11/07/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Το βράδυ ο κόσμος αλλάζει

      Pin It

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΟΥΛΕΝΤΙΑΝΟΥΤης Μαργαρίτας Κουλεντιανού

 

Τι δουλειά έχει κανείς στην καυτή Αθήνα, ενώ δυο βήματα πιο κει είναι οι παραλίες, οι θάλασσες, ο ήλιος και το αλάτι τη μέρα, η δροσιά το βράδυ; Ομως, να 'μαστε μεσοκαλόκαιρο εδώ, κυνηγώντας τις προθεσμίες της Εφορίας, περιμένοντας με αγωνία το εκκαθαριστικό, τρώγοντας τη μέρα με προσθέσεις κι αφαιρέσεις για να δούμε πώς θα βγάλουμε την πρώτη δόση, στο τέλος του μήνα. Εχοντας ξεχάσει, έτσι όπως νερουλιάζει το μυαλό με τον καύσωνα, τις απολυμένες καθαρίστριες, τους διαθέσιμους στα Πανεπιστήμια -που συνεχίζουν τα μαθήματα ή αρχίζουν τις εξεταστικές, με μπαιλντισμένους φοιτητές και καθηγητές που τρέχουν να προλάβουν (μέσα στις ζέστες του Ιουλίου!) το εξάμηνο. Ξεχάσαμε και τα δάση και τις παραλίες, που θα πουληθούν μπιρ παρά. Ξεχάσαμε και τη μικρή ΔΕΗ και τη μεγάλη ΔΕΗ και την επιστράτευση. Αρνούμαστε να παρακολουθήσουμε τα κόμματα της αντιπολίτευσης να καταθέτουν έξι διαφορετικές προτάσεις με το ίδιο αίτημα – το δημοψήφισμα για τις ενεργειακές πηγές και για το αν θα τις πουλήσουμε, πώς και πόσο. Δεν καταγράψαμε στον νου μας ότι πέρασε –σιγανά και ταπεινά– από το θερινό τμήμα της Βουλής το κατάπτυστο νομοσχέδιο για τις φυλακές τύπου Γ, την απομόνωση και ψυχική εξόντωση των φυλακισμένων. Ακόμα και τα κουνούπια του Νείλου ξεχάσαμε οι απρόσεχτοι, κι αυτά επανήλθαν δριμύτερα σε βεράντες χωρίς φιδάκια και όρμησαν ακάθεκτα σε δέρματα που δεν είχαμε φροντίσει να αλείψουμε με σιτρονέλες.

 

Κάπως σαν ζόμπι κυκλοφορούμε στην πόλη όλη μέρα, τρέχοντας πάνω-κάτω με ντοσιέ και ιδρώνοντας μπροστά από γραφεία λογιστών, προσπερνώντας τις άδειες βιτρίνες μαγαζιών που έχουν κλείσει από καιρό, αλλά σύμφωνα με υπουργική απόφαση θα μένουν ανοιχτά τις Κυριακές. Ομως το βράδυ, σαν να φυσάει καινούργιος αέρας. Σαν να ξυπνάνε οι ναρκωμένες ψυχές. Σαν να φεύγουν από πάνω μας τα βάρη της μέρας, σαν να γινόμαστε αλλιώτικοι, πιο ελεύθεροι και πιο ανθρώπινοι.

 

Την περασμένη εβδομάδα, δύο δημοτικά θέατρα έπαιζαν για δύο συνεχόμενες μέρες, την ίδια παλιά παράσταση – τριών, τεσσάρων χρόνων. Στο πρώτο τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν από νωρίς, αλλά εντάξει, Κυριακή ήταν. Τις Κυριακές βγαίνει ακόμα ο κόσμος. Το δεύτερο, την επόμενη μέρα, τρία τέταρτα πριν από την έναρξη της παράστασης δεν είχε πια εισιτήρια. Ομως μια ουρά, γύρω στα διακόσια άτομα, περίμενε υπομονετικά. Συζητώντας μεταξύ τους. Οι νέοι ευκολότερα, έφτιαχναν παρέες και πήγαιναν να κάτσουν στο διπλανό πάρκο. Οι μεγαλύτεροι λίγο πιο διστακτικά, στην αρχή τουλάχιστον. Κυρίες μόνες, ηλικιωμένα ζευγάρια, ξεκινούσαν να συζητούν με αγνώστους, κρατώντας τα προσχήματα: μιλώντας για την παράσταση που δεν θα έβλεπαν. Συνέχιζαν την κουβέντα τους για άλλα θέματα, ψάχνοντας να βρουν κοινούς γνωστούς ή κοινές εμπειρίες, ακόμα κι όταν έκλεισαν οι πόρτες του θεάτρου κι άρχισε η παράσταση και δεν είχαν πια κανέναν λόγο να κάθονται εκεί και να περιμένουν. Κανέναν άλλο λόγο εκτός από το να κάνουν παρέα, να μιλήσουν, να μη γυρίσουν «από τώρα» στο σπίτι, να μείνουν λίγο ακόμα έξω.

 

Κάπου στη γειτονιά μου υπάρχει ένα μισοκαμένο, εγκαταλειμμένο σπίτι. Εδώ και μερικούς μήνες έχει εγκατασταθεί εκεί ένας άνθρωπος, μόνος. Είναι φανερά άνεργος, βρίσκεται στο «σπίτι του» όποια ώρα κι αν περάσει κανείς από κει. Οι γείτονες, προσεκτικά και διακριτικά, κρεμάνε στον φράχτη του σπιτιού σακούλες με τρόφιμα ή ρούχα. Ο φούρναρης κάθε βράδυ τού δίνει ό,τι περίσσεψε. Καμιά τυρόπιτα, ψωμί. Τις προάλλες, ο άνθρωπός μας καθόταν έξω στον κήπο. Δεν ήταν μόνος. Κάποιος (γείτονας; παλιός φίλος;) είχε πάει επίσκεψη, φέρνοντας μαζί και το τάβλι του. Το πήραν συνήθειο, σχεδόν κάθε βραδάκι. Στον κήπο, με τη δροσιά. Παρέα.

 

Scroll to top