08/07/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

συναυλία της Συμφωνικής Ορχήστρας του Ισραήλ στο Μέγαρο Μουσικής

Η βιωματική σχέση του Μέτα με τον Μάλερ

Η «Συμφωνία της Ανάστασης» του Εβραίου συνθέτη, η ίδια που ο Ινδός αρχιμουσικός είχε συμβολικά διευθύνει το 1999 στο Μπούχενβαλντ, παίχτηκε με θεατρικότητα, ευγένεια και γνήσιο συναίσθημα, πέρα από κάθε υποψία ρουτινιάρικης αναπαραγωγής.
      Pin It

Του Γιάννη Σβώλου

 

Μέγαρο Μουσικής 19/6/2014: Ο Ζούμπιν Μέτα διευθύνει την Φιλαρμονική Ορχήστρα του Ισραήλ, την Κρατική χορωδία της Λετονίας και τις δύο μονωδούς, Γιουλιάνε Μπάνζε και Κάθρην Ουίν-Ρότζερς στην «Συμφωνία αρ.2, της Ανάστασης» του Μάλερ.  Photo: Ακριβιάδης

Μέγαρο Μουσικής 19/6/2014: Ο Ζούμπιν Μέτα διευθύνει την Φιλαρμονική Ορχήστρα του Ισραήλ, την Κρατική χορωδία της Λετονίας και τις δύο μονωδούς, Γιουλιάνε Μπάνζε και Κάθρην Ουίν-Ρότζερς στην «Συμφωνία αρ.2, της Ανάστασης» του Μάλερ.
Photo: Ακριβιάδης

Στις 19/6/2014 η Συμφωνική Ορχήστρα του Ισραήλ υπό τον Ζούμπιν Μέτα ερμήνευσαν την κολοσσιαίων διαστάσεων «Συμφωνία αρ. 2, της Ανάστασης» του Μάλερ. Με το ισραηλινό σύνολο συνέπραξαν η Γερμανίδα υψίφωνος Γιουλιάνε Μπάνζε, η Αγγλίδα μεσόφωνος Κάθριν Ουίν-Ρότζερς και η πραγματικά εξαιρετική Κρατική Χορωδία της Λετονίας.

 

Ο 78χρονος Ινδός αρχιμουσικός διαθέτει αποδεδειγμένα μακρόχρονη, ουσιαστική εξοικείωση με τη βασική εργογραφία της αυστρογερμανικής παράδοσης του ώριμου ρομαντισμού. Πέρα από αυτό, όμως, έχει και μια πιο βιωματικά γειωμένη σχέση, ειδικά με τη «Συμφωνία αρ.2, της Ανάστασης» του Μάλερ: σε μια κίνηση έντονα συμβολικής φόρτισης, τον Αύγουστο του 1999, είχε διευθύνει τη Συμφωνική Ορχήστρα του Ισραήλ και την Ορχήστρα της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας στο έργο του Εβραίου συνθέτη στην τοποθεσία του ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης στο Μπούχενβαλντ, λίγο έξω από τη Βαϊμάρη.

 

Η μεγάλη αίθουσα του Μεγάρου Μουσικής παρουσίασε για δεύτερη μέρα πληρότητα 100%, ενώ η ερμηνεία που ακούσαμε άφησε πάρα πολύ καλές εντυπώσεις. Η «Συμφωνία αρ.2, της Ανάστασης» του Μάλερ διαθέτει ένα περίπλοκο, παρ’ ολίγον κινηματογραφικό αφηγηματικό σενάριο, που διαπραγματεύεται με μουσικούς όρους τα αιώνια δίπολα: ζωή-θάνατος, αθωότητα-γνώση, πτώση-λύτρωση, μεταφυσική πίστη-μεταθανάτια ζωή. Αντιμέτωπος με μια γραφή πολυεπίπεδης δράσης, κυρίως όμως με ιδιαίτερες απαιτήσεις επένδυσης και ισορροπίας όσον αφορά τη θεατρικότητα της έκφρασης, ο Μέτα διέπλασε μια έντονα επικοινωνιακή ερμηνεία, το βάθος επεξεργασίας της οποίας ανέδειξε την πυκνότητα λεπτομέρειας και ανταποκρίθηκε με πειστικότητα στο ποιόν των συνεχών συγκινησιακών μεταπτώσεων της μουσικής τού γεμάτου μεταφυσικές ανησυχίες 28χρονου συνθέτη.

 

Η διεύθυνσή του ήχησε ελεύθερη από κάθε υποψία ρουτινιάρικης αναπαραγωγής, ποιότητα στην οποία σίγουρα συνεισέφεραν η προσήλωση και ο ζήλος των Ισραηλινών μουσικών, που αντιμετώπισαν τη μουσική του Μάλερ ως «δική τους» υπόθεση! Επιπλέον, είχε την ευγένεια ήχου, τις εκλεπτύνσεις, τις κλιμακωμένες διαφοροποιήσεις αλλά και τη συνολική εποπτεία που απαιτεί μια συνολική ερμηνευτική αποκωδικοποίηση της παρτιτούρας. Η έκθεση και η εκάστοτε επανεμφάνιση του δικτύου των α λα Βάγκνερ συμβολικών μοτίβων -η εμπειρία και ο τρόμος του θανάτου, το τέλος του κόσμου, η ικετευτική προσευχή κ.ο.κ.- υπηρέτησαν με αφηγηματική σαφήνεια τη διάσπαρτη με προδηλώσεις και «flash-backs» συμφωνική αφήγηση.

