Του Παναγιώτη Γεωργουδή
Η «απόλυση» -κατά δήλωσή του- του μεγαλοφυούς Γκρέκο το 1572 από το μυθικό Παλάτσο Φαρνέζε της Ρώμης και τον πλούσιο καρδινάλιο και υποψήφιο Πάπα Αλεσάντρο Φαρνέζε αιωρείται ως το πεπρωμένο των μεγάλων πρωτοπόρων μέσα στους αιώνες. Αποτυπώνεται στη δραματική και υπερήφανη διατύπωσή του, «γιατί να κυνηγηθώ και να εκδιωχθώ, δίχως καμιά δική μου ενοχή, με τέτοιο τρόπο». Με ύφος γεμάτο ευθύνη και περηφάνια, γράφει στην επιστολή προς τον προστάτη του, τον Φαρνέζε: «Κάνοντας έλεγχο και λεπτομερή εξέταση του εαυτού μου […] δεν βρίσκω στον εαυτό μου καμία αιτία και καμία αφορμή για μια τέτοια ντροπή».
Τα παραπάνω σημειώνει σε πολυσήμαντο επιστημονικό του κείμενο, με τίτλο «Ο μαικήνας Αλεσσάντρο Φαρνέζε και το ζήτημα της πατρωνίας του στον Γκρέκο» ο επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης, Παναγιώτης Ιωάννου, που δημοσιεύεται στον κατάλογο της έκθεσης του Ιστορικού Μουσείου Κρήτης και του Μουσείου Μπενάκη.
Γιατί απολύθηκε όμως ο οικουμενικός Ελληνας, «απόλυση» που δρομολόγησε τη μετάβασή του από την Ιταλία στην Ισπανία; Οπως αναφέρει σε ένα κείμενο στον ίδιο κατάλογο ο επιμελητής του, Νίκος Χατζηνικολάου, «η δήλωσή του ότι θα μπορούσε να ξαναφτιάξει αν την κατέστρεφαν τη Δευτέρα Παρουσία του Μιχαήλ Αγγέλου «με σεμνότητα και κοσμιότητα όχι κατώτερη από τη ζωγραφική τελειότητα» τον έφερε σε ανοιχτή σύγκρουση με τους ζωγράφους και τους φιλότεχνους της Ρώμης».
Η διαμονή του Θεοτοκόπουλου στη Ρώμη, στο Παλάτσο Φαρνέζε, το οποίο ήταν ένα διεθνές καλλιτεχνικό μουσείο συλλογής αρχαιοτήτων και ταυτόχρονα συγκέντρωνε έναν μεγάλο κύκλο καλλιτεχνών και λογίων, ήταν καθοριστική τόσο για τη θεωρητική συγκρότησή του, ιδιαιτέρως για τη γνωριμία του με τα πλατωνικά και νεοπλατωνικά ρεύματα, όσο και για τους ευρύτερους καλλιτεχνικούς οραματισμούς του, σημειώνει ο Παναγιώτης Ιωάννου. Ο Αλεσάντρο Φαρνέζε υπήρξε καρδινάλιος σε ηλικία 14 ετών, ανιψιός του τελευταίου ουμανιστή Πάπα, του Παύλου Γ΄, που είχε δασκάλους τον Δημήτριο Χαλκοκονδύλη και τον Πομπόνιο Λέτο, γνώριζε ελληνικά και αποκαλούσε τον εαυτό του «Alexander romanus»! O ανιψιός Αλεσάντρο υπήρξε επίσης ουμανιστής, γνώστης των ελληνικών, κάτοχος μεγάλης αρχαιολογικής συλλογής αλλά και τεράστιων καλλιτεχνικών έργων, μεταξύ των οποίων των Μιχαήλ Αγγελου, Ραφαήλ, Τισιανού, Ντίρερ κ.ά. Προστάτευε λόγιους και καλλιτέχνες και μέχρι το 1560 ακόμα και αυτούς «που κατηγορούνταν ως “αιρετικοί” από την Ιερά Εξέταση».
