13/07/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μισέλ Φάις

«Το ελάχιστο» μπορεί να είναι μαγικό

Γιώργος Σκαμπαρδώνης «Νοέμβριος» 33 Διηγήματα Πατάκης, 2014, σελ. .
      Pin It

Γιώργος Σκαμπαρδώνης
«Νοέμβριος» 33 Διηγήματα
Πατάκης, 2014, σελ. 156

 

Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη

 

Πώς προκαλείται η συγκίνηση στη λογοτεχνία; Εννοώ πώς ο αναγνώστης αναγνωρίζει αισθητικές αξίες όχι με τον εγκεφαλικό τρόπο της εξερεύνησης μιας ιστορίας αλλά με τον ψυχικό της συναίσθησης; Και πώς μπορεί κανείς να εκφράσει με λόγια το συναισθηματικό άγγιγμα που άφησαν απλά, μικρά, καθημερινά περιστατικά, ιδωμένα όμως με αγάπη και με ευαισθησία;

 

Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης δεν αιφνιδιάζει με τον τρόπο με τον οποίο συνθέτει τα διηγήματά του. Αρπάζεται από μικρές αφορμές που κινητοποιούν το μυαλό και την καρδιά του και πάνω σ’ αυτές προβάλλει τις προσωπικές του συνδέσεις γράφοντας ολιγοσέλιδα κείμενα που συναιρούν το παρόν και το παρελθόν, το προσωπικό και το συλλογικό, το βιωμένο και το φανταστικό. Η αφορμή-σκανδάλη πυροδοτεί έναν εσωτερικό μηχανισμό σύλληψης και επεξεργασίας της πρωτογενούς ύλης, με τη μνήμη, την αναδρομή και τη σύναψη αντίθετων και οξύμωρων σχημάτων να οδηγούν σε ακαριαίες αισθητικές καταβυθίσεις.

 

Ο ίδιος ο συγγραφέας δηλώνει στην αρχή πολλών διηγημάτων ότι η πρώτη παρατήρηση τον πήγε στο παρελθόν, στο οποίο βρήκε στιγμιότυπα που καιροφυλακτούσαν ανενεργά ώς τότε, περιμένοντας το έναυσμα για να ξεδιπλωθούν. Κι αυτός είναι ο πρώτος άξονας της σκαμπαρδωνικής γραφής: να πηγαινοέρχεται από το παρόν σε παλιότερες εποχές και να συνδέει σημερινές εμπειρίες με φαινομενικά ξεχασμένες αναμνήσεις. Λ.χ. «Ο καστανάς της Β΄ Δημοτικού», που ανατρέχει ονειρικά στα σχολικά χρόνια, δείχνει ότι η πραγματικότητα που ζούμε είναι η συνισταμένη και των παρελθοντικών εμπειριών οι οποίες υπάρχουν συγχρόνως με τις τωρινές. Αντίστοιχα, η μνήμη πλάθει ιστορίες, θυμίζει συγγενείς και αφανείς ανθρώπους που κάτι ιδιαίτερο άφησαν παρακαταθήκη («Το κέικ-σκαντζόχοιρος»), επαναφέρει ιστορικές φάσεις, υποδεικνύοντας ότι η ζωή μας είναι το παλίμψηστο ατομικών και συλλογικών γραφών οι οποίες έχουν εντυπωθεί βαθιά στο είναι μας (ενδεικτικά: στην «Απολλωνία Ιλη» η Ιστορία αποδεικνύεται ζωντανή σαν déjà vu που μόνο ένας ευαίσθητος παρατηρητικός νους μπορεί να συλλάβει).

 

Αυτή η συνεχής και μόνιμη επιβίωση του παρελθόντος οδηγεί και στον δεύτερο άξονα της συλλογής.

