Επιμέλεια, απόδοση: Λουκάς Θανασέκος
Το πείραμα της ουτοπίας με τη «Νεφελοκοκκυγία» του Αριστοφάνους –να χτίσουν τα πουλιά εναέριο πολιτεία που να κόβει την επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων και των θεών– σκόνταψε στο αδηφάγο πουθενά. «Εσείς πουλιά εξουσιάζατε τον κόσμο πριν από τον Δία», επέμενε ο Πισθέταιρος στους «Ορνιθες» (414 π.Χ.), «ώρα να ξαναβασιλέψετε».
Το πείραμα δεν ευτύχησε αλλά η ιδέα της «έξωσης» του θεού κάτι όριζε. Αντί για το «πουθενά», ένα κάποιο «αλλού», όχι απαραιτήτως στον ουρανό, μπορούσε να φιλοξενήσει το πείραμα της ουτοπίας. Ο Δίας όμως;
Μετά από πολλές δεκαετίες που ο Αριστοφάνης ήταν παρελθόν, ένας διανοούμενος από τους άθεους της εποχής του που ζούσε στην Αίγυπτο σαλπάρισε για ταξίδι μακρινό, πέρα κι από τον Αραβικό Κόλπο. Περιέγραψε και χαρτογράφησε στο βιβλίο του «Ιερά Αναγραφή» (300 π.Χ.) σύμπλεγμα τριών νήσων με κορυφαία τη νήσο Παγχαία και πανευτυχείς τους πολυεθνείς κατοίκους της. Καλά, και ο Δίας; Ο «Κολόμβος» της πρώτης αυτής γειωμένης ουτοπίας αποκαλύπτει ότι στην Παγχαία υπήρχε από ετών κενοτάφιο του Διός! Ηταν ο Ευήμερος από τη Μεσσήνη της Σικελίας (340-260) που βρήκε το νήμα τού «αλλού».
Αλλά τι είχε συμβεί με τον Δία;
Υπήρξε μια αρχή και αυτή ανήκε στους Κρήτες. Τον 6ο αι. π.Χ., και άγνωστο γιατί, ο ποιητής Επιμενίδης ξιφουλκεί κατά των συμπατριωτών του με το σωζόμενο οργίλο ημιστίχιο:
«Κρήτες αεί ψεύσται» (Κρήτες, μια ζωή ψεύτες).
Οι Κρήτες σφυρίζουν αδιάφορα και τον 4ο αι. «καθαρίζουν» με τον μύθο εγκαινιάζοντας την ορθολογιστική θεωρία σύμφωνα με την οποία οι παραδοσιακοί θεοί (Ουρανός, Δίας κ.ά.), αφού ηγεμόνευσαν ως κραταιοί μονάρχες, αποθεώθηκαν μετά θάνατον από τους ευγνώμονες υπηκόους τους. Και, προς απόδειξιν, ανεγείρουν στην Ιδη (κατ’ άλλους στη Δίκτη) τάφο του Κρηταγενούς θεού, προσελκύοντας περιηγητές έως και την εποχή του Κικέρωνος.
Ο Αλεξανδρινός ποιητής Καλλίμαχος (310-240), μαθαίνοντας για τον τάφο, αντιδρά με τον ύμνο «Εις Δία»:
«Συ δ’ ου θάνες, εσσί γαρ αεί» (Εσύ δεν πέθανες, είσαι αιώνιος).
Οταν, μάλιστα, το 270 διαβάζει τα της Παγχαίας στην «Ιερά Αναγραφή» διακωμωδεί τον συντάκτη της ως «φλύαρο γέροντα σκαριφίζοντα κακόβουλα βιβλία, έχοντας στέκι στο Σαραπίειο, έξω από το αλεξανδρινό τείχος» (Ιαμβος 9-11). Δεν πίστευε στα μάτια του, τάφος του Διός σε… περιφορά!
