13/07/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Σύννεφα περασμένων χρόνων

Λεωνίδας Κακάρογλου «Μνήμη σχεδόν πλήρης» Ποιήματα Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2014, σελ. .
      Pin It

Λεωνίδας Κακάρογλου
«Μνήμη σχεδόν πλήρης»
Ποιήματα
Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2014, σελ. 45

 

Του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου

 

Ο χρόνος, ο χρόνος που περνάει και δεν επιστρέφει, ο χρόνος που έχουμε ζήσει και όσος μας απομένει ακόμα, ο χρόνος των άλλων και ο χρόνος μας χωρίς τους άλλους φαίνεται να είναι το κυρίαρχο θέμα στην ποίηση του Λεωνίδα Κακάρογλου. Σε τρεις μάλιστα από τις οκτώ συνολικά ποιητικές του συλλογές, από το 1981 ώς σήμερα, η κυρίαρχη παρουσία του δηλώνεται ήδη από τον τίτλο: «Η συνήθεια των ημερολογίων», «Μονάχα ο χρόνος ξέρει», «Οι μέρες πριν τα χρόνια»· ενώ και στο πιο πρόσφατο ποιητικό του βιβλίο ο χρόνος είναι διαρκώς παρών, με τη μορφή της μνήμης και της απουσίας. Ολα εξάλλου τα ποιήματα της νέας αυτής συλλογής του Κακάρογλου εκκινούν από την απώλεια και πραγματεύονται τη ζωή μετά απ’ αυτήν. Είναι χαρακτηριστικό, και για το θέμα και για το ύφος και για το κλίμα όλου του βιβλίου, το ποίημα με το οποίο εισάγεται ο αναγνώστης σε αυτό: «Τώρα τους χειμώνες / Βρέχει ελάχιστα / Κι έτσι την ομπρέλα σου / Τη φύλαξα στη ντουλάπα / Και δεν την ανοίγω ποτέ πια / Φοβάμαι πως αν ξεγελαστώ / Και την ανοίξω / Παλιές βροχές που τη μουσκέψανε / Θα με παρασύρουν / Στο ρυάκι / Της απουσίας σου».

 

Η αποδοχή της απώλειας και η συνήθεια της απουσίας, η διαρκής και αναπόφευκτη επιστροφή διά της μνήμης στο παρελθόν είναι τα θέματα που κυριαρχούν στα περισσότερα από τα τριάντα ποιήματα της συλλογής. Τα όργανα με τα οποία κρατιέται ζωντανή αυτή η απουσία και καθίσταται δυνατή αυτή η επιστροφή (δίκοπο μαχαίρι σε κάθε περίπτωση) είναι τα όνειρα και η βροχή, οι αναμνήσεις και, κυρίως, τα κάθε λογής αντικείμενα που μια χαμένη πια καθημερινότητα έχει κάποτε αγγίξει: μια ομπρέλα κι ένα νάιλον αδιάβροχο, οι πόρτες και οι βρύσες του σπιτιού που ακόμη θυμούνται, τα σεντόνια του κρεβατιού, ένας καθρέφτης που ως εκ θαύματος συγκρατεί ένα πρόσωπο κι ένα σώμα αποτυπωμένα κάποτε στην επιφάνειά του. Ο,τι μένει όμως δεν είναι η ζωντανή παρουσία αλλά μόνο οι στιγμές που αντέξανε στον χρόνο κι έχουνε γίνει πια φωτογραφίες που τα χρώματά τους αλλοιώθηκαν κι ο ποιητής βιάζεται, θα 'λεγες, να τις δείξει, να τις μοιραστεί και να τις απαθανατίσει όσο ακόμα κι ο ίδιος τις θυμάται, γιατί σβήνουν και χάνονται πολύ γρήγορα: «Ξαπλώνω στο πάτωμα / Και προσπαθώ να βρω τις πατημασιές σου / Που άφησαν το αποτύπωμά τους / Δεν βρίσκω τίποτα / Σαν να μην πατούσες / Σα να 'σουν αερικό / Σκόνη / Φύσημα του αέρα / Σύννεφο των περασμένων χρόνων».

 

Κάποτε επιχειρεί μικρές εξόδους από τον χώρο των οικείων αναμνήσεων,·ονειρεύεται μια ζωή από την αρχή, η πόλη εξάλλου κάθε βράδυ μοιράζει υποσχέσεις σε όλους μας, καθώς τρυφερές ελπίδες αχνοφέγγουν. «Ξεχρέωσα τις αναμνήσεις / Και κυνηγώ τις εμπειρίες», θα δηλώσει ο ποιητής, μα πάλι η πόλη «Με κοιμητήριο μοιάζει / Που άδειασε μετά την κηδεία»: διαφορετικές απουσίες τον περιμένουν στους δρόμους που γυρίζει, η μητέρα, ο πατέρας, ο Gentrian Gurra, ετών είκοσι, που δεν θα γίνει Ελληνας ποτέ και κοιμάται τώρα στο κοιμητήριο των πάντοτε Ελλήνων, η θεία Αργυρώ. «Οι πεθαμένοι μαζεύονται / Στην πλατεία για να τηλεφωνήσουν / Στους δικούς τους» και νεύουν στον ποιητή να τους ακολουθήσει. Εκείνος δωροδοκεί τον χρόνο και τον παρακαλάει να γυρίσει προς τα πίσω. Μάταια, η μόνη δυνατή επιστροφή είναι η επιστροφή στο σπίτι, χωρίς πια ψευδαισθήσεις και προσδοκίες. Γιατί η μνήμη είναι σχεδόν πλήρης και δεν χωράει νέες αναμνήσεις, νέες διαψεύσεις, νέες απώλειες – γι’ αυτό ίσως ξεφορτώνει το φορτίο της στην ακριβή ποίηση του Λεωνίδα Κακάρογλου.

 

Scroll to top