 

Το σήμερα είναι μια έκλαμψη, ενώ το αλλοτινό αξίζει να μείνει, γιατί αποτελεί τη ζωοδότρα παράδοση, το αυθεντικό υπόβαθρο, τον φορέα γνησιότητας αλλά και μια πλούσια συναισθηματική δεξαμενή. Στη «Λατέρνα στο ασανσέρ», όπου ο συσχετισμός της κόσμιας αλλά νεκρής πολυκατοικίας με τον παραδοσιακό λατερνατζή δείχνει ότι το παλιό και αυθεντικό ανανεώνει το σύγχρονο και άψυχο, φαίνεται η επίδραση της σκέψης του Γιώργου Ιωάννου. Ανάλογη αναζήτηση και διάσωση του παλιού φαίνεται στο «Βάμμα του ηλιοτροπίου», όπου ο αφηγητής σπεύδει να διασώσει από το παλιό φαρμακείο τα μπουκαλάκια, στα οποία αναμιγνύονταν και φυλάσσονταν οι φαρμακευτικές ουσίες. Μια τέτοια νοσταλγία μετατρέπει σε vintage αυτό που για τους άλλους αξίζει να πεταχτεί και το ξαναζωντανεύει από αγάπη, ενώ παράλληλα επιβεβαιώνεται ότι μόνο η πίστη και η αφοσίωση στο παραδοσιακό μπορούν να φέρουν απτά και απρόσμενα αποτελέσματα («Ενα κλαρίνο ντο δίεση»).

 

Σε μερικά διηγήματα εμφιλοχωρεί ο τρίτος άξονας της σκαμπαρδωνικής διηγηματογραφίας, που είναι η σύζευξη του πραγματικού με το φανταστικό.

 

Το τελευταίο λειτουργεί στη συνύπαρξη γενεών και εποχών σε μια ουτοπική ταυτοχρονία, καθώς νεκροί πλέον άνθρωποι έρχονται στο προσκήνιο, όπως ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης που εργάζεται στο φαρμακείο του («Φαρμακείον Ν.Γ. Πεντζίκη»), ζουν ανάμεσά μας και συνεχίζουν να δρουν και να σκέφτονται όπως παλιά.

 

Και φυσικά δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τη ζωοφιλία που επεκτείνεται σε πολλά έργα του διηγηματογράφου.

 

Δεν πρόκειται για την αγάπη των οικόσιτων ζώων που περνάνε σαν πιστοί σύντροφοι του ανθρώπου, αλλά η έλξη από μορφές ζωής που αυτόνομες παρουσιάζουν κάτι το αξιοπρόσεκτο, συνδέονται με την κοινωνική συνύπαρξη και προκαθορίζουν, έστω και εν αγνοία τους, στιγμιότυπα που μένουν ανεξίτηλα. Η ίδια η έννοια της επιβίωσης αποδίδεται με το πονηρό ένστικτο του λύκου ή με τη στριγκή φωνή των προς σφαγή γουρουνιών, η αίσθηση της ελευθερίας με τον απελευθερωμένο γρύλο, η ζωική βοήθεια που αμείβεται από έναν γέροντα, καθώς αυτός ταΐζει εφ’ όρου ζωής τα μυρμήγκια που τον έσωσαν.

 

Ο Γ. Σκαμπαρδώνης δείχνει με τα διηγήματα που κοιτάζουν προς τα πίσω ότι οι στιγμές της ζωής μας αποκτούν νόημα όταν στηρίζονται σε βαθιά ψυχικά πετρώματα κι ότι όποιος σκάψει για να φυτέψει ένα δεντράκι θα συναντήσει θαμμένους θησαυρούς, πλούσια κοιτάσματα εμπειριών, υπόγεια ρεύματα που μας αναζωογονούν. Κάθε μας αισθητηριακή σύλληψη οδηγεί πίσω σε μια δεξαμενή εικόνων και αναμνήσεων, οι οποίες ξυπνούν από τη λήθη και αναβλύζουν αισθήματα και συγκινήσεις. Η μικρή φόρμα επιτρέπει αφενός στον συγγραφέα να αποτυπώσει την άμεση έκρηξη που δημιουργείται και αφετέρου στον αναγνώστη να νιώσει τον παλμό της.

 

Τα 33 διηγήματα της συλλογής προσφέρουν μικρές ανάσες ανάγνωσης, οι οποίες δυναμώνουν χάρη στη σαφήνεια της πυκνότητας και την ακαριαία εκτίναξη της ποίησης. «Το ελάχιστο» μπορεί να είναι μαγικό…

 

Scroll to top