Στο άρθρο με τίτλο «»Προχθεσινή» και προκλήσεις του αύριο» ο διευθυντής διατύπωνε την άποψη ότι «οι σύγχρονοι καιροί έχουν επιφέρει, μεταξύ άλλων, κοσμογονικές αλλαγές στις συνήθειες των αναγνωστών του έντυπου Τύπου». Και συνέχιζε: «Δεκάδες μετρήσεις καταδεικνύουν ότι η δυναμική ηλικιακή κατηγορία από 35 έως 54 ετών, η οποία συνιστά το 75% του κοινού, αφιερώνει στις εφημερίδες μισή ώρα ημερησίως περίπου. Πρόκειται για πολυάσχολους υπαλλήλους, επαγγελματίες, επιστήμονες, στους οποίους οι φρενήρεις ρυθμοί εργασίας και οι μετακινήσεις στις υδροκέφαλες πόλεις αφήνουν ελάχιστο ελεύθερο χρόνο».
Ξέγνοιαστοι ο Νικάνωρ και η Μιχάλ επιδίδονταν σε αγχολυτικές βαρκάδες στη μαγευτική λίμνη Πόκαρα του Νεπάλ, υπό τη σκιά των πάλλευκων κορυφών της Αναπούρνας με προεξάρχουσα την κωνική Ματσαπουτσαρέ, ήτις ερωτοτροπούσε ασυστόλως με τον ουρανό και το φως. Παλλόταν καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας στις θωπείες των αχτίδων του ήλιου, καρδιοχτυπούσε στη ζέση τους, παρέλυε στην εγκαρδιότητά τους. Απεκδυόταν ένα ένα τα φανταχτερά πέπλα της σαν ανατολίτισσα χορεύτρια, προσεγγίζοντας τα μυστήρια της ύπαρξης με αισθαντικές, παλινδρομικές κινήσεις που διεγείρουν ακατανίκητους πόθους. Οι οπάλ αποχρώσεις του σούρουπου την μεταμόρφωναν σε λάγνα και προκλητική ορχηστρίδα.
«Εδώ και μήνες η διεύθυνση τη εφημερίδας μας επεξεργάζεται πρότζεκτ προκειμένου να διαβάζεται πιο ευχάριστα» εξακολουθούσε ο Μπουκ. «Τα βασικά στοιχεία κάθε ρεπορτάζ πρέπει να σημειώνονται σε γραφήματα, λεζάντες και ειδικά πόιντ, ούτως ώστε με ένα απλό ξεφύλλισμα ο αναγνώστης να καθίσταται αρκούντως ενημερωμένος. Τα κείμενα του πρωτόπειρου συνεργάτη μας Νικάνορος Παπαθεοδωροκομουντορονικολουκόπουλου αξιοποιήθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση με το πρωτοφανές ονοματεπώνυμό του να μετατρέπεται στο κατάλληλο όχημα που μεταφέρει το ανά χείρας φύλλο στη νέα εποχή», συμπλήρωνε.
Το μεσογειακό ζεύγος έφθανε με τα ποδήλατα στη συνοικία των Θιβετιανών προσφύγων για να θαυμάσει τους απαράμιλλους ρυθμούς της λαϊκής τέχνης τους κι ο εκκολαπτόμενος ρεπόρτερ ούτε στα πιο μύχια ενύπνιά του δεν θα μπορούσε να προβάλλει το εγκώμιο που του έπλεκε ο αυριανός του διευθυντής. «Η πρωτοποριακή γλώσσα αυτού του είδους, άλλωστε, αποτελεί πραγματική επανάσταση στον χώρο του Τύπου, καθώς αποδομεί την εξουσία του γραπτού λόγου, λιπαίνοντας το έδαφος για μια διαδραστική παρουσίαση της δημοσιογραφικής ύλης», κατέληγε.
Ξένιζε η υπογραφή κάτω απ' τη φωτογραφία που δεν ήταν Ακης Μπουκ, ως συνήθως, αλλά Θεοφύλακτος Μπουκουριάδης. Το οικογενειακό τους επώνυμο Μπουκούρης, που στα τουρκικά σημαίνει μικροσκοπικός ή νάνος, δεν ήταν τόσο εύληπτο στους Γάλλους εργοδότες του παππού του, ο οποίος δούλεψε επί δεκατρία συναπτά έτη στην κατασκευή της Διώρυγας της Κορίνθου ως μηχανικός. Στις καταχωρήσεις της Διεθνούς Εταιρείας αναφερόταν συχνότερα ως Μπουκ κι οι γραφειοκρατικής φύσεως περιπλοκές με το ελληνικό Δημόσιο τον εξανάγκασαν να το υιοθετήσει.
Ο Μπουκούρης ή Μπουκ προκάλεσε μπελάδες στα επτά παιδιά του που ενστερνίστηκαν κάποια την πρώτη, ορισμένα τη δεύτερη κι άλλα και τις δύο εκδοχές. Ο διευθυντής του κοτσάριζε τώρα την ελληνοπρεπέστατη κατάληξη -άδης και το άφηνε να αρμενίζει στα κύματα. (Συνεχίζεται…)
Μετέωρος [email protected]