06/07/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Δικά μου τα δεινά της πατρίδας»…

Βάσω Κατράκη: εκατό χρόνια από τη γέννησή της.
      Pin It

Βάσω Κατράκη: εκατό χρόνια από τη γέννησή της

 

Του Δημήτρη Γκιώνη

 

ΓΚΙΩΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ_edited-1Τον Δεκέμβριο του 1981 είχα χρεωθεί, με σκηνοθέτη τον Λάκη Παπαστάθη, το ρεπορτάζ για ένα τηλεοπτικό πορτρέτο στην εκπομπή «Παρασκήνιο», της Βάσως Κατράκη. Κι είχα έτσι τη χαρά να γνωρίσω από κοντά τη χαράκτρια που θαύμαζα, όπως προηγουμένως και τον ομότεχνο, συνοδοιπόρο και φίλο της Α. Τάσσο. Δυστυχώς δεν έχω κομμάτια από τη συνομιλία μας, που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω στο παρόν κείμενο, το αφιερωμένο στη μνήμη της, καθώς σήμερα συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννησή της –5 Ιουλίου 1914.

 

Η Βάσω έφυγε από τη ζωή στις 7 Δεκεμβρίου 1988, στα 74 της. Είχε προηγηθεί ο θάνατος του Α. Τάσσου, που είχε κι αυτός γεννηθεί το 1914, αλλά έφυγε από τη ζωή πριν τη Βάσω, στις 13 Οκτωβρίου 1985, στα 71 του. Πριν περάσω στην ίδια, λίγα λόγια για τη σχέση τους, καθώς οι βίοι τους υπήρξαν παράλληλοι –και καλλιτεχνικά και βιωματικά.

 

Η Βάσω στο εργαστήρι της

Η Βάσω στο εργαστήρι της

Της γενιάς της Αντίστασης και οι δυο, στο ίδιο αγωνιστικό και πολιτικό (με την Αριστερά – ΕΑΜ, ΕΛΑΣ) μετερίζι. Από τους αγώνες για λευτεριά και ειρήνη εμπνευσμένο ένα μεγάλο μέρος του έργου τους –που κατέγραφαν σε μαύρο άσπρο (ξύλο, πέτρα), με επακόλουθα διώξεις και απαγορεύσεις. «Στη Βάσω Κατράκη», ο τίτλος ενός χαρακτικού του Α. Τάσσου (ο κορμός ενός δέντρου σ’ ένα μαρτυρικό αγκάλιασμα με αγκαθωτό σύρμα και καρφιά), έργο του 1967, όταν η Βάσω είχε εξοριστεί από τη χούντα στα Γιούρα.

 

Η δικαίωση

 

Είχε όμως τη χαρά η Βάσω (όπως και ο Α. Τάσσος) να αναγνωριστεί και να τιμηθεί το έργο της, εδώ και στο εξωτερικό, με αποκορύφωμα την αναδρομική έκθεση έργων της, τον Φεβρουάριο του 1980, στην Εθνική Πινακοθήκη. Και, μετά τον θάνατό της, τη δημιουργία μουσείου με τ’ όνομά της (κάτι που δεν έχει γίνει για τον Α. Τάσσο): Κέντρο Χαρακτικών Τεχνών – Μουσείο Βάσως Κατράκη, στη γενέτειρά της, το Αιτωλικό, που εγκαινιάστηκε τον Ιούλιο του 2006.

 

Μερικά αποσπάσματα από κείμενα στο ογκώδες λεύκωμα που συνόδεψε την αναδρομική έκθεσή της στην Εθνική Πινακοθήκη, ξεκινώντας από ένα αυτοβιογραφικό:

 

«Γεννήθηκα στο Αιτωλικό του Μεσολογγίου. Το Αιτωλικό είναι ένα μικρό νησάκι, που το συνδέουνε με τη στεριά δυο μικρά πέτρινα γεφύρια με πολλές μικρές τοξωτές καμάρες. Το σπίτι μας ήταν σχεδόν όλο μέσα στη θάλασσα και στη γειτονιά καθότανε όλο ψαράδες. Ενα ξυπόλητο μελισσολόι τριγύριζε όλη μέρα, με τις γυναίκες τους συνέχεια γκαστρωμένες και τα παιδιά τους μπακανιασμένα από την ελονοσία. […] Κρυφά ονειρευόμουνα να γίνω ζωγράφος, μα μου φαινότανε τόσο απίστευτα μεγάλο που δεν μπορούσε λογικά να το χωρέσει το μυαλό μου. […] Και κάποια μέρα ξεκίνησα για την Αθήνα, μην ξέροντας ακριβώς τι να κάνω. Πήγα στη Σχολή Καλών Τεχνών, κι έμαθα πως σε λίγες μέρες θ’ αρχίζανε οι εξετάσεις». Εδωσε εξετάσεις και πέρασε. Δάσκαλοί της: Παρθένης στη ζωγραφική, Κεφαλληνός στη χαρακτική. Δίπλωμα το 1940. Αλλά από κοντά πόλεμος, κατοχή, σκοτωμοί, εξορίες, φυλακές –«όλα τα δεινά της πατρίδας περάσανε από της δικής μου γενιάς τις πλάτες».