Για τον Ευήμερο, άλλο βιβλίο του οποίου δεν έχουμε, η θεϊκή θνητότης καθίσταται η αφορμή ώστε να περιγράψει αυτό το ασύλληπτο «αλλού», την πολιτειολογία μιας «εθνογραφικής ουτοπίας» (με κρητική γενεαλογία) η οποία, αργότερα, έτυχε ευμενέστατης υποδοχής από τον λόγιο Quintus Ennius (239-169) που τη μεταγλώττισε υπό τον τίτλο Sacra Scriptio *. Ωστόσο, ο Ευήμερος δεν γλίτωσε τη χλεύη περιηγητών, γεωγράφων και ευσεβών για την επίνοια του τάφου αλλά και Πατέρων της Εκκλησίας(!) που αργότερα «είδαν» στον θάνατο του Διός την πρώιμη έλευση του χριστιανισμού!
Το εγκόσμιο «αλλού»
Η «Ιερά Αναγραφή» όπως διεσώθη από τον Διόδωρο Σικελιώτη (90-30 π.Χ.) στο 5ο βιβλίο του (41-46) έχει, περιληπτικά, ως εξής:
…Ανατολικά του Αραβικού Ωκεανού (sic) απλώνονται, σε κάμπους και λόφους, πανέμορφα χωριά και πόλεις. Είναι μια χώρα που «γέμει θρεμμάτων παντοδαπών» καθώς οι αρδεύοντες αυτήν ποταμοί συντελούν στην αύξηση της καρποφορίας. Εξ αυτού η πρωτεύουσα της Αραβίας ονομάστηκε ευδαίμων. «Κατ’ αντικρύ» της χώρας, στο βάθος του πελάγους, υπάρχουν πολλές νήσοι, άξιες δε «ιστορικής αναγραφής» τρεις:
1. Η Ιερά νήσος, πλάτους διακοσίων σταδίων, κατοικείται από τους Παγχαίους, που επιμελούνται της καλλιεργείας και εμπορίας του λιβανωτού, της σμύρνης και άλλων θυμιαμάτων, η ποικιλία και αφθονία των οποίων επαρκεί για όλη την οικουμένη. Το εμπόρευμα πωλείται στους Αραβες, αυτοί το διοχετεύουν σε Φοινίκη, Κοίλη Συρία και Αίγυπτο, οι δε Αιγύπτιοι μετά σε όλο τον κόσμο. Ο διοικών τη νήσο βασιλεύς «λαμβάνει εκ των γινομένων καρπών την δεκάτην».
2. Σε απόσταση επτά σταδίων βρίσκεται άλλη νήσος ένθα οι Παγχαίοι «κομίζουσι τα σώματα των αποθανόντων ταφήν αξιούντες» διότι στην Ιερά απαγορεύονται οι ταφές.
3. Η Παγχαία νήσος, μήκους πολλών σταδίων, προς Ανατολάς του Ινδικού Ωκεανού, απέχει της Ιεράς τριάντα στάδια. Κατοικείται από αυτόχθονες, τους Παγχαίους, και αλλοδαπούς: Ωκεανίτες, Ινδούς, Σκύθες και Κρήτες. Κορυφαία πόλη είναι η Πανάρα, και κατοικείται από ικέτες του Τριφυλίου Διός, μόνους εξ όλων των Παγχαίων που ζουν αβασίλευτοι, ορίζοντες εναλλάξ τρεις άρχοντες ετησίως. Σε απόσταση εξήντα σταδίων βρίσκεται το ιερό του θανόντος θεού -με αξιόλογο εκ λευκού λίθου ναό- πλησίον του οποίου αναβλύζει πηγή που γίνεται ποταμός και αρδεύει λειμώνες, αμπέλια, κήπους, θάμνους και παντοειδή δένδρα και οπωροφόρα με την ευφρόσυνο παρουσία καλλικέλαδων πουλιών. Στον ναό, πλην του βωμού του Διός, υπάρχει η κλίνη, η τράπεζά του και χρυσή στήλη «γράμματα έχουσα τα παρ’ Αιγυπτίοις ιερά καλούμενα, δι' ων ήσαν αι πράξεις Ουρανού τε και Διός αναγεγραμμέναι».