Ο Θεοτοκόπουλος εισέρχεται στο περιβάλλον του Παλάτσο Φαρνέζε στις 16 Νοεμβρίου του 1570 με εισηγητική επιστολή του φίλου του, διάσημου μικρογράφου Τζούλιο Κλόβιο, αυλικού του Φαρνέζε. Ο επιμελητής του καταλόγου και πρόεδρος της επιστημονικής επιτροπής του Συνεδρίου, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης, Νίκος Χατζηνικολάου, στο πολλαπλώς διαφωτιστικό κείμενό του με θέμα «Ενας μαθητής του Τισιανού στο Παλάτσο Φαρνέζε το 1570-1572», παραθέτει την επιστολή του Κλόβιο προς τον Φαρνέζε: «16 Νοεμβρίου 1570. Εφθασε στη Ρώμη ένας νεαρός από την Κρήτη, μαθητής του Τισιανού, ο οποίος κατά τη γνώμη μου αποτελεί σπάνια περίπτωση στη ζωγραφική. Ανάμεσα σε άλλα πράγματα, έφτιαξε ένα πορτραίτο του εαυτού του που κάνει να σαστίζουν όλοι ετούτοι οι ζωγράφοι της Ρώμης. Εγώ θα ήθελα να τον περιποιηθώ υπό τη σκέπη της εκλαμπροτάτης και σεβασμιοτάτης αφεντιάς σας, χωρίς άλλες δαπάνες για να ζει, παρά μόνο ένα δωμάτιο στο Παλάτσο Φαρνέζε για λίγο μόνο χρόνο, δηλαδή μέχρι να εγκατασταθεί καλύτερα…».
Ο κ. Χατζηνικολάου με τη σειρά του δίνει μια ολοκληρωμένη εικόνα των καλλιτεχνικών και θεωρητικών αλμάτων που πραγματοποίησε ο Γκρέκο μετά το 1567 που έφτασε στη Βενετία, ενώ οριοθετεί αριστοτεχνικά τα ερευνητικά κενά που παρουσιάζονται αυτή την περίοδο για τη ζωή του μεγάλου ζωγράφου λόγω έλλειψης στοιχείων. Αναφέρει την τεράστια εκτίμηση που έτρεφε ο νεαρός Κρητικός για τον Βενετσιάνο ζωγράφο Τισιανό («ο καλύτερος γνώστης και μιμητής της φύσης»), ενώ για τη «Μάχη» του Τισιανού, που βρισκόταν στην αίθουσα του Μεγάλου Συμβουλίου του δουκικού ανακτόρου, σημείωνε: «Αυτό το ζωγραφικό έργο θα ήταν πραγματικά το καλύτερο που υπάρχει στον κόσμο, αν δεν καταστρεφόταν στην πυρκαγιά του 1577». Ο κ. Χατζηνικολάου επισημαίνει και το εκπληκτικό σχέδιο του Θεοτοκόπουλου «Ημέρα», παρμένο από αντίστοιχο θέμα-γλυπτό του Μιχαήλ Αγγελου, μετά την «απόλυση» από το Παλάτσο Φαρνέζε. «Ο Θεοτοκόπουλος, με το μεγαλειώδες αυτό σχέδιο, γεμάτο ευρήματα, πλέκει το εγκώμιο της ζωγραφικής τέχνης, αφού είναι σε θέση να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση του όγκου», γράφει. Καταδεικνύει μεταξύ των άλλων και τον «οπλισμό» που φέρει ο Γκρέκο εισερχόμενος στο Φαρνέζε Παλάτσο.
Παράλληλα, o κ. Ιωάννου τονίζει ότι η επαφή που είχε αργότερα ο Θεοτοκόπουλος στην Ισπανία «είναι σχεδόν βέβαιο ότι οφείλεται στο περιβάλλον Φαρνέζε», το οποίο ήταν αρκετά ισπανόφιλο και έπαιξε βασικό ρόλο στη σύνδεσή του με τον καθολικό βασιλέα Φίλιππο Β’. Εκτιμά ακόμα πως η φυγή από τη Ρώμη, σε μια περίοδο που δυνάμωνε η Αντιμεταρρύθμιση, για έναν αυτόνομο καλλιτέχνη του μεγέθους του Θεοτοκόπουλου υπήρξε θετική. «Απ’ ό,τι μας δείχνει στο έργο του, έθετε ολοένα υψηλότερους στόχους», γράφει. «Η δυσάρεστη εξέλιξη της εκδίωξής του από το ασφαλές περιβάλλον του Παλάτσο Φαρνέζε έμελλε στη συνέχεια να αποδειχθεί μάλλον κερδοφόρα. Γιατί, αν υποθέσουμε ότι ο Θεοτοκόπουλος παρέμενε στο περιβάλλον της Αντιμεταρρυθμιστικής Ρώμης, έστω και στον κύκλο Φαρνέζε, για το υπόλοιπο της ζωής του, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα είχε την ευκαιρία να δημιουργήσει το σημαντικότερο μέρος του έργου του: τους υψηλού σθένους πίνακες που άφησε στη μικρή πόλη της Καστίλης». Η Αντιμεταρρύθμιση «ευνοούσε περισσότερο απλούς εικονογράφους, ζωγράφους-διακοσμητές, αυλικούς και αυλοκόλακες», καταλήγει ο μελετητής.
INFO: Η έκθεση «Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος μεταξύ Βενετίας και Ρώμης» στο Ιστορικό Μουσείο διαρκεί έως 25 Οκτωβρίου. Από τις 21 Νοεμβρίου θα μεταφερθεί στο Μπενάκη.