15/07/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Λορίν Μάαζελ: 1930-2014

Στα 11 του χρόνια μοιράστηκε το πόντιουμ με τον Λέοπολντ Στοκόφσκι. Δεν έμεινε όμως παιδί-θαύμα. Διηύθυνε τις σημαντικότερες ευρωπαϊκές και αμερικανικές ορχήστρες, συχνά πάντως με συγκρούσεις. Και ήταν ο πρώτος Αμερικανός που κλήθηκε στο Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ. Στην Αθήνα τον έχουμε απολαύσει αρκετές φορές.
      Pin It

Της Ματούλας Κουστένη

 

 REUTERS/Herwig Prammer


REUTERS/Herwig Prammer

Στις 28 Ιουνίου, το βράδυ των εγκαινίων του Castleton Festival, ο Λορίν Μάαζελ, αδύναμος κι εξαντλημένος, σχεδόν υποβασταζόμενος δεν κατάφερε να διευθύνει την «Madame Butterfly». Κανείς τότε δεν φανταζόταν πως αυτή θα ήταν η τελευταία του δημόσια εμφάνιση. Οσοι οικείοι τού επισήμαιναν ότι το τελευταίο διάστημα το είχε παρακάνει, είχαν δυστυχώς δίκιο. Επειτα από αλλεπάλληλες εμφανίσεις σε Ασία, Ευρώπη και Βόρεια Αμερική, ο σπουδαίος μαέστρος πέθανε προχθές στο σπίτι του στις ΗΠΑ. Η επίσημη αιτία θανάτου του λαμπρού 84χρονου Αμερικανού αρχιμουσικού ήταν «επιπλοκές έπειτα από πνευμονία». Και να σκεφτεί κανείς πως μόλις τον Ιούνιο είχε ανακοινώσει πως εγκαταλείπει τη θέση του διευθυντή στη Φιλαρμονική του Μονάχου και πως την επόμενη σεζόν θα έλεγε το οριστικό αντίο στο πόντιουμ.

 

Ο Λορίν Μάαζελ, που είχαμε δει αρκετές φορές στην Ελλάδα, δεν είχε τη φήμη του εύκολου ανθρώπου. Εδειχνε ασίγαστο πάθος για ό,τι θαύμαζε κι εκτιμούσε και παρέμενε πάντα αδιάφορος σε ό,τι δεν θεωρούσε αρκετά αβανταδόρικο ή προκλητικό. Είχε σπουδάσει Μαθηματικά και Φιλοσοφία, μιλούσε άπταιστα έξι γλώσσες (γαλλικά, γερμανικά, πορτογαλικά, ισπανικά και ιταλικά, αγγλικά) και εκτός από τις σπουδαίες του μουσικές επιδόσεις, πάντοτε προκαλούσε αντιπαραθέσεις. Επειδή πότε ήταν σχολαστικός και απόμακρος πότε φλογερός και παθιασμένος. Οι μουσικοί τον αγαπούσαν για την ακρίβεια της τεχνικής του και τις ιδιοσυγκρασιακές επιλογές, οι κριτικοί πάντοτε απορούσαν με την καταπληκτική του μνήμη (σπάνια χρησιμοποιούσε παρτιτούρες)

 

«Eφυγε ένας σημαντικός κι αινιγματικός μαέστρος», έγραψαν στο αποχαιρετιστήριο σημείωμά τους οι «New York Times», διευκρινίζοντας πως «ήταν ένας καλλιτέχνης γεμάτος αντιφάσεις, ο οποίος προκάλεσε έντονα συναισθήματα, θετικά και όχι μόνο σε μουσικούς, παράγοντες της κλασικής, κριτικούς και κοινό… Οταν ήταν σε καλή διάθεση μας είχε προσφέρει μερικές από τις καλύτερες, πιο παθιασμένες παραστάσεις. Οταν είχε μεγάλα κέφια αποδείκνυε γιατί οφείλουμε να τον συγκαταλέγουμε μεταξύ των πιο σπουδαίων μαέστρων της εποχής. Ωστόσο, έμοιαζε πάντα τόσο αινιγματικός που ήταν εξαιρετικά δύσκολο να προβλεφθεί σε ποια ακριβώς κατάσταση τον πετυχαίνουμε».

