Pin It

«Τα μυθικά πλάσματα του Νότου» του Μπεν Ζάιτλιν, υποψήφια για 4 Οσκαρ, επιβάλλουν στον θεατή τον φανταστικό, παραμυθένιο κόσμο ενός αγνού, 6χρονου κοριτσιού, το οποίο μεγαλώνει σε μια μικρή πόλη που απειλείται από το νερό. Ο «Χίτσκοκ», αντίθετα, του Σάρα Τζερβάζι το μόνο που καταφέρνει είναι να διασύρει τον σκηνοθέτη τού «Ψυχώ», αλλά και τον Αντονι Χόπκινς Της Λήδας Γαλανού

 

Τα μυθικά πλάσματα του Νότου (αστεράκια: 4,5)

(Beasts of the Southern Wild)

σκηνοθεσία: Μπεν Ζάιτλιν

ηθοποιοί: Κουαβένζανε Γουόλις, Ντουάιτ Χένρι

 

Σε μια μικρή κωμόπολη της Λουιζιάνα, περιτριγυρισμένη από νερό, μεγαλώνει η 6χρονη Χάσπαπι, σχεδόν ολομόναχη. Η μητέρα της έχει φύγει, ο πατέρας της, μεταξύ αλκοόλ και βίαιων ξεσπασμάτων, προσπαθεί να την αναθρέψει ως αυτόνομο αντράκι. Η Χάσπαπι έχει για σπίτι της τη φύση. Ακούει τα πλάσματά της, επικοινωνεί μαζί τους και διαμορφώνει κάθε στιγμή τη θέση της μέσα στη δική τους κοινωνία. Οταν η Χάσπαπι, ο μπαμπάς της και ολόκληρη η κοινότητα θα απειληθούν από το νερό που ανεβαίνει επιθετικό, θα προσπαθήσουν, σαν σε λαϊκό μύθο, να ξεπεράσουν τις δοκιμασίες που θα τους οδηγήσουν στην κάθαρση, στην ασφάλεια ή στο τέλος.

 

Με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του ο Μπεν Ζάιτλιν κατάφερε… το ακατόρθωτο ή, έστω, σπάνιο. Το φιλμ βραβεύτηκε και στο Σάντανς και στις Κάνες και σχεδόν σε όλα τα φεστιβάλ απ’ όπου πέρασε. Είναι υποψήφιο για 4 Οσκαρ. Είναι μια παραγωγή εντελώς ανεξάρτητη, που κόστισε ενάμισι εκατομμύριο δολάρια, αλλά πουλήθηκε και προβλήθηκε σ’ όλη την υφήλιο. Το σημαντικότερο, είναι μια ταινία που συνδυάζει το πειραματικό σινεμά με τον mainstream συναισθηματισμό και γι’ αυτό, ενάντια σε κάθε πρόβλεψη, αγγίζει το κοινό κάθε είδους.

 

Ο Ζάιτλιν συνθέτει μια κινηματογραφική αισθητική μοναδική, μόνο δική του, χωρίς δάνεια ή αναφορές, μια ταινία με μεθυστική εικόνα και ωμή καρδιά, που δεν θυμίζει τίποτα απ’ ό,τι έχουμε ξαναδεί. Ταυτόχρονα το φιλμ είναι κατ' εξοχήν κομμάτι του στιβαρού ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου, μια και η αθωότητα και η αγνότητά του δεν θα μπορούσε ν’ ανήκει στην κυνική Ευρώπη.

 

Με την πρώτη ματιά η ταινία μοιάζει να αναφέρεται στη Νέα Ορλεάνη της Κατρίνα, στους ανθρώπους που πέφτουν θύματα της φύσης επειδή κανείς δεν νοιάζεται γι’ αυτούς. Αλλά ο προβληματισμός της είναι μεγαλύτερος και βαθύτερος –γι’ αυτό και απευθύνεται σε τόσο κόσμο– κι αναφέρεται στην επιτακτική ανάγκη του ανθρώπου να ακούσει τη φύση, να γίνει ξανά μέρος της δύναμής της, όχι με επιφανειακά περιβαλλοντικά correct μηνύματα, αλλά με μια πηγαία υπαρξιακή αγωνία και τη σοφία που αποκτά ο άνθρωπος που βλέπει το τέλος να έρχεται.

 

Η δύναμη της ταινίας είναι από τη μια πλευρά εκλεπτυσμένη και εικαστικά καθηλωτική κι από την άλλη πρωτόγονη κι ενστικτώδης. Ο κόσμος της φαντασίας, της μυθολογίας, του παραμυθιού και ο πραγματικός κόσμος της παιδικής σκέψης, της αγνής και ορμητικής, γίνονται ένα και τρυπώνουν βαθιά στην καρδιά του θεατή που απ’ όταν δει την ταινία ζει μαζί της, ελπίζουμε, για πάντα.

