Υπό την απειλή των ακριβότερων εξαγωγών και της χαμηλότερης ανάπτυξης, ο Γάλλος πρόεδρος βγάζει τη γλώσσα σε Μέρκελ και ΕΚΤ και ζητά υιοθέτηση συναλλαγματικής πολιτικής για κοινό νόμισμα
Του Μπάμπη Μιχάλη
Ρουκέτες προς Βερολίνο και Φρανκφούρτη εκτόξευσε χθες από την έδρα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο για το ισχυρό ευρώ ο Φρανσουά Ολάντ.
Στην πρώτη του ομιλία προς το Ευρωκοινοβούλιο, δύο μόλις ημέρες πριν από την κρίσιμη Σύνοδο Κορυφής για τον Προϋπολογισμό της Ε.Ε., ο Γάλλος πρόεδρος έβγαλε τη γλώσσα του σε Ανγκελα Μέρκελ και Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κάνοντας έκκληση προς τους Ευρωπαίους ηγέτες για την υιοθέτηση συναλλαγματικής πολιτικής στο ευρώ. «Χωρίς συναλλαγματική πολιτική, η αξία του ευρώ δεν αντιστοιχεί στην πραγματική οικονομία», είπε χαρακτηριστικά και κάλεσε τις ευρωπαϊκές χώρες να συμφωνήσουν σε μια «ρεαλιστική» μεσοπρόθεσμη συναλλαγματική ισοτιμία για το κοινό νόμισμα.
Η έκκληση Ολάντ ισοδυναμεί αναμφίβολα με την υιοθέτηση ισοτιμίας-στόχου για το ευρώ και αντανακλά τους αυξανόμενους φόβους της Γαλλίας και αρκετών άλλων ευρωπαϊκών χωρών για τις επιπτώσεις της πρόσφατης εκτόξευσης του κοινού νομίσματος -σε υψηλά 14 μηνών έναντι του δολαρίου και 2,5 ετών έναντι του γεν- στις εξαγωγές, την ανάκαμψη της οικονομίας και τη βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών.
Η Γαλλία, η Ιταλία και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες που εξάγουν εκτός ευρωζώνης πλήττονται βάναυσα από το ισχυρό ευρώ. Η Deutsche Bank εκτιμά ενδεικτικά ότι οι ιταλικές και οι γαλλικές εξαγωγές χάνουν σε ανταγωνιστικότητα όταν η ισοτιμία του ευρώ ξεπερνά τα 1,16 και 1,22 δολάρια αντίστοιχα. Οχι, όμως, και οι γερμανικές εξαγωγές που αντέχουν σε πολύ υψηλότερα από τα σημερινά επίπεδα των 1,35 δολαρίων.
Ετσι, το Βερολίνο δηλώνει αντίθετο με οποιαδήποτε παρέμβαση στις αγορές συναλλάγματος από τις νομισματικές αρχές, επαναλαμβάνει το γνωστό τσιτάτο των νεοφιλελεύθερων οικονομολόγων ότι τις ισοτιμίες των νομισμάτων καθορίζει η αγορά και δηλώνει ότι η ευρωζώνη πρέπει να εστιάσει στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Πίσω από τα τσιτάτα υποκρύπτεται βέβαια η επεκτατική διάθεση των Γερμανών κεφαλαιοκρατών, οι οποίοι εδώ και χρόνια χρησιμοποιούν το ισχυρό ευρώ και για τη φθηνή αγορά παγίων και άλλων περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό.
Την ίδια στιγμή, όμως, μεγάλες οικονομίες όπως αυτές των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας χρησιμοποιούν τη νομισματική τους πολιτική -που ασκείται από τις «ανεξάρτητες» κεντρικές τους τράπεζες- προκειμένου να υποτιμήσουν τα εθνικά τους νομίσματα και να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα οι εξαγωγές τους έναντι των εμπορικών τους εταίρων.
Η ΕΚΤ από την πλευρά της δείχνει αμήχανη απέναντι σε αυτές τις κινήσεις, τουλάχιστον για όσο διάστημα η φωνή της Γερμανίας παραμένει μέσα της ισχυρή. Πάντως, παρότι ο Ολάντ διευκρίνισε χθες ότι η παραπάνω πρότασή του δεν αποτελεί επιβολή στόχου από τα έξω προς την ΕΚΤ, η έκκλησή του και ο τρόπος που έγινε εγείρει ζήτημα πλέον για την περιβόητη ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας του ευρώ.
Οπως ζήτημα νομιμότητας της κυρίαρχης πολιτικής λιτότητας που επικρατεί σήμερα στην Ευρώπη θέτει και η έκκλησή του προς τις χώρες με πλεονάσματα και υψηλή ανταγωνιστικότητα να στηρίξουν τις υπόλοιπες αδύναμες χώρες της ευρωζώνης με την τόνωση της εγχώριας ζήτησης.