20/07/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μισέλ Φάις

Βαθύ άρωμα Μεσαίωνα

Τζέφρυ Τσώσερ «Οι Ιστορίες του Καντέρμπερυ» Μετάφραση: Δημοσθένης Κορδοπάτης, Μελάνι, 2014, σελ. .
      Pin It

Τζέφρυ Τσώσερ
«Οι Ιστορίες του Καντέρμπερυ»
Μετάφραση: Δημοσθένης Κορδοπάτης, Μελάνι, 2014, σελ. 476

 

Της Μαριάννας Σκιαδά

 

Ο 14ος αιώνας, τότε που γράφτηκαν Οι Ιστορίες του Καντέρμπερυ, υπήρξε ο αιώνας των μεγάλων αλλαγών στην Αγγλία.

 

Ο μεγάλος λιμός και η πανούκλα, που πρωτοεμφανίστηκε το 1341 και έφτασε στο αποκορύφωμα της εξάπλωσής της το 1349, προκαλώντας τον θάνατο διακοσίων ανθρώπων την ημέρα μόνο στο Λονδίνο, στέρησαν τη χώρα από τον μισό περίπου πληθυσμό της. Ο κλήρος βλέπει τη δύναμή του να μετριάζεται, καθώς οι κληρικοί αποδεκατίζονται από την πανούκλα, και η αριστοκρατία παρακολουθεί έκπληκτη τον αγροτικό ξεσηκωμό του 1381. Η αγγλική γλώσσα αρχίζει να γίνεται η επίσημη γλώσσα του κράτους εξοστρακίζοντας τα γαλλικά, ενώ ο Τζέφρι Τσόσερ, που γεννήθηκε γύρω στα 1343 και πέθανε το 1400, γράφει τα ποιήματά του στη μητρική του γλώσσα, τη λονδρέζικη διάλεκτο, θεμελιώνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την ανάπτυξη της αγγλικής λογοτεχνίας. Παρ' όλο που η εποχή του χαρακτηρίστηκε από κοινωνικές αναταραχές, στην ποίηση του Τσόσερ υπάρχει μια αίσθηση σταθερότητας και τάξης.

 

Στις Ιστορίες του Καντέρμπερυ, είκοσι εννέα προσκυνητές από διάφορα μέρη της χώρας, που ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και εξασκούν διαφορετικά επαγγέλματα, συναντιούνται στο υπαρκτό την εποχή εκείνη πανδοχείο Τάμπαρντ στο Λονδίνο με σκοπό να κατευθυνθούν στο Καντέρμπερι για να προσκυνήσουν τον τάφο του Τόμας Μπέκετ, ο οποίος είχε δολοφονηθεί μέσα στον καθεδρικό ναό της πόλης και είχε αναγορευτεί άγιος. Για να ποικίλουν και να ελαφρύνουν τις ώρες της οδοιπορίας, ο οικοδεσπότης και ιδιοκτήτης του πανδοχείου τούς προτείνει να αφηγηθεί ο καθένας τους από δύο ιστορίες στον δρόμο για το Καντέρμπερι και δύο στον δρόμο της επιστροφής.

 

Το αρχικό πλάνο του Τσόσερ ήταν να αφηγηθεί εκατόν δεκαέξι ιστορίες αλλά τελικά κατάφερε να ολοκληρώσει μόνο τις είκοσι δύο, ενώ ακόμα δύο ιστορίες είναι ημιτελείς. Στην ελληνική μετάφραση υπάρχουν και οι είκοσι τέσσερις ιστορίες, αλλά, όπως μας πληροφορεί ο μεταφραστής Δημοσθένης Κορδοπάτης στην ενδιαφέρουσα εισαγωγή του βιβλίου, παρέθεσε μόνο μια σύντομη περίληψη των δύο από αυτές, καθώς έκρινε ότι δεν θα ενδιέφεραν τον σύγχρονο αναγνώστη. Επιλογή επίσης του μεταφραστή είναι και η μετατροπή του έμμετρου ποιητικού λόγου του πρωτοτύπου σε πεζό, σοφή επιλογή, μια που η απόδοση σε ποιητικό λόγο αφ’ ενός θα απαιτούσε τιτάνια προσπάθεια και αφ’ ετέρου θα ξένιζε τον σύγχρονο αναγνώστη.

 

Εξάλλου, αυτό που διαχρονικά συγκινεί στις Ιστορίες του Καντέρμπερυ είναι το γεγονός ότι ο Τσόσερ καταφέρνει να δημιουργήσει την εντυπωσιακότερη ίσως συλλογή πορτρέτων της αγγλικής λογοτεχνίας με τον τρόπο που παρουσιάζει τους διάφορους προσκυνητές στον «Γενικό Πρόλογο» του έργου, αλλά και μέσα από τις ιστορίες που αφηγούνται.

 

Η κοινωνία της Αγγλίας τον Μεσαίωνα είναι μια κοινωνία βαθιά ταξική, αποτρεπτική όσον αφορά την κινητικότητα μεταξύ των τάξεων και με μια παντοδύναμη Εκκλησία. Η θεία τάξη παρεμβαίνει και ρυθμίζει τα ανθρώπινα και η γήινη κοινωνία είναι ιεραρχημένη, όπως ιεραρχημένη είναι και η κοινωνία των ουρανών. Ο Τσόσερ δεν αμφισβητεί αυτήν την ιεράρχηση, η σειρά παρουσίασης των προσκυνητών στον Πρόλογο είναι ενδεικτική. Ο Ιππότης, ως αντιπρόσωπος της άρχουσας τάξης, μαζί με την ακολουθία του, τον γιο του, που είναι και ο ακόλουθός του, και έναν Παραστάτη (Σωματοφύλακα στην ελληνική μετάφραση), παρουσιάζεται πρώτος. Την παρουσίαση του Ιππότη ακολουθούν οι παρουσιάσεις των εκπροσώπων της Εκκλησίας, ενώ την τρίτη τάξη εκπροσωπεί μια μεγαλύτερη ποικιλία τύπων: πλουσίων, μεσοαστών και πενήτων. Ο Ιππότης είναι επίσης ο πρώτος αφηγητής ιστορίας. Ο Τσόσερ, παρ' όλο που δεν αμφισβητεί την Εκκλησία, εντούτοις κρίνει τους λειτουργούς της με τον τρόπο που τους παρουσιάζει – χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο πάστορας, ο πωλητής συγχωροχαρτίων και οι δύο μοναχές τού Ιστορίες του Καντέρμπερυ.

 

Η θεματολογία αλλά και η γλώσσα των αφηγήσεων των ιστοριών των προσκυνητών ταιριάζουν απόλυτα με τους χαρακτήρες αλλά και τις κοινωνικές τάξεις που οι διάφοροι προσκυνητές αντιπροσωπεύουν. Εντυπωσιακός, πράγματι, είναι ο τρόπος με τον οποίο, μέσα από τις αφηγήσεις των προσκυνητών, ο Τσόσερ καταφέρνει να καταγράψει την κοινωνική πραγματικότητα αλλά και τα φρονήματα και τις νοοτροπίες της ρευστής εποχής του. Δεν είναι τυχαίο που έχει χαρακτηριστεί ο «κοινωνικός χρονικογράφος» του 14ου αιώνα. Οι Ιστορίες του Καντέρμπερυ θεωρούνται, κι όχι άδικα, ένα από τα εμβληματικότερα και σπουδαιότερα βιβλία της βρετανικής λογοτεχνίας.

 

Scroll to top