Ενα πολύ επιτυχημένο διαφημιστικό σλόγκαν (με την έννοια ότι για πολλά χρόνια το θυμόταν ο κόσμος) έλεγε «Με ένα «βιβλίο» ξεχνιέμαι». Διαφήμιζε τα προϊόντα μιας συγκεκριμένης εταιρείας παραλογοτεχνικής παραγωγής. Ηταν το πρώτο πράγμα που ήρθε στον νου μου διαβάζοντας το περιεκτικό δοκίμιο της Εύας Στάμου «Η επέλαση της ροζ λογοτεχνίας».
Το σλόγκαν περιείχε ευθαρσώς όλη τη φιλοσοφία που κρύβεται πίσω από την παραγωγή και κυκλοφορία των λεγόμενων «ευπώλητων» βιβλίων, αλλιώς best sellers. Λέξεις που ίσως δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιούμε άκριτα: ευπώλητα έχουν υπάρξει πολλά από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ενώ πάμπολλα παραλογοτεχνικά βιβλία έχουν μείνει στα αζήτητα. Αλλά δεν είναι μόνο ποσοτικό το θέμα. Δεν έχει ή δεν θα έπρεπε να έχει νόημα να μπαίνουμε στη συζήτηση για την ποιότητα ενός βιβλίου με όρους της αγοράς. Θα έλεγα, μάλιστα, πως ο ίδιος ο όρος «ευπώλητο» έχει διαφημιστικό χαρακτήρα, κάπως σαν το «ξεχνιέμαι». Σημαίνει, το αντικείμενο που κρατάς στα χέρια σου είναι καλό, γι’ αυτό συγκαταλέγεται στους καταλόγους των πολυδιαβασμένων βιβλίων, αυτών που προτιμήθηκαν από μεγάλη μάζα αναγνωστών, αγαπήθηκαν, υμνήθηκαν. Αγοράζοντάς το, θα συμμορφωθείς με τη γνώμη των πολλών, άρα η επιλογή σου είναι ορθή.
Η λέξη-κλειδί στο σλόγκαν είναι ασφαλώς το ρήμα. Ξεχνιέσαι. Στον ενεστώτα, ένα χρόνο διαρκείας που συμπυκνώνει τη συνταγή της ευτυχίας την οποία προσφέρουν τα συγκεκριμένα βιβλία. Ξεχνιέσαι, δηλαδή απαλλάσσεσαι από την υποχρέωση να σκέφτεσαι, να θυμάσαι, να κρίνεις και να αντιδράς. Οπως μπροστά στην τηλεόραση, που οι εικόνες αλληλοδιαδέχονται η μια την άλλη χωρίς να αφήνουν στον θεατή κανένα περιθώριο αντίδρασης, έτσι και τα εν λόγω βιβλία βρίζουν το κοινό, γιατί του ζητούν να μη σκεφτεί, να μην αναλύσει, να μην ερμηνεύσει συμβολισμούς, να μην ενεργοποιήσει τη φαντασία του. Του ζητούν μόνο να τα διαβάσει, όπως θα έβλεπε μια τηλεοπτική σειρά. Τα μάτια να ακολουθούν τις λέξεις κι όλο το υπόλοιπο σύστημα να αδρανεί. Ετσι, τα μοντέλα συμπεριφοράς, σκέψης, ζωής που προτείνει το βιβλίο εγγράφονται αφιλτράριστα στον αναγνώστη, με πρώτο πρώτο το μοντέλο κοινωνικής στάσης που ήδη προτείνει το σλόγκαν. Να ξεχαστεί ο αναγνώστης, να αδρανοποιηθεί, να αποποιηθεί το δικαίωμα και τη δυνατότητά του να συμμετέχει στον πραγματικό κόσμο.
Το μέσον για να «ξεχνιέσαι» στο σλόγκαν δεν ήταν η λέξη «βιβλίο», αλλά το όνομα της εταιρείας που παρήγαγε τη σειρά. Δεν είχε σημασία ποιο συγκεκριμένο βιβλίο θα διάλεγε ο αναγνώστης (η αναγνώστρια, μάλλον, γιατί η σειρά απευθυνόταν σε γυναικείο κοινό), γιατί δεν ήταν το βιβλίο εκείνο που υποσχόταν τον παράδεισο, αλλά η σειρά. Γι’ αυτό, άλλωστε, το βιβλίο δεν είχε κανένα από τα χαρακτηριστικά που κάνουν θελκτικό ένα βιβλίο ως αντικείμενο. Δεν ήταν όμορφα. Το χαρτί τους, το στήσιμό τους, η εκτύπωσή τους ήταν κάκιστης ποιότητας. Αλλωστε ο υποψήφιος αγοραστής δεν μπορούσε να τα ελέγξει όλα αυτά. Τα βιβλία εμφανίζονταν στα περίπτερα και άλλα κέντρα πώλησης κάθε εβδομάδα τυλιγμένα σε νάιλον. Δεν μπορούσε κανείς να τα πιάσει στα χέρια του, να τα φυλλομετρήσει, να χαϊδέψει το χαρτί, να το μυρίσει. Θα τα έπαιρνε, θα τα διάβαζε και θα τα πέταγε, και την άλλη εβδομάδα πάλι το ίδιο.
Με το γύρισμα του 21ου αιώνα, όμως, τα «ευπώλητα» πέρασαν στα χέρια των «κανονικών» εκδοτών και κατέλαβαν τους πάγκους των βιβλιοπωλείων. Χωρίς να αλλάξουν περιεχόμενο, άλλαξαν το περιτύλιγμά τους, δημιουργώντας σύγχυση σε όλους τους εμπλεκόμενους. Η αποθάρρυνση της φιλαναγνωσίας, οι ανύπαρκτες σχολικές βιβλιοθήκες και η τάση για ισοπέδωση της σκέψης πρέπει να βρουν απέναντί τους εκδότες, βιβλιοκριτικούς και βιβλιοπώλες, που θα συντονίσουν τις δυνάμεις τους με γνώμονα τον σεβασμό για το κοινό τους.