 

Τόσο εύθραυστες είναι οι ισορροπίες του φιλμ, που θα μπορούσε να χάσει όλο του το βάρος αν δεν είχε για πρωταγωνίστρια την 6χρονη, στο γύρισμα της ταινίας, Κουαβένζανε Γουόλις, ένα κοριτσάκι μαγικό, ένα «μυθικό πλάσμα» κι αυτό, μικροσκοπικό αλλά με βλέμμα γεμάτο γνώση και μια ατίθαση προσωπικότητα που αποπνέει δύναμη κι ελευθερία. «Κάθε κομμάτι έχει τη δική του θέση στον κόσμο μας. Ακόμη κι αν το μικρότερο από αυτά φύγει από τη θέση του, ο κόσμος μας κινδυνεύει» λέει η μικρή Χάσπαπι στις μοναχικές της αφηγήσεις. Πόσο εύκολα το ξεχάσαμε αυτό, για να έρθει ένα παιδάκι να θυμίσει το αυτονόητο.

 

……………………………………………………………………………………………………………………………….

 

Χίτσκοκ (αστεράκια: 3)

(Hitchcock)

σκηνοθεσία: Σάσα Τζερβάζι

ηθοποιοί: Αντονι Χόπκινς, Ελεν Μίρεν, Σκάρλετ Γιόχανσον, Τζέιμς ντ’Αρσι, Τζέσικα Μπιλ, Τόνι Κολέτ

 

Το 1960, μετά την επιτυχία τού «North by Northwest», ο Αλφρεντ Χίτσκοκ αναζητά την επόμενη κινηματογραφική του πρόκληση και τη βρίσκει σ’ ένα politically incorrect μυθιστόρημα φρίκης που λέγεται «Ψυχώ». Η κινηματογραφική βιομηχανία αρνείται να τον υποστηρίξει, ο ίδιος αισθάνεται εγκαταλειμμένος, όπως πάντα, από τους ανθρώπους στη ζωή του και ειδικά τις ψυχρές ξανθές του πόθου του, αλλά αποφασίζει να κάνει την ταινία μόνος του, με δικά του χρήματα, πεισματικά και με αποκούμπι τη γυναίκα του Αλμα, τον άνθρωπο που κρύβεται πίσω από την έμπνευση και την επιβίωσή του, κι ας μη βγαίνει ποτέ στο προσκήνιο.

 

Ο Σάσα Τζερβάζι καταπιάνεται με τον θρύλο του Αλφρεντ Χίτσκοκ, όχι τον κινηματογραφικό, αλλά τον ανθρώπινο: μια προσωπικότητα χαρισματική αλλά και σαδιστική, ενοχική, κυνική, αλαζονική και ταυτόχρονα ταπεινωμένη, έναν άνθρωπο με τόσο σύνθετο χαρακτήρα που θα κατέληγε είτε εγκληματίας είτε καλλιτέχνης. Δυστυχώς, η ανάλυσή του μένει στα προσχήματα και ο Χίτσκοκ παρουσιάζεται περισσότερο ως αηδιαστική καρικατούρα, ένας σιχαμένος λαίμαργος ματάκιας, χωρίς το –έστω ψυχαναλυτικό– υπόβαθρο μιας ιδιοφυΐας.

 

Η συνταγή είναι εύκολη και η νοστιμιά επιφανειακή: στα κοστούμια, την αναπαράσταση της εποχής, την εξαιρετική Ελεν Μίρεν στο ρόλο της Αλμα, παρότι η δύναμή της εντοπίζεται σε μια μόνο σκηνή. Ο Αντονι Χόπκινς, χωρίς αμφιβολία ένας από τους ικανότερους ηθοποιούς εν ζωή, παγιδεύεται κάτω από τα προσθετικά προγούλια και τα πλαδαρά χείλη κι αφήνει μόνο που και που, στο βλέμμα, να φανεί το απύθμενο σκοτάδι του σκηνοθέτη. Μπορεί μια ταινία με το όνομα του Χίτσκοκ στον τίτλο, τα πανέμορφα ’60ς ντεκόρ και το φωτεινό καστ να θεωρείται αυτόματα πιασάρικη και σίγουρα θα χορτάσει τα μάτια του θεατή. Αλλά μια τόσο ρηχή απόδοση της ψυχοσύνθεσης, των κινήτρων και της απλής μαγείας του Χίτσκοκ αποτελεί μόνο μια χαμένη ευκαιρία.

