Του Γρηγόρη Ιωαννίδη
Είμαι ευτυχής που διαπιστώνω ότι ύστερα από χρόνια -και με την ευκαιρία των 60 χρόνων από την έναρξη του Φεστιβάλ- το ελληνικό θέατρο επιδεικνύει την ωριμότητα, τον δυναμισμό και το πάθος του να κατακτήσει εκ νέου και για λογαριασμό της νεότερης γενιάς την αβεβαιότητα. Δεν είναι πιθανόν εδώ ο χώρος για μια συζήτηση επί του θέματος. Ας πω λοιπόν μονάχα το εξής: Δεν διεκδικεί κανείς για λογαριασμό του το κλειδί του νεανικού θεάτρου, ούτε δα την πρωτοπορία (όλα αυτά μοιάζουν ξεθωριασμένα στις μέρες μας, ακόμα και σαν λέξεις). Εκείνο που μονάχα ζητούν όσοι καλωσορίζουν την ανανέωση είναι το αυτονόητο: καλές παραστάσεις, που δεν προχωρούν με αυτόματο πιλότο το γενικό αίσθημα, που δεν επαναπαύονται σε μια ακαθόριστη παράδοση, που δεν απομυζούν το λαϊκό αμπέλι του αρχαίου δράματος. Που έχουν πίστη στη σημασία του εγχειρήματος, κέφι και καλές ιδέες.
Μοιάζουν πολλά αυτά; Για χρόνια το Φεστιβάλ της Επιδαύρου δεν είχε χάσει μόνο τον στόχο και το ενδιαφέρον του· είχε χάσει και την ψυχή του στην επαναληπτική επιβεβαίωση της χρυσής μετριότητας. Παραστάσεις σπουδαίες δεν είχαμε, κι ούτε επρόκειτο να έχουμε στο μέλλον. Αυτό που είχαμε σε γενικές γραμμές ήτανε μια άγονη χρήση μεθόδων που έμοιαζαν να υπηρετούν επιφανειακά ένα «ειδικού βάρους θέατρο» (ενώ υπηρετούσαν τελικά τη σκόπιμη αυτοαναφορά τους). Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι να μπουν νέοι άνθρωποι στη σκηνή της Επιδαύρου – κανείς που το λέει αυτό δεν στέκει στο θέμα της ηλικίας. Το ζήτημα είναι να εισαχθεί στον αρχαίο στίβο μια μετωπική γενιά (ναι, εκπροσωπείται από νέους) που δηλώνει πρόθυμη όχι μόνο να απαντήσει αλλά να ρωτήσει, όχι να ακολουθήσει αλλά να διαβεί, όχι να αναβιώσει αλλά να συναντηθεί με το αρχαίο δράμα. Με αυτούς είμαστε.
Και να που έχασα κιόλας καμιά τρακοσαριά λέξεις από το σχόλιό μου στην «Ελένη» του Δημήτρη Καραντζά. Χαλάλι. Η ηλικία του σκηνοθέτη ποσώς με ενδιαφέρει (αν και δεν το κρύβω, με γεμίζει υπερηφάνεια…). Εκείνο που με νοιάζει, που το βλέπω και το αισθάνομαι είναι ότι ο Καραντζάς ξέρει από θέατρο. Εχει τσαγανό και θάρρος. Και έχει μια ανάλαφρη, ανεπιτήδευτη στάση, μια τόσο πολύτιμη αθωότητα, που μας αναγκάζει όλους μας να εξετάσουμε τα πράγματα από την αρχή.
Αναρωτιέμαι αν υπήρξε τα τελευταία χρόνια παράσταση στην Επίδαυρο με μεγαλύτερη και ειλικρινέστερη σεμνότητα απέναντι στο αρχαίο δράμα. Να τι λέει στ’ αλήθεια: ούτε εμείς, ούτε κανείς δεν γνωρίζει το μυστικό αυτού του έργου. Το πλησιάζουμε με αληθινή απορία, με φόβο. Κι αυτό που βλέπετε δεν είναι μια τάχα μου βαθιά ερμηνεία της «Ελένης», μα μια δεύτερης τάξης ανάγνωση, η αφήγηση μιας ομάδας που αγωνίζεται να παίξει την «Ελένη». Η δική της περιπέτεια είναι και η δική μας μαζί της.
Μια «Ελένη» που ζαλίζεται καθώς στροβιλίζεται στα ύψη της ανθρώπινης κατάστασης, από το δράμα μέχρι τη φάρσα, και από τις κορυφές της τραγωδίας μέχρι τις κοιλάδες της κομεντί. «Ελένη» πάντα το ίδιο περίεργη κι αμφιλεγόμενη. Αλλά τόσο δοσμένη στο θέατρο! Αυτό που στα δοκίμιά μας μοιάζει με φιλολογικό κρυφτούλι, στη σκηνή γίνεται νόμιμος σκηνικός τρόπος και αληθινό θέατρο. Εικόνα του έξω κόσμου.