 

Αψογα οργανωμένες, δραματικά συγκλονιστικές ήσαν οι ουκ ολίγες κορυφώσεις της δράσης: οι εκρηκτικές πυκνώσεις της έντασης στο φορτισμένο από τρόμο θανάτου εναρκτήριο μέρος, η καταστροφική αντιστροφή του ανάλαφρου γ΄ μέρους (η άδολη χαρά της ζωής που γυρνά σε φθορά και τραγωδία), τα αλλεπάλληλα κύματα απειλητικών εμβατηριακών επελάσεων και το καταπλακωτικό «τέλος του κόσμου» στο τέταρτο μέρος, η οργασμικής δυναμικής εκστατική κατάληξη του «Αναστάσιμου ύμνου» του Κλόπστοκ με τη χορωδία και την ορχήστρα να ενώνουν τις φωνές τους υπό τον ήχο εορταστικής καμπάνας.

 

Ομοίως άψογα, αισθητικώς ισορροπημένα αποδόθηκαν τα ειδικά εφέ που με περίσσεια έμπνευσης –και τόλμης!– ζητά ο συνθέτης: οι στο όριο του γλυκερού ψευδοαφελείς μουσικές των μελοποιήσεων του «Μαγικού κόρνου», οι περαστικές πινελιές εβραϊκού κλέτσμερ, η εκτός σκηνής στρατιωτική μπάντα που σηματοδοτεί το «τέλος του κόσμου», ο διάλογος ανάμεσα στα απόκοσμα «μακρινά» σαλπίσματα των χάλκινων πνευστών και στα μοναχικά φλάουτα της ορχήστρας, ο στα-όρια-της-σιωπής αιθέριος ψίθυρος της χορωδίας κ.λπ.

 

Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στις δύο μονωδούς, την Αγγλίδα μεσόφωνο Κάθριν Ουίν-Ρότζερς και τη Γερμανίδα υψίφωνο Γιουλιάνε Μπάνζε. Η θερμή, μεστή φωνή της πρώτης, η φωτεινή, αν και λίγο φθαρμένη της δεύτερης, αλλά και το παλλόμενο από συγκίνηση και ικεσία τραγούδι αμφοτέρων λειτούργησαν ιδανικά ως εκφραστικές κορυφώσεις της μουσικής. Η μαγική ανάδυση της φωνής της Μπάνζε μέσα από το ψιθυριστό άσμα της χορωδίας ήταν από τις πιο συγκινητικές στιγμές της εκτέλεσης.

 

Την Κρατική Χορωδία της Λετονίας είχαμε απολαύσει στο ίδιο ακριβώς έργο προ τριετίας, κατά την πρώτη συναυλία που είχε διευθύνει ο Βασίλης Χριστόπουλος ως νεοδιορισθείς διευθυντής της ΚΟΑ στο Ηρώδειο (15/7/2011)˙ αυτή τη φορά υπό ιδανικές συνθήκες ακουστικής και με σαφώς άλλου επιπέδου συμφωνική σύμπραξη, έθεσε τον συμπαγή, διάφανο, αψεγάδιαστα συντονισμένο ήχο της στην υπηρεσία μιας θαυμάσιας συνολικής ερμηνείας.

 

………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

Μήπως οι χορηγοί να αναλάβουν και τις κρατικές ορχήστρες;

 

Οπως αναγραφόταν διακριτικά στο έντυπο του προγράμματος, το θαυμάσιο ισραηλινό συμφωνικό σύνολο και ο διάσημος Ινδός αρχιμουσικός έπαιξαν στην Αθήνα για δεύτερη συνεχή χρονιά με «γενναιόδωρη χορηγία Ελληνα του εξωτερικού, ο οποίος επιθυμεί να παραμείνει ανώνυμος» (παρ’ ότι, βεβαίως, όλοι τον γνωρίζουμε).

 

Την ίδια ώρα, ως αποτέλεσμα αυτοκτονικής απουσίας ορθολογικής διαχείρισης του πολιτισμού από σειρά άμουσων κυβερνήσεων, τα οικονομικά και χρονικά όρια για τα κρατικά συμφωνικά σύνολα στενεύουν και τα πράγματα αγριεύουν, αγγίζοντας το όριο της επιβίωσης και της απόγνωσης. Μήπως, λοιπόν, ήρθε η στιγμή για τους ίδιους γνωστούς-άγνωστους χορηγούς να επανεξετάσουν έμπρακτα και με πατριωτισμό το ενδεχόμενο να βοηθήσουν σοβαρά τους κρατικούς θεσμούς, υποστηρίζοντας συστηματικά, με συνέπεια και επί της ουσίας το πολύ χρειαζούμενο καλλιτεχνικό τους έργο; Δίχως νεποτισμούς και μεγαλοπιάσματα.

 

Ωραίες οι «πανάκριβες, ιδανικές στιγμές» αλλά τώρα που το πάρτι τέλειωσε πρέπει επιτέλους να δούμε πώς θα εξασφαλίσουμε τα –και μουσικώς– ουσιώδη στα δύσκολα χρόνια που έρχονται. Διαφορετικά θα απομείνουμε με τις σκανδαλιστικά υπερκοστολογημένες αίθουσες του Μεγάρου Μουσικής αλλά δίχως ορχήστρες και μουσικούς. Και, ειλικρινώς, δυσκολεύομαι να φανταστώ ποιος θα είναι ευχαριστημένος με μια τέτοια εξέλιξη…

 

 

Scroll to top