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

Φιλιά εις τα παιδιά (αστεράκια: 2,5)

σκηνοθεσία: Βασίλης Λουλές

 

Η Ροζίνα, ο Σήφης, η Ευτυχία, η Σέλλυ κι ο Μάριος ήταν παιδιά μόνο για λίγο, για μια ζεστή ανάσα και μια στοργική αγκαλιά. Τα πέντε Εβραιόπουλα ήταν παιδιά στην Ελλάδα την περίοδο της γερμανικής κατοχής κι επιβίωσαν μόνο χάρη στην προστασία χριστιανικών οικογενειών που τα προφύλαξαν από τη σύλληψη και τον θάνατο. Πέρασαν τα μικρά τους χρόνια στη σιωπή, άφαντα από τα μάτια του κόσμου, για να φωνάξουν την ιστορία τους, εβδομήντα χρόνια αργότερα, χάρη στην έρευνα του Βασίλη Λουλέ και τα ντοκουμέντα που γεμίζουν την ταινία του. Η ζωή και η περιπέτεια των εβραϊκών κοινοτήτων της Ελλάδας, ενός κύματος ανθρώπινου πολιτισμού που έχει σκορπιστεί στην άμμο τού σήμερα, παίρνει μορφή και ζωντανεύει με αμεσότητα και ειλικρίνεια.

 

Εκτός από το αρχειακό υλικό που παραθέτει ο Βασίλης Λουλές στην ταινία του και τις σπαρακτικές αφηγήσεις των «παιδιών», που πια έχουν μεγαλώσει, το κύριο πλεονέκτημά του είναι ότι, μέσα από πέντε μικρές, συγκεκριμένες, τυχαία επιλεγμένες προσωπικές αφηγήσεις, αναπτύσσει και μια ολόκληρη περίοδο της ελληνικής ιστορίας, αλλά και μια διαχρονική, συγκινητική εκτίμηση του καλού για το οποίο είναι ικανός ο άνθρωπος. Επιμένοντας στα βασικά συστατικά της ζωής ενός παιδιού –την ασφάλεια, τη στοργή, το παιχνίδι– θυμίζει τα βασικά συστατικά της ενήλικης ψυχής που ξεχνιούνται στον χρόνο και στη σκληρότητα. Το αρνητικό, κινηματογραφικά, στοιχείο της ταινίας είναι ότι στην ουσία στα 110 λεπτά της παρουσιάζει σχεδόν αδιάκοπα ανθρώπους που μιλούν. Μέσα στη διάρκειά της η ταινία γίνεται σταδιακά μονοδιάστατη, όχι σ’ αυτό που νιώθεις, αλλά σ’ αυτό που βλέπεις. Αλλά, από την άλλη πλευρά, πώς να περιορίσεις τόσο δυνατές, συγκλονιστικές αφηγήσεις;

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

Ο κυνηγημένος (αστεράκια: 1,5)

(The Expatriate)

σκηνοθεσία: Φίλιπ Στολτς

ηθοποιοί: Ααρον Εκχαρτ, Ολγκα Κουριλένκο, Λιάνα Λιμπεράτο

 

Ενας Αμερικανός πρώην πράκτορας της CIA εγκαθίσταται, μαζί με την έφηβη κόρη του, στο Βέλγιο όπου δουλεύει ως ειδήμων υπεύθυνος ασφαλείας μιας πολυεθνικής εταιρείας. Η προσπάθειά του για μια νέα ζωή αναχαιτίζεται όταν μια μέρα, πηγαίνοντας στο γραφείο της εταιρείας, το βρίσκει ξηλωμένο και τους συνεργάτες του άφαντους. Συνειδητοποιώντας ότι κάποιο λάκκο έχει η φάβα, προσπαθεί να διαπιστώσει τι έχει συμβεί και ποιος ευθύνεται, αλλά βρίσκεται, μαζί με την κόρη του, στο επίκεντρο ενός θανατηφόρου ανθρωποκυνηγητού.

 

Η ταινία φέρνει αυτόματα στο μυαλό το «Taken»: Αμερικανός μέτοικος προσπαθεί να προστατεύσει την κόρη του, μέσα σ’ έναν απειλητικό eurotrash κόσμο, αναδεικνύοντας το σκληροτράχηλο προφίλ του, την αγάπη του για την πατρίδα και την πίστη του στη δύναμη του ατόμου – ειδικά όταν όλοι οι άλλοι είναι δυνάμει βρομεροί Ευρωπαίοι εγκληματίες. Η πλοκή περνά από το ένα πιο απίθανο, μη πειστικό συμβάν στο άλλο, η μικρή κόρη δεν ισιώνει δευτερόλεπτο το στραβωμένο ύφος της και οι δεύτεροι χαρακτήρες είναι από απλοϊκοί έως γκροτέσκοι. Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι τίποτε δεν θα συνέβαινε σε πατέρα και κόρη εάν δεν είχαν φύγει ποτέ από τις ΗΠΑ, όπου όλα είναι κανονικά. Το ειδικό συμπέρασμα είναι ότι μόνο η παρουσία του πάντα φωτογενούς Ααρον Εκχαρτ μπορεί να κρατήσει την προσοχή σ’ αυτό το προβλέψιμο θρίλερ.

 

 

 

Scroll to top