21/07/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΟΙΝΙΑΔΩΝ - ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΚΩΣΤΑΣ ΦΙΛΙΠΠΟΓΛΟΥ

Το μετέωρο βήμα του Φιλοκτήτη

Mια αναμενόμενη πρόταση στο πλαίσιο της μετρημένης και κάπως πιο ψαγμένης αναβίωσης του αρχαίου δράματος των τελευταίων δεκαετιών, που επιζητεί και προδικάζει τη συμφωνία του μεγάλου κοινού. Αν δεν υπήρχε και ο Μαρμαρινός στον πρωταγωνιστικό ρόλο, τι θα βρίσκαμε να συζητήσουμε σήμερα.
      Pin It

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης (Οδυσσέας), Μιχαήλ Μαρμαρινός (Φιλοκτήτης)

Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης (Οδυσσέας), Μιχαήλ Μαρμαρινός (Φιλοκτήτης)

Αυτό που χαρακτηρίζει την τελευταία συμπαραγωγή του Φεστιβάλ και του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας στον «Φιλοκτήτη» είναι αναμφισβήτητα η λέξη «σύμπραξη». Και αυτό όχι μόνο γιατί εξ ορισμού στηρίζεται στη συνεργασία καλλιτεχνών που μοιράζονται το τελικό αποτέλεσμα. Χωρίς να αμφιβάλλει κανείς για την προσωπικότητα του σκηνοθέτη Κώστα Φιλίππογλου, είναι η ίδια η παρουσία του Μιχαήλ Μαρμαρινού ως ηθοποιού στον κεντρικό ρόλο του ομηρικού ήρωα, του Αιμίλιου Χειλάκη στον ρόλο του Νεοπτόλεμου και του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη στον ρόλο του Οδυσσέα –τρεις πρωταγωνιστές με ισχυρό έρεισμα– που κάνει τα πράγματα περισσότερο περίπλοκα: η παράσταση πρέπει να αποφασίζει ανάμεσα στο θέατρο συνόλου, από το οποίο προέρχεται και το οποίο υπηρετεί ο Φιλίππογλου, και στο θέατρο ονομάτων, όπου οδηγεί τελικά η συγκεκριμένη παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ.

 

Η λύση είναι στη μέση, αλλά δεν είναι πάντα ικανοποιητική. Με εξαίρεση μερικά ωραία, αλλά κάπως εξωτερικά και αποσπασματικά ευρήματα -τραμπάλες στην ορχήστρα που δείχνουν την αμφιταλάντευση των προσώπων, ένα μικρόφωνο που βρίσκεται ξαφνικά στη μέση του Χορού, μια πινελιά πολυγλωσσίας στο τέλος, έτσι, για να μοιάζουν τα πράγματα πιο διεθνικά, ή ένας από-μηχανής-θεός που απλώνεται με τη μορφή φέιγ βολάν, ο «Φιλοκτήτης» είναι γενικά μια κατάθεση που μοιάζει να έχει φτιαχτεί με άξονα και γνώμονα τους πρωταγωνιστές της. Είναι γι’ αυτό ό,τι πρέπει για μια γερή επιτυχία του ΔΗΠΕΘΕ, μια εμπορική πρωτίστως επιτυχία. Είναι όμως για τους ίδιους ακριβώς λόγους μια γενικά αναμενόμενη πρόταση, στο πλαίσιο της μετρημένης και κάπως πιο ψαγμένης αναβίωσης του αρχαίου δράματος των τελευταίων δεκαετιών, πρόταση που επιζητεί και προδικάζει τη συμφωνία του μεγάλου κοινού. Αν δεν υπήρχε και ο Μαρμαρινός στον ρόλο του Φιλοκτήτη, αναρωτιέμαι τι θα βρίσκαμε να συζητήσουμε σήμερα.

 

Υπάρχουν και άλλα εντυπωσιακά ευρήματα, αλλά φοβάμαι ότι κάποια από αυτά προέρχονται από τις αντιφάσεις της παράστασης. Οπως αυτό: ένα «σχετικά» νεωτερικό περίβλημα (του σκηνοθέτη) προστατεύει στο κέντρο μια «περίεργα» παλιομοδίτικη υποκριτική (κυρίως του Μαρμαρινού). Είναι «σχετικά» νεωτερικό το περίβλημα, γιατί η ιδέα του Φιλίππογλου να αποδώσει με την –αθλητική– κινησιολογία του Χορού το «συναισθηματικό περιβάλλον» στο οποίο κινούνται οι ήρωες είναι λίγο-πολύ ό,τι περίπου ζητούν οι σκηνοθέτες κάθε φορά από τον Χορό όταν δεν έχουν κάποια άλλη καλύτερη ιδέα γι’ αυτόν. Και είναι ακόμη «περίεργα» παλιομοδίτικη η υποκριτική, γιατί είναι ασφαλώς περίεργο να παρατηρούμε τον Μαρμαρινό να παίζει τον Φιλοκτήτη σε ένα ύφος υποκριτικής κατεκτημένο ίσως, αλλά το οποίο δεν είδαμε τέλος πάντων ποτέ σε πρωταγωνιστή/στρια δικής του διδασκαλίας. Μήπως όμως δεν είναι περίεργο να βλέπουμε τον Χειλάκη να αποδίδει τον Νεοπτόλεμο μεστά μεν, κόντρα όμως σε κάθε ηλικιακή λογικοφάνεια του ρόλου; Η μόνη συνέπεια που αναγνωρίζω είναι στον Οδυσσέα του Μαρκουλάκη. Μια σταθερή γραμμή συνδέει τον ρόλο του με ό,τι άλλο έχει παίξει ο πρωταγωνιστής.

