτουργίαν, τον οργανισμόν, την κουζίνα της, τους ανθρώπους που την γράφουν […] Ενας κόσμος άγνωστος ζη και κινείται πίσω από την εφημερίδα. Ιεραπόστολοι διά τους μεν, ολίγον ύποπτοι διά τους άλλους. Σοφοί διά τους μεν, ξυλοσχίσται διά τους δε […] Συντάκται λευκανθέντες εις το επάγγελμα σπανίως είδαν το όνομά τους να περιβάλλεται από την αίγλην της τυπογραφικής μελάνης. Η εφήμερος δόξα ελάχιστα τους συγκινεί».
Αυτά μαρτυρεί εν έτει 1930 ο Παύλος Παλαιολόγος στο βιβλιαράκι του με τίτλο «Εφημερίδες…». Θέλοντας να περιορίσει τον ρομαντισμό του για το επάγγελμα, ο βετεράνος του αθηναϊκού χρονογραφήματος σημειώνει ότι η εφημερίδα «συμβαίνει να πλανά και να πλανάται, να διαφθείρεται και να διαφθείρει […] αλλά δεν υπάρχει περίοδος της ιστορίας που να μην την συναντήσετε απαραίτητον σύντροφον του ανθρώπου […] Με την φωνήν του εφημεροδοπώλου ξυπνά, με την εφημερίδα στο χέρι αποκοιμάται. Ζη μαζί της. Τον πληροφορεί. Του δίδει ιδέας. Τον κατευθύνει. Τον συμβουλεύει».
Μέτωπο και χέρια
Απευθύνοντας οδηγίες στους νέους, όλες σπαρταριστές, όπως «Δημιουργείτε θόρυβον […] Χρησιμοποιείτε συχνά τας θυέλλας και τα κύματα. Ενθυμίζετε συχνά στους αναγνώστας σας τους παλαιούς καλούς καιρούς…», καταλήγει: «Η συναίσθησις ότι ασκείτε ένα επάγγελμα για το οποίον μπορείτε να υπερηφανεύεσθε θα σας ξεκουράζη τόσο περισσότερον, όσο καθαρώτερον είναι το μέτωπόν σας και όσον λευκώτερα διατηρείτε τα χέρια σας». Μιλάμε για το παρελθόν του επαγγέλματος αλλά, αντί να το φέρνουμε κοντά μας, μεγαλώνουμε την απόσταση από αυτό. Και τα συμπτώματα της εποχής δεν αφήνουν περιθώρια στο καθαρό νερό, αλλά μάλλον σ’ αυτό του πλυντηρίου για «καθαρά χέρια». Παρά ταύτα, ο Τύπος στα χαρακώματα είναι η ίδια η ουσία και η μάζα των συμβάντων και ο επιμερισμός τους σε γεγονότα είναι αυτός που δίνει την αιτία της ύπαρξής τους. Ευτυχώς, η σφαιρική επάρκεια της δημοσιογραφίας παραμένει εν δυνάμει.
* Τηρείται η ορθογραφία του πρωτοτύπου.