09/07/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Πήραμε στη Σκιάθο μια πρώτη, υπέροχη γεύση από την όπερα «Φόνισσα» του Γιώργου Κουμεντάκη

Φραγκογιαννού, η δικιά μας Τόσκα και Τραβιάτα

Ο Μύρωνας Μιχαηλίδης της Λυρικής Σκηνής ανέθεσε στον σημαντικό Ελληνα συνθέτη να γράψει ένα νέο λυρικό έργο, που να βασίζεται στη δεξαμενή του νεότερου ελληνικού πολιτισμού. Η πρεμιέρα του θα δοθεί τον Νοέμβριο στο Μέγαρο Μουσικής.
      Pin It

Αποστολή Της Ματούλας Κουστένη

 

ΦΩΤ. ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΣΤΑΦΥΛΙΔΟΥ

ΦΩΤ. ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΣΤΑΦΥΛΙΔΟΥ

Η τοποθεσία που επελέγη ήταν τα μέρη στα οποία γεννήθηκε, έζησε και έγραψε: η Σκιάθος. Το σκηνικό δεν χρειάστηκε στήσιμο. Ηταν εκεί από πάντα: ήταν το «Δασκαλειό», δηλαδή το σχολείο στο οποίο φοίτησε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Στον αέρα αντηχούσαν κουβέντες που περιέγραφαν μια από τις πιο συγκλονιστικές κι ανεξερεύνητες προσωπικότητες της ελληνικής λογοτεχνίας: τη «Φόνισσα». Η μουσική που έπαιζαν οι σολίστες της Λυρικής ήταν αποσπάσματα από τη νέα όπερα του Γιώργου Κουμεντάκη, που βασίζεται στη σκοτεινή «serial killer» και η οποία θα κάνει πρεμιέρα στις 19 Νοέμβριου από την Εθνική Λυρική Σκηνή, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

 

Την περασμένη Κυριακή, λίγο μετά τη δύση του ήλιου, το ανοιχτό θεατράκι στο Μπούρτζι της Σκιάθου γέμισε ασφυκτικά από τους κατοίκους της γενέτειρας του σημαντικού λογοτέχνη. Ηθελαν να δουν πώς ένα κείμενο άγριας ομορφιάς σαν τη Φόνισσα «μετουσιώθηκε» σε όπερα. «Συμπόσιο για τη “Φόνισσα”» έγραφε η πρόσκληση, αλλά στην πραγματικότητα, με αυτή την «παγκόσμια πρώτη» πήραμε μια μικρή δόση από όσα μας περιμένουν σε λίγους μήνες. Στην ολοκληρωμένη της μορφή, η όπερα ανεβαίνει σε λιμπρέτο Γιάννη Σβώλου, σκηνοθεσία Αλέξανδρου Ευκλείδη και σκηνικά Πέτρου Τουλούδη.

 

Η αισιοδοξία είχε χτυπήσει κόκκινο ήδη από την είδηση ότι η Λυρική έπειτα από χρόνια στασιμότητας στον τομέα των αναθέσεων ζήτησε από Ελληνα συνθέτη τη δημιουργία νέου έργου. Ηταν λογικό, λοιπόν, ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Λυρικής Μύρωνας Μιχαηλίδης να τονίσει στην ομιλία του αυτό το δυσάρεστο σερί, που σπάει η «Φόνισσα».

 

«Από το 2011 που ανέλαβα, έθεσα ως βασική προτεραιότητα την τόνωση της ελληνικής λυρικής δημιουργίας, η οποία τα τελευταία χρόνια δεν είχε να υπερηφανευτεί για κάποιο μείζον γεγονός. Θεώρησα πως έπρεπε η Λυρική να προκαλέσει τη δημιουργία ενός καινούργιου έργου από έναν ακμαίο Ελληνα συνθέτη και πάνω σε ένα θέμα από τη δεξαμενή του νεότερου ελληνικού πολιτισμού. Ο Γιώργος Κουμεντάκης αξιοποιεί σημαντικές τάσεις της σύγχρονης διεθνούς μουσικής δημιουργίας, με ελληνικά παραδοσιακά ιδιώματα. Αυτό είναι που του εξασφαλίζει ήδη μια αναγνωρισιμότητα ύφους- ζητούμενο και πολλές φορές ανέφικτο από πολλούς συνθέτες, που εγκλωβίζονται στον ακαδημαϊσμό ή τον μανιερισμό. Η τόνωση της δημιουργίας είναι απαραίτητη, εάν θέλουμε η όπερα να αποκτήσει βαθύτερους και ουσιαστικότερους δεσμούς με την ελληνική καλλιτεχνική ζωή. Δεν ξέρουμε εάν η «Φόνισσα» θα μπορέσει να συναγωνιστεί σε δημοφιλία την Τραβιάτα ή την Τόσκα. Αλλά αυτό δεν πρέπει να μας απασχολεί».