 

Αντίθετα, ο Φιλοκτήτης του Μαρμαρινού –και αυτό παρά την υποκριτική του που, επαναλαμβάνω, έρχεται από περασμένες δεκαετίες– σαν μορφή ξενίζει. Εχει μια σοφιστικέ πατίνα, η οποία κατά την άποψή μου δίνει ίσως τη μόνη αφορμή για κουβέντα πάνω στην παράσταση. Γιατί λοιπόν ο άγριος, παρατημένος Φιλοκτήτης αποδίδεται σαν φιγούρα διανοούμενου μοναχού; Ο Μαρμαρινός συλλαμβάνει τον ήρωά του όχι στην αρειμάνια φύση του, αλλά μέσα από την εγκαρτέρηση του μαρτυρικού βίου στη Λήμνο. Ο δικός του Φιλοκτήτης είναι ένας «σαμουράι», μια ανατολικού τύπου ολιστική φυσιογνωμία, όπου η πολεμική αρετή συνδέεται με τη γενικότερη στάση ζωής. Ενας διανοούμενος της ανδρείας, μια μορφή που συνδυάζει την αρχαία αρετή στην πιο συμπαγή οπτική της.

 

Αυτή τη μορφή έρχεται να βγάλει από το καταναγκαστικό μουσείο της μυθικής Λήμνου ο πολύβουος κόσμος των γοργών, αήθων αποφάσεων της πραγματικής πια Αθήνας. Είναι ο κόσμος της ρεάλ πολιτίκ του Οδυσσέα από τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη – και ότι αυτός ο κόσμος χρειάζεται τώρα τον Φιλοκτήτη, τι άλλο να ’ναι παρά μια γερή φάρσα της ιστορίας; Ερχονται να διαχειριστούν μια κατάσταση και συναντούν στη θέση της έναν άνθρωπο.

 

Υπάρχουν δύο κόσμοι λοιπόν στο έργο. Και ο Νεοπτόλεμος του Αιμίλιου Χειλάκη δεν είναι ήρωας σε κανέναν από τους δύο. Ο Νεοπτόλεμος προσπαθεί να συνδυάσει την πατρική καταβολή, που μοιάζει να βρίσκει στον Φιλοκτήτη το ηθικό της βάρος, με έναν λαό στη μορφή Χορού που τον καλεί συνεχώς να δράσει. Αν θέλετε την άποψή μου, αποτυγχάνει. Σαν κάθε νέος που διαλέγει να μετακινηθεί σε εποχή ηθικού τραμπαλισμού, παραπαίει.

 

Το έργο του Σοφοκλή από μια άποψη είναι το δικό του δίλημμα. Τι γίνεται λοιπόν μετά, τι κάνουμε τώρα; Ο από μηχανής θεός –ο Ηρακλής με τη μορφή αρχισυντάκτη– δεν έρχεται για να σώσει τον Φιλοκτήτη αλλά τον Νεοπτόλεμο. Τεχνική ασφαλώς λύση: η αντίφαση ανάμεσα στο δίκαιο του ενός και στο αίτημα των πολλών θα παραμείνει άλυτο αίνιγμα στο δικό του κεφάλι όπως και στο δικό μας.

 

Η παράσταση επομένως του ΔΗΠΕΘΕ με βρίσκει μετέωρο. Μου άρεσε, όπως σε πολλούς. Με συγκίνησε η παλιά ιστορία και ομολογώ ότι, για μια ακόμη φορά, μυστηριωδώς σαγηνεύτηκα από το αρχαίο σασπένς της. Η ίδια η σκηνοθεσία δίδαξε εξάλλου με επιτυχία ένα «μάτσο έργο» ανδρικής φύσης, με χαρακτήρες, αγωνία, μεταπτώσεις και με την όμορφη ιδέα ότι θα μπορούσε να διαδραματίζεται στο νησί της Λήμνου όπως και σε κάθε διάδρομο του Λευκού Οίκου. Κι ωστόσο πιστεύω ότι καλλιτεχνικά, όπως τόσες άλλες, τρίβεται εύκολα στο μυαλό μας. Δοσμένη στους πρωταγωνιστές της, η παράσταση απέκτησε (άδικα ίσως) έναν συναισθηματικό αντίκτυπο ευρύ, μια πλατιά μέθεξη, που διατηρείται όμως για λίγο και ακόμα λιγότερο προσμετρά στην πρόοδο του αρχαίου δράματος. Αναρωτιέμαι γι’ αυτό αν θα τη συζητάει κανείς ή αν θα την θυμάται ύστερα από μερικές εβδομάδες. Δεν αναρωτιέμαι δηλαδή, είμαι σχεδόν βέβαιος πως όχι.

 

Λειτουργικά τα σκηνικά του Κένι Μακ Λέλαν, φωτίζουν τον χώρο του δράματος. Καίρια η μουσική των Lost Bodies. Η μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα είναι, νομίζω, ο πέμπτος ουσιαστικός συντελεστής της παράστασης: στο ψαχνό, με σταράτες κουβέντες, αίσθηση ωμού ρεαλισμού, οπτική που θα έκανε ακόμα και τον Μάμετ να νιώθει συνένοχος. Ο Χορός, από τους καλογυμνασμένους Γιάννη Γιαννούλη, Τάσο Δημητρόπουλο, Κώστα Κορωναίο, Δημήτρη Κουρούμπαλη, Γιώργο Παπανδρέου, Κρις Ραντάνοφ και Γιώργο Ρουστέμη.

 

Scroll to top