20/07/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μισέλ Φάις

Ψάχνοντας για τους κανόνες της αλλαγής

Josep Maria Montaner «Ιστορία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Κινήματα, ιδέες και δημιουργοί στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα» Ανδρέας Γιακουμακάτος (Επιστημονική επιμέλεια-Εισαγωγή), Νεφέλη, 2014, σελ. .
      Pin It

Josep Maria Montaner
«Ιστορία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Κινήματα, ιδέες και δημιουργοί στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα»
Ανδρέας Γιακουμακάτος (Επιστημονική επιμέλεια-Εισαγωγή), Νεφέλη, 2014, σελ. 542

 

Του Δημήτρη Φιλιππίδη

 

Το πολύ ενδιαφέρον αυτό βιβλίο μεταφράζεται στα ελληνικά σε λιγότερο από μια εικοσαετία από την αρχική έκδοση της Βαρκελώνης. Για τα ελληνικά πράγματα, αυτό ίσως ισοδυναμεί με ρεκόρ, καθώς όχι μόνο παρακολουθούμε πολύ αποσπασματικά κι ανοργάνωτα τη διεθνή κίνηση βιβλίων αλλά, κι όταν αυτό συμβαίνει, γίνεται με μεγάλη καθυστέρηση. Ετσι, και μόνο το ότι κατάφερε να μεταφραστεί το βιβλίο του Montaner στα ελληνικά, και μάλιστα κάτω από τις σημερινές συνθήκες, αποτελεί επίτευγμα και σαν τέτοιο χρειάζεται να αντιμετωπιστεί. Γι’ αυτό δέχομαι να παραβλέψω τα προβλήματα της μετάφρασης καθεαυτής.

 

Αλλά κι ο ίδιος ο Montaner δεν αποτελεί τυχαία περίπτωση. Συνδυάζει, όπως μας θυμίζει ο Α. Γιακουμακάτος, θεωρία (την ιστορικο-κριτική ανάλυση) με πολύχρονη διδασκαλία (της συνθετικής διαδικασίας), άρα είναι άμεσα διδακτικός, σαφής και μεθοδικός. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι το βιβλίο του προορίζεται για το «πανεπιστημιακό περιβάλλον», όπως σημειώνει ο επιμελητής, αναφέροντας παράλληλα ότι το είχε επιλέξει ως βάση διδασκαλίας όταν δίδασκε Ιστορία της Αρχιτεκτονικής στη Φλωρεντία. Ενας από τους λόγους βέβαια σχετίζεται με το ότι ο Montaner στρίβει επιδεικτικά την πλάτη προς την κυρίαρχη αγγλοσαξονική ιστοριογραφία, αντιπροτείνοντας μιαν άλλη αφήγηση, βασισμένη στην ισχυρή μεταπολεμικά επίδραση της ιταλικής αρχιτεκτονικής πάνω στην ισπανική. Ετσι η ιστορία ξαναγράφεται με άλλους όρους, πράγμα που κάνει τον Γιακουμακάτο να εντοπίζει εδώ τα ίχνη μιας νέας ίσως «μεσογειακής ιστοριογραφίας».

 

Βέβαια, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, γιατί ο Montaner είναι πλέον υποχρεωμένος να εξισορροπήσει ανάμεσα στο κυρίαρχο μοντέλο που προωθούν τα «διεθνή κέντρα» (το οποίο θέλει να υποβαθμίσει) και στο νέο, αγνοημένο υλικό που προσκομίζει (και θέλει να αναδείξει). Επιπλέον θέλει να αποδείξει ότι η δική του ανάγνωση είναι πιο πειστική από όποια άλλη χρησιμοποιεί «ατυχείς» όρους, που όμως έχουν επικρατήσει, όπως «αποδόμηση», «κριτικός τοπικισμός» κτλ., κάτι που κρίνει «επιφανειακό και πατερναλιστικό» ως προς την πρόθεση. Εννοείται ότι στο βάθος διακρίνεται η απλοϊκή απόρριψη από τον Montaner μιας παγκοσμιοποίησης που θεωρεί ότι λειτουργεί αντίστροφα με την αρχιτεκτονική δημιουργικότητα.

 

Το νέο σύστημα αναφοράς που έτσι προτείνει ο Montaner βασίζεται στη διάκριση έξι «αρχιτεκτονικών προσανατολισμών» που διατρέχουν τη μεταπολεμική περίοδο και χαρακτηρίζουν τη δραστηριότητα των πρωταγωνιστών της με «σχετική συνέπεια». Αφενός λοιπόν ακολουθεί αυτή τη «συνέπεια» στην ακολουθούμενη κατεύθυνση και αφετέρου δίνει έμφαση στις «αρχιτεκτονικές προτάσεις» που «επέφεραν αλλαγή σε παγκόσμιο επίπεδο» καθορίζοντας «νέες θέσεις και ιδέες». Μ’ ένα τέτοιο σύστημα σαρώνει τη διάρκεια των πενήντα ετών μετά τον πόλεμο, σπάζοντάς την σε τρεις περιόδους: 1945-65 (συνέχεια του μοντέρνου και κρίση), 1965-77 (μεταμοντέρνα κατάσταση) και 1977-92 (διασπορά καταβολών).

 

Το σχήμα του Montaner, άσχετα αν συμφωνεί κανείς με τις επιμέρους επιλογές του, είναι σε θέση να πετύχει το βασικό του ζητούμενο, δηλαδή «τη διαρκή διαλεκτική ανάμεσα σε θεωρία και μεθόδους διδασκαλίας». Δεν απομένει παρά να αναλογιστεί κανείς πώς αυτό το σχήμα θα λειτουργήσει σε μια ετερόφωτη Ελλάδα, στερημένη από άμεσες προσβάσεις σε κείμενα και έργα που υποδεικνύει ο συγγραφέας, έξω από όσες ψευδαισθήσεις γεννά το αχανές διαδίκτυο. Δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί εκείνον τον χαλκέντερο θεωρητικό που θα δοκιμάσει να καλύψει το χάσμα, καθώς ο Montaner προϋποθέτει ότι ήδη υπάρχει μια προσιτή υποδομή, η οποία στην περίπτωσή μας απουσιάζει.

 

Scroll to top