Της Ματούλας Κουστένη
Ενα είναι σίγουρο μετά την προχθεσινή συναυλία της Μόνικας στο Ηρώδειο: οι διαφωνίες και φιλονικίες που προκάλεσε η είδηση της «άφιξής» της στο Ηρώδειο όχι μόνο δεν περιορίστηκαν, αλλά πυροδότησαν εκ νέου την κουβέντα. Με κοντό καρέ μαλλί, μίνι μαύρη φούστα, ασπρόμαυρο μπλουζάκι και τα μαύρα της αρβυλάκια, ψέλλισε ξεκινώντας: «Καλώς ήρθατε όλοι. Πάμε και βλέπουμε…».
Η σκηνή είχε τραβηχτεί μπροστά, ώστε οι πρώτες θέσεις να είναι σε απόσταση αναπνοής από τους μουσικούς. Είκοσι προβολείς δημιουργούσαν ένα φωτεινό στεφάνι, σαν ήλιο, γύρω της. Και μέσα σε αυτό σαν μικρή μέλισσα η Μόνικα χόρευε, έτρεχε, δεν έκρυβε την απίστευτη χαρά της που ένας χειμώνας μεγάλων αλλαγών κατέληξε σε μια συναυλία στο Ηρώδειο. Στο δάπεδο είχε επιλεγεί υλικό που έλαμπε σαν καθρέφτης. Επάνω του αντανακλούσαν τα όργανα και οι δύο τραγουδίστριες που είχε μαζί της, οι κινήσεις και οι παροτρύνσεις της προς τους 14 μουσικούς να παίξουν δυνατά, οι σκόρπιες παρτιτούρες. Το θέατρο ήταν ασφυκτικά γεμάτο, όσο λίγες φορές φέτος. «Αφού μου είπαν ότι η συναυλία είναι sold out, αυτές οι άδειες θέσεις εδώ γιατί υπάρχουν;», σχολίαζε κάποια στιγμή δείχνοντας τις πρώτες σειρές των επισήμων.
Η βραδιά ξεκίνησε, όπως και το νέο της άλμπουμ «Secret In The Dark», με το κομμάτι «Intro», που έκανε σαφές το πολύ της άγχος. Από το παλιό αγαπημένο «Bloody sth» και μετά η διάθεσή της άλλαξε. Το «Babe», «Make Me Fly», το «Over the hill» και το «Away from my land», που γέμισε κίτρινο χρώμα τη σκηνή, θύμισαν στιγμές από το παρελθόν, ενώ, εμβόλιμα τα νέα κομμάτια «Babyboy», «Shake Your Hands», «We Came Into This World», «One More», «Give Us Wings» και φυσικά το «Secret In The Dark» υπενθύμιζαν πως το αστέρι της ελληνικής indie σκηνής έχει ανοίξει τα φτερά του για αλλού.
Σε αντίθεση με τις παραστάσεις στη «Στέγη», η συναυλία του Ηρωδείου δεν ήταν τόσο καλοδουλεμένη, παρά την παρουσία εξαίρετων μουσικών στο πλάι της. Η σειρά των τραγουδιών έμοιαζε να σε «πετά έξω» από την ατμόσφαιρα στην οποία πήγαινες να μπεις. Η παραγωγή ήταν στημένη έτσι που προκαλούσε αντιφάσεις: από τη μια είχαμε το αγαπημένο μας κορίτσι, που κρατούσε την κιθάρα του στα χέρια, που δεν ήξερε πώς να εκφράσει τη χαρά του, που καμιά φορά χειρίζεται αδέξια το ταλέντο του, κι από την άλλη βλέπαμε μια τραγουδίστρια που διάλεξε άλλο μουσικό δρόμο, αλλά ακόμα δεν έχει βρει τα πατήματά της. Επίσης το άγχος υπήρξαν στιγμές που δεν κρυβόταν. Το θέατρο έμοιαζε να την καταπίνει, κυρίως γιατί η Μόνικα δεν έχει αρκετά χιλιόμετρα στη σκηνή, δεν έχει πείρα. Με μια παραγωγή κάθε ένα-δυο χρόνια είναι βέβαιο πως δεν μπορεί να διαχειριστεί ένα δύσκολο θέατρο σαν το Ηρώδειο. Κι είναι κρίμα. Οχι μόνο γιατί θέλουμε να τη βλέπουμε συχνότερα, αλλά και γιατί το κοινό (αποδείχτηκε περίτρανα προχθές) τη λατρεύει. Οσο οι δημοσιογράφοι, ειδικοί και θεματοφύλακες της ελληνικής μουσικής την αμφισβητούν, τόσο το κοινό τής συγχωρεί τα πάντα.
Ετσι, παρότι κάποιοι ενοχλήθηκαν που δύο φορές άφησε τη σκηνή κι ανέβηκε τρέχοντας στις ψηλότερες θέσεις του Ηρωδείου για να τραγουδήσει, το κοινό παραληρούσε όταν εκείνη περνούσε από δίπλα του. Κι όσο κάποιοι βρήκαν άστοχη την επιλογή της να κάνει ανκόρ με μια σχεδόν unplugged εκδοχή του «Φύγε λοιπόν, μη στέκεσαι» του Μίμη Πλέσσα, ο κόσμος φώναζε δυνατά «Σε αγαπάμε πολύ!». Κι εκείνη, σαν να εξομολογούνταν, τους απαντούσε: «Φύγε λοιπόν, μη στέκεσαι/ να με παρηγορήσεις/ γιατί κοντά μου θα χαθείς/ σαν το πουλάκι της βροχής, αγάπη μου/ προτού να φτερουγίσεις».
Ο,τι είναι λοιπόν να καταλογίσουμε στη Μόνικα αφορά το κατά πόσο αντεπεξήλθε στην πρόκληση του Ηρωδείου. Και όχι αν έπρεπε να παίξει εκεί. Καλό θα είναι να το χωνέψουν μερικοί μερικοί: με αυτά τα παρωχημένα ερωτήματα έχουμε ξεμπερδέψει από καιρό. Οι νέοι καλλιτέχνες δεν είναι ούτε υποχρεωμένοι ούτε προορισμένοι να παίζουν στην Τεχνόπολη και σε μικρά κλαμπ μέχρι να πατήσουν τα 50. Στο Ηρώδειο -όπως και στην Επίδαυρο- δεν υπάρχει επετηρίδα. Αλλωστε στα βαθιά μαθαίνεις να κολυμπάς. Τα ρηχά είναι για να πλατσουρίζεις.