Πιο πέρα υψώνεται το όρος Ουρανού Δίφρος και Τριφύλιος Ολυμπος, εξ ων μυθολογούνται ο πρώτος βασιλεύς Ουρανός και μετά ο Ολυμπος από τα τρία έθνη που κατοίκησαν εδώ: Παγχαίους, Ωκεανίτες, Δώους. Υπάρχει και «άβατο» για όλους, πλην των ιερέων. Αλλού, συναρπάζει η ποικιλία του ζωικού βασιλείου. Θαυμαστές είναι οι πόλεις Υρακία, Δαλίδα, Ωκεανίδα.
Πολιτεία-Διοίκηση
Ως Πολιτεία, σύμπασα η Παγχαία αποτελείται από τρεις τάξεις: των ιερέων και καλλιτεχνών, των γεωργών και των στρατιωτών και βοσκών. Οι ιερείς -το γένος των οποίων μυθολογείται, κατά τους Κρήτες, από τότε που βασίλευε ο Δίας- είναι απάντων ηγεμόνες και δικαστές και διανέμουν ισομερώς σε όλους τα γεννήματα που φέρουν οι γεωργοί. Ουδείς έχει ιδιοκτησία, πλην οικίας και κήπου. Υπάρχουν υφαντουργεία και εργαστήρια χρυσού, ασημιού, κασσιτέρου, χαλκού, σιδήρου αλλά ουδέν είναι εξαγώγιμο. Οποιον ιερέα επιχειρήσει να εξέλθει της χώρας «εξουσίαν έχει ο παρατυχών αποκτείναι».
Το μαλλί των προβάτων εξασφαλίζει σε όλους ενδυμασία μοναδικής ποιότητος. Ανδρες και γυναίκες φέρουν σανδάλια, βραχιόλια, περιδέραια χρυσά και σκουλαρίκια, οι ιερείς «χρυσοφορούσι δ’ ομοίως ταις γυναιξί πλην των ενωτίων» και φέρουν μίτρες.
Και λοιπόν τι;
Ισως επειδή η Ιστορία ουδέποτε συνάντησε την Παγχαία, πριν από σχεδόν 500 χρόνια η ουτοπία μπαίνει δυναμικά στην αγορά των ελπίδων και η λέξη καθιερώνεται με το βιβλίο που συνέγραψε στα λατινικά ο αντεισαγγελέας του Λονδίνου και φίλος του Ερρίκου Η΄ Τόμας Μορ με τίτλο «Utopia» (1516). Αναφέρεται στην ιδανική νήσο Abraxa εγκαινιάζοντας, ως σύλληψη, ό,τι έκτοτε αποκαλούμε ουτοπικό: το «ανέφικτο αλλού», κατ’ ουσίαν το «αδηφάγο πουθενά»! Ακολουθεί στρατιά ουτοπικών φιλοσόφων μ' ένα πλήθος συναφών «αλλού», έως το κοντινό μας και συγκινητικό «αλλού» των «παιδιών των λουλουδιών». Στην «Εφ.Συν.» της 22-23.3. (σελ. 71) διαβάσαμε ενδιαφέρον κείμενο στο οποίο προτεινόταν ως εφικτή η αναζήτηση της «ρεαλιστικής ουτοπίας». Μήπως κι αυτό είναι ουτοπικό και μήπως, τελικά, ο μυστηριακός δεσποτισμός της ιδέας της Utopia, επειδή δεν ανέχεται ανταγωνιστές, δεν διαφέρει από απειλητική χειρονομία στη μοναξιά ενός άδειου δωματίου;