 

Ποιότητα

 

Γράφει ο Δημήτρης Παπαστάμος: «Πολύ συχνά η Κατράκη υπηρέτησε με την τέχνη της τους ιδεολογικούς και τους κοινωνικούς στόχους όπου τάχτηκε από τα χρόνια των σπουδών της, ποτέ όμως, ακόμα και σε αφίσες ή ημερολόγια περιστασιακά, δεν κινήθηκε σε διαφορετικό ποιοτικό επίπεδο απ’ αυτό της υψηλής σαραντάχρονης πορείας της».

 

Και η Μαρίνα Λαμπράκη: «Η Βάσω, γεννημένη και ζυμωμένη ώς το κόκαλο με τον λαό, νανουρισμένη από τους μυθικούς και τους ανθρώπινους καημούς της λιμνοθάλασσας του Αιτωλικού, είχε φορτίσει την οπτική και τη συγκινησιακή της πείρα με μνήμες, όπου ο απλός, ο καθαρός και ευθύγραμμος στην αγωνία του για το “άγιον ήμαρ” λαός κυριαρχούσε».

 

Απ’ ό,τι θυμάμαι από εκείνη την εκπομπή στο «Παρασκήνιο», όντας θαυμάστρια του συντοπίτη της ποιητή Μιλτιάδη Μαλακάση (1869-1943), η Κατράκη ήθελε να τελειώσει με την απαγγελία του ποιήματός του «Τάκη – Πλούμας», με του οποίου τους τελευταίους στίχους λέω να κλείσω το παρόν κείμενο: «Ω! Tο λεβέντη του Μεσολογγιού μας, / Τον ήλιο της αυγούλας μου ζωής! / Και να μετρώ και να ’ναι ο Τάκη – Πλούμας / Τριάντα τρία χρόνια μες στη γης…».

 

Στο πλαίσιο

 

Την ώρα που στη Βραζιλία διακυβευόταν η ποδοσφαιρική (και όχι μόνο…) τιμή της πατρίδας, στο Παναθηναϊκό Στάδιο ο μπαλετικός «Ζορμπάς» του Μίκη Θεοδωράκη απογείωνε τους περίπου 8.000 θεατές που είχαν συναχθεί στο «πέταλο». Παρών και ίδιος ο συνθέτης (σε βοηθητική καρέκλα) επευφημούμενος. Απολαυστική, κεφάτη, πλούσια η παράσταση με το μπαλέτο, την ορχήστρα και τη χορωδία της Λυρικής Σκηνής –αντίδοτο, αν αγαπάτε, στα όσα μας ταλανίζουν, συμπεριλαμβανομένης και της ήττας της Εθνικής μας (αλλά δεν ήταν και λίγο εκεί που έφτασε).
Δεν υπάρχει, εκτιμώ, ωραιότερο θέαμα από τα επιτεύγματα παιδιών. Οπως το πρόγραμμα «Δικαίωμα στη Μουσική» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Ηταν το Μουσικό Εργαστήριο Χάλκινων Πνευστών της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (ας είναι καλά ο –ακατανόητα τέως– Βασίλης Χριστόπουλος), το Ωδείο «Φίλιππος Νάκας», συν το ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος» (που συνέδραμε οικονομικά), η καθοδηγήτρια βιολονίστρια Νέλλη Οικονομίδου και η μουσικός Νεφέλη Λιούτα με το ωραίο παραμύθι της. Μα, πάνω απ' όλα, τα -μεταξύ 5 και 15 ετών- παιδιά, που τα έδωσαν όλα. Επιβαλλόμενο αντίδωρο τα βραβεία και τα χειροκροτήματα από μεγάλους και συνομήλικους.
Ηταν ένας δημιουργικός εκδότης ο Οδυσσέας Χατζόπουλος, ο ιδρυτής του καινοτόμου «Κάκτου», που έφυγε από τη ζωή στα 73 του. Και μόνο το γεγονός ότι εξέδωσε, χωρίς καμιά κρατική ή άλλη ενίσχυση, τα Απαντα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων -περί του 2.800 τόμους– που θα 'πρεπε να είναι έργο των υπουργείων Παιδείας, Πολιτισμού ή της Ακαδημίας Αθηνών, αξίζει την ευγνωμοσύνη μας.

ΚΑΙ… Τόσους λεφτάδες –διαπλεκόμενους και μη– συντηρούμε, δεν βρέθηκε κάποιος να εξαγοράσει εκείνο τον τερματοφύλακα;

 

[email protected]

 

Scroll to top