Γιατί στην παράσταση του Καραντζά οδηγούμαστε από το έργο στο εξωτερικό του περίβλημα. Πράγματι, και πέρα από τις όποιες άλλες ερμηνείες, η «Ελένη» δεν είναι έργο που γράφεται σε κάθε περίσταση. Στο κέντρο της βρίσκεται η τριγμώδης αμφιβολία, η εσωτερική κρίση ενός διανοούμενου που ακολουθεί την ιστορική αποτυχία της πολιτείας του. Είναι η κρίση ενός διανοούμενου που ρωτάει: από πού τώρα να πιαστώ;
Μια ομάδα στην Επίδαυρο με την «Ελένη» κάνει ακριβώς το ίδιο: κάποια περιφέρεται απελπισμένη, κάποιοι κοιτούν τον ουρανό, μερικοί σκύβουν στο έδαφος. Υπάρχει απόγνωση, οργή, και μια διάθεση επανεξέτασης. Η ιστορία έρχεται σαν παρηγοριά και μάθημα. Η αφήγηση ξεκινάει με νέους μύθους, αναζητά την ευθύνη του ενός και των πολλών, τη θέση μας μέσα στον κόσμο, την αλήθεια και το ψέμα.
Δεν χρειάζεται γι’ αυτό σοβαροφάνεια. Ο κόσμος είναι απλός, και από μια άποψη είναι αστείος: τα ονόματα που κουβαλούν το φορτίο της ιστορίας είναι συνήθως ονόματα απόντων, οι ήρωες είναι συνήθως ευτελέστεροι της αποστολής τους. Και οι θεοί στήνουν τραγωδίες και φάρσες για να περνάει η ώρα και τα νεύρα τους. Τέτοια σκέφτεται ένας διανοούμενος σε ώρα κρίσης, αλλά όχι πάντα. Πρέπει να έχει μεσολαβήσει μια μεγάλη ήττα, η ανάγκη να δει τα θεμέλια του λάθους.
Αν η «Ελένη» γίνεται έτσι στην παράσταση του Καραντζά μάθημα, η ίδια η Ελένη γίνεται ιδέα. Παρουσιάζεται γι’ αυτό από πολλούς (γεγονός που όπως είναι επόμενο δημιουργεί σύγχυση στους αμύητους) και σε πολλούς διαμοιράζεται. Το βάρος το σηκώνει αρχικά η ομάδα. Και όμως, στο τέλος, η ίδια αυτή, η εξιλεωμένη Ελένη, γίνεται πάλι η πέτρα του σκανδάλου για όσους αφήνει πίσω της. Ο μύθος φεύγει, η ιστορία έρχεται. Διαλύσαμε ένα ψέμα, για να το δούμε να ξαναγίνεται αλήθεια. Αν υπάρχει κάποιο στίγμα τραγωδίας στην χαρμολύπη της Ελένης, σε αυτό το επιμύθιο βρίσκεται: ο άνθρωπος είναι μερικές φορές καταδικασμένος να επιβεβαιώνει τους μύθους του.
Δεν μπορώ να τελειώσω χωρίς να σταθώ σε κάτι ακόμα: στη θαυμάσια τεχνική κατάρτιση της ομάδας. Προσωπικά ωραιότερη συνεκφώνηση δεν θυμάμαι τα τελευταία χρόνια. Παράσταση δεμένη, συνασπισμένη στη χαρά της δημιουργίας, στον ενθουσιασμό της στιγμής. Απλή και δοτική, θετική και ουσιαστική. Με θαυμάσια coups-de-théâtre, σφικτό ρυθμό, με πινελιές μουσικού σχολιασμού. Λιτή σε μέσα, και όμως πλούσια, σχεδόν φλύαρη, σε εμπειρίες. Μπορείτε να διαφωνήσετε ή να συμφωνήσετε μαζί μου, ακολουθήστε με όμως τουλάχιστον σε αυτό: βρείτε μου πέντε έστω λεπτά που να υπήρξε θεατρικά αδιάφορη, σκηνικά αμέτοχη. Το σεντόνι της «Ελένης» απλώθηκε πέρα ώς πέρα, από τη μια άκρη ώς την άλλη. Και αυτό, χωρίς να ψωνίσει από τα στερεότυπα του ύφους, από την παράδοση του πρετ-α-πορτέ θαυμασμού, από την απομίμηση μιας δήθεν βαρύτητας του κλασικού έργου.
Το έχω πει και άλλοτε. Δεν εκτιμούμε τον Καραντζά και τους ηθοποιούς του επειδή είναι νέοι. Αυτό θα ήτανε προσβλητικό. Τους εκτιμούμε γιατί κάνουν ό,τι κάνουν με χάρη, φρεσκάδα και αρτιότητα: Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Χαρά Ιωάννου, Γιάννης Κλίνης, Ιωάννα Κολλιοπούλου, Θύμιος Κούκιος, Αρης Μπαλής, Αντώνης Πριμηκύρης, Ελίνα Ρίζου και Δημήτρης Σαμόλης.