 

Η ψυχοσύνθεση της Φόνισσας, πάντως, δεν στερείται ενδιαφέροντος σε σχέση με τις δημοφιλείς οπερατικές ηρωίδες. Και οι δύο καθηγητές που μίλησαν σχετικά είχαν ισχυρά επιχειρήματα. Στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ομιλία της με τίτλο «Η Φόνισσα. Ενα «ανοιχτό» εν τέλει έργο;», η Γεωργία Φαρίνου-Μαλαματάρη (καθηγήτρια Φιλολογίας στη Φιλοσοφική του Αριστοτελείου και πρόεδρος της Εταιρίας Παπαδιαμαντικών Σπουδών) ανέλυσε το έργο μέσα από θεολογική, ψυχαναλυτική και κοινωνική προσέγγιση. Ενώ ο Δημήτρης Πολυχρονάκης (επίκουρος καθηγητής Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης) επιχείρησε να αναδείξει το αναποδογύρισμα των κοινωνικών και θρησκευτικών αξιών, που τελείται στον ψυχισμό της ηρωίδας και την ωθεί στους φόνους μικρών κοριτσιών.

 

Και ο συνθέτης; Πώς αντιμετώπισε την ηρωίδα του; «Δεν φαντάστηκα εδώ και 3 χρόνια που γράφω τη μουσική μια αναβίωση εποχής, αλλά την «εσωτερική αναβίωση», το ψυχογράφημα της ίδιας της Φόνισσας-Φραγκογιαννούς, μιας γυναίκας με περίεργη ψυχοσύνθεση, ποικιλοτρόπως ταλαιπωρημένης από τον περίγυρο και βαθιά βασανισμένης από τον εαυτό της. Αφησα τη μουσική να περιπλανηθεί και να εκφράσει αβίαστα και ελεύθερα τον ψυχισμό της, φτάνοντας εκεί που δεν μπορεί να φτάσει η λογική. Προσπάθησα να πλησιάσω τις κρυφές πτυχές μιας ψυχοπαθολογικής (;), ψυχονευρωτικής (;), δυναμικής(;), αυταρχικής (;), σίγουρα σύνθετης προσωπικότητας, που παίρνει μορφή μέσα από τη συγκλονιστική λογοτεχνική προσέγγιση του μέγιστου Παπαδιαμάντη».

 

Και τι συνδέει τη Φόνισσα με τη σημερινή πραγματικότητα; «Νομίζω η έλλειψη αγάπης. Εχει δει να υψώνονται γύρω της ο φόβος, το ψέμα, το μίσος, η απελπισία, αλλά όχι η αγάπη. Δεν υπάρχουν όνειρα, μόνο εφιάλτες. Η προβολή της παντοδυναμίας πάνω στους αδύναμους, ανήμπορους ανθρώπους για μια ζωή χωρίς νόημα και η ίδια απέραντη μοναξιά, τότε και τώρα», σημειώνει ο Γ. Κουμεντάκης. «Η μουσική ακολουθεί κάθε βήμα της. Αλλοτε εξωτερικεύει τον ψυχισμό της και άλλοτε βυθίζεται στους σκοτεινούς και ανήλιαγους, υπόγειους διαδρόμους της ψυχής της. Αλλοτε κοιτάζει τον κόσμο κατάματα και άλλοτε χάνεται στην ονειροπόληση. Είναι σημαντική στη συγκεκριμένη όπερα η προσπάθεια να χαρτογραφηθεί η αρχιτεκτονική του χώρου. Η Φύση μαζί με τη Φραγκογιαννού είναι οι δύο πρωταγωνίστριες της όπερας».

 

Δεν έχει καθόλου άδικο. Ο Πολιτιστικός Σύλλογος του νησιού (με πρόεδρο τον Θοδωρή Τζούμα) φρόντισε το μεσημέρι πριν από την έναρξη του συμποσίου να επιβεβαιώσει τον συνθέτη καλώντας μας σε μια εξαίρετη ξενάγηση με ένα μικρό καΐκι στα μέρη από όπου πέρασε η «Φόνισσα». Ακολουθήσαμε τα βήματά της και, με αφηγήσεις που ισορροπούν μεταξύ αλήθειας και μύθου, «ανεβήκαμε» πλαγιές όπου περιπλανήθηκε, κατεβήκαμε κακοτράχαλα μονοπάτια τα οποία διέσχισε όσο την κυνηγούσαν, χωθήκαμε σε «σπηλιές» όπου διανυκτέρευσε, σταθήκαμε μεσοπέλαγα, στο σημείο όπου ο Παπαδιαμάντης την «πνίγει» για να την γλιτώσει από τη θεία και ανθρώπινη δικαιοσύνη.

 

Πώς μπορεί, όμως, αυτή η πορεία να γίνει σκηνικό μας όπερας; «Το σκηνικό του Πέτρου Τουλούδη είναι ένα τοπίο ενός οικισμού δίπλα στη θάλασσα. Με ευαισθησία και πρωτοτυπία αποτυπώνεται η ελληνικότητα, ο ανοιχτός ορίζοντας και η ανατροπή στην 2η πράξη της καταδίωξης, όπου τα πάντα αναποδογυρίζουν. Και κάτι ακόμα: αντί να τρέχει η Φόνισσα στα βουνά, συμβαίνει το αντίθετο. Μένει ακίνητη. Η φύση γυρίζει γύρω της, την περικυκλώνει, την πνίγει και χάνεται», είπε ο Γ. Κουμεντάκης.

