ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΚΙΖΙΚΗΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

21/07/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

H αθέατη εκκόλαψη της μεταπολίτευσης και της δημοκρατίας

Επιστολές και έγγραφα μεταξύ πολιτικών, πρέσβεων μεγάλων δυνάμεων, αλλά και παραγόντων της δικτατορίας, που εξηγούν το πόσο εύκολα έπεσε η στρατιωτική χούντα στις 23 Ιουλίου του 1974 .
      Pin It

Του Τάσου Κωστόπουλου

 

Η ευκολία και η ταχύτητα με την οποία κατέρρευσε η χούντα το πρωί της 23ης Ιουλίου 1974 εκ πρώτης όψεως ξαφνιάζουν. Ένα στρατοκρατικό καθεστώς που οικοδομήθηκε στη βάση μιας «πολεμικής» πρόσληψης της εσωτερικής πολιτικής ζωής, και το οποίο έδειχνε να έχει καταστείλει κάθε ίχνος αντιπολιτευτικής δραστηριότητας, πόσο μάλλον αντίστασης, παρέδωσε άνευ όρων την εξουσία στους πολιτικούς μόλις βρέθηκε αντιμέτωπο με το ενδεχόμενο ενός πραγματικού πολέμου. Ο ίδιος ο «αόρατος δικτάτορας» Δημήτριος Ιωαννίδης, επικεφαλής της επίφοβης Στρατιωτικής Αστυνομίας, συμμορφώθηκε αμαχητί με την επιλογή της υφισταμένης του στρατιωτικής ηγεσίας, δικαιώνοντας εκ των υστέρων το προσωνύμιο «αρσακειάδα» που του απέδιδε ο προκάτοχός του στην εξουσία

Η απρόσμενη αυτή εξέλιξη, που καταγγέλθηκε από τον αυτοεξόριστο Ανδρέα Παπανδρέου σαν απλή «αλλαγή νατοϊκής φρουράς» αλλά τελικά εξελίχθηκε στην αυθεντικότερη εκδοχή δημοκρατίας που γνώρισε ποτέ τούτος ο τόπος, δεν είναι δύσκολο να ερμηνευθεί. Τα σπέρματά της ήταν ήδη παρόντα κατά τους προηγούμενους μήνες, ιδίως μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου και την πραξικοπηματική ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη (25.11.1973). Την καλύτερη μαρτυρία