 

Γεννημένος στη Γαλλία (σε εβραϊκή οικογένεια Αμερικανών) στις 6 Μαρτίου 1930 ο Λορίν Μάαζελ μεγάλωσε στις Ηνωμένες Πολιτείες και πέρασε την εφηβεία του σαν γνήσιο παιδί -θαύμα: στα 11 του χρόνια είχε ήδη μοιραστεί το πόντιουμ με τον Λέοπολντ Στοκόφσκι και στα 12 (1942) είχε ήδη κερδίσει την πρώτη του δουλειά με τις ευχές του Aρτούρο Τοσκανίνι. Υπήρξε ταλαντούχος βιολιστής και για ένα σύντομο διάστημα υπήρξε σολίστ της Συμφωνικής Ορχήστρας του Πίτσμπουργκ. Το γεγονός ότι μεγάλωσε έχοντας τα φώτα όλα στραμμένα επάνω του ίσως να εξηγεί την αυτοπεποίθηση, το πείσμα και μερικές φορές την αλαζονεία του.

 

Η καριέρα του ήταν γεμάτη από πρωτιές. Εκείνος βεβαίως κυρίως καμάρωνε που υπήρξε ο πρώτος Αμερικανός που κλήθηκε στο ετήσιο φεστιβάλ Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ, το 1960. Ολες αυτές τις δεκαετίες διεύθυνε δεκάδες ορχήστρες (σύμφωνα με δικούς τους υπολογισμούς ήταν 132) μεταξύ των οποίων η Ορχήστρα του Κλίβελαντ (απ΄ όπου ξεκίνησε τη διευθυντική του καριέρα το 1972), η Orchestre National de France (υπήρξε επικεφαλής της από το 1977 έως το 1991), η Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης κ.ά. Οταν αναλάμβανε μια νέα διευθυντική θέση διευκρίνιζε ότι τίποτα δεν θα τον εμποδίσει να αλλάξει τα πάντα. Στο Κλίβελαντ, που το ήξεραν αυτό, μάζεψαν υπογραφές για να αποφύγουν την πρόσληψή του.

 

Μακρά και ιδιαίτερη σχέση είχε με την Αυστρία καθώς για μια σύντομη και θυελλώδη περίοδο υπήρξε επικεφαλής της Οπερας της Βιέννης (1982 -1984), ενώ επί χρόνια διεύθυνε την παραδοσιακή Πρωτοχρονιάτικη Συναυλία (τελευταία φορά βρέθηκε εκεί το 2009) που δίνει η Φιλαρμονική της Βιέννης. Ηταν μια θητεία που δεν ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς, καθώς οι μουσικοί αντέδρασαν στο γεγονός ότι ήταν ο πρώτος Αμερικανός που ασκούσε τόση εξουσία. «Εχω την πλήρη ευθύνη για την όπερα, και δεν έχω καμία πρόθεση να τη μοιραστώ», είχε προκλητικά δηλώσει αναλαμβάνοντας. Η ιστορία, όμως, είχε και συνέχεια. Οταν ο Βιεννέζος υπουργός Πολιτισμού διαφώνησε με τις καλλιτεχνικές του επιλογές ισχυριζόμενος ότι ο Μάαζελ ενδιαφέρεται κυρίως για την προσωπική του προβολή, ο μαέστρος παραιτήθηκε και έγραψε ένα οργισμένο κείμενο στους New York Times, αποδοκιμάζοντας την «παρέμβαση από κυβερνητικούς αξιωματούχους που δεν έχουν καλλιτεχνικό υπόβαθρο»!

 

Χτύπημα στην αυτοπεποίθησή του ήταν και το γεγονός ότι παρόλο που ποτέ δεν έκρυψε τη βαθιά του επιθυμία να διαδεχτεί στο τιμόνι της Φιλαρμονικής του Βερολίνου τον Χέρμπερτ Φον Κάραγιαν (όταν τελείωσε η μακρά του θητεία το 1989), οι Γερμανοί προτίμησαν τον Κλαούντιο Αμπάντο.

 

Ο Mάαζελ επίσης ήταν από τους μαέστρους που έκαναν το ιταλικό οπερατικό ρεπερτόριο να λάμπει. Και σίγουρα από τις 300 και πλέον ηχογραφήσεις (με έργα Μπετόβεν, Μπραμς, Mάλερ, Σούμπερτ, Στράους) που μας άφησε παρακαταθήκη, ο κύκλος του Πουτσίνι παραμένει στην αφρόκρεμα του κλασικού ρεπερτορίου. Επίσης είχε συνθέσει και μια όπερα, βασισμένη στο μυθιστόρημα «1984» του Τζορτζ Οργουελ, η οποία είχε παρουσιαστεί στο Κόβεντ Γκάρντεν και τη Μετροπόλιταν με τον ίδιο στο πόντιουμ αλλά είχε εισπράξει πολύ χλιαρές κριτικές.

 

Scroll to top