 

Ομως, είχαμε ήδη μάθει αρκετά. Είχε έρθει η ώρα να ακούσουμε τα τρία αποσπάσματα που επέλεξε ο συνθέτης. Διήρκεσαν κάτι περισσότερο από 20 λεπτά. Αρκούσαν για να μας βυθίσουν στην προσμονή και να διαπιστώσουμε πόσο επηρεάστηκε ο συνθέτης από τη δημοτική ελληνική παράδοση, πώς έστησε την πλούσια ηχοχρωματική του παλέτα, πόσες εναλλαγές και επίπεδα μπορούν να κρύβουν λίγα παπαδιαμάντια λόγια, πώς χειρίστηκε «μουσικά» τον κάθε ρόλο, αλλά και πώς η συλλογική μνήμη εκφράστηκε μέσα από τα πολυφωνικά τραγούδια που συνέθεσε (ακούγονται ως μοιρολόγια μετά από κάθε φόνο).

 

Η φωνή της Φραγκογιαννούς (Ειρήνη Τσιρακίδου), σαν μαχαιριά έσκιζε την νύχτα. Η κόρη της Κρινιώ (Νίκη Χαζιράκη) μεταξύ άγχους και τρόμου απαντούσε στις ερωτήσεις του Ειρηνοδίκη (Βαγγέλης Μανιάτης) και του Αστυνόμου (Νίκος Στεφάνου). Η Πολυφωνική Χορωδία τραγουδούσε τα τελευταία λόγια: «Παράγγειλέ μου, μάτια μου, το πόθε θέλεις να ’ρθεις/ να στρώσω ρόδα στα βουνά, τριαντάφυλλα/ να στρώσω ρόδα στα βουνά, στους κάμπους». Ετσι γράφτηκε το φινάλε στη Σκιάθο. Η μουσική είχε ενωθεί για πάντα με τη γενέτειρα της «Φόνισσας» και η αντίστροφή μέτρηση που θα μας οδηγήσει τον Νοέμβριο είχε ήδη αρχίσει.

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

Γιάννης Σβώλος: Πώς έκανα λιμπρέτο τον Παπαδιαμάντη

 

Κι αν η μουσική βρίσκει τον τρόπο να τρυπώσει ακόμα και στο πιο σκοτεινό κείμενο, το λιμπρέτο στη «Φόνισσα» καλείται να υποστηρίξει το κείμενο ενός συγγραφέα με γλώσσα προσωπική κι απαράμιλλη. Σαφέστατα αποτελεί ένα από τα μεγάλα στοιχήματα του εγχειρήματος.

 

«Οταν γύρω στο 2009 πρότεινα στον Γιώργο Κουμεντάκη τη σύνθεση μιας όπερας επάνω στη “Φόνισσα” του Παπαδιαμάντη, κίνητρό μου ήταν το ενδιαφέρον για τον θερμό ψυχολογικό πυρήνα της νουβέλας, η αναμέτρηση με τις συσσωρευμένες φορτίσεις του εμβληματικού έργου στη διαχρονία και η περιέργεια να το δω και να το ακούσω μελοποιημένο σε μια σύγχρονη μουσική γλώσσα», λέει ο Γιάννης Σβώλος, που ανέλαβε το δύσκολο έργο. «Ολα αυτά ξεκίνησαν από τον συναγερμό που προκάλεσε μέσα μου η παρακολούθηση της “Γενούφας” του Γιάνατσεκ στο Φεστιβάλ του Γκλάινμπορν στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Αυτό που επιχειρήσαμε να δημιουργήσουμε, ο καθένας στο δικό του πεδίο, ήταν μια σύγχρονη literaturoper. Δηλαδή μια όπερα απ’ ευθείας βασισμένη σε ένα λογοτεχνικό έργο». Ο ίδιος διευκρινίζει πως όσο ήταν εφικτό κρατήθηκε σχεδόν αυτούσιο το κείμενο του Παπαδιαμάντη. Σε άλλα σημεία περιγραφές μετετράπησαν σε μονόλογοι της Φραγκογιαννούς, φράσεις μεταγράφηκαν σε α΄ πρόσωπο από την ενδιάμεση παπαδιαμαντική καθαρεύουσα στη λαϊκή, ομιλούμενη γλώσσα. «Επειδή χρησιμοποιήθηκαν κυρίως αποσπάσματα διαλόγων και μονολόγων, αυτό ήταν σχετικά εύκολο. Η διαδικασία περιλάμβανε περιορισμένης έκτασης αναδιατυπώσεις, επαναλήψεις ή συμπυκνώσεις. Σε αρκετές περιπτώσεις, ωστόσο προστέθηκαν σκέψεις ή εσωτερικοί μονόλογοι, τους οποίους ο Παπαδιαμάντης καταγράφει σχολιαστικά, ως αφηγητής που αφουγκράζεται για λογαριασμό του αναγνώστη όσα συμβαίνουν στον νου των προσώπων της νουβέλας».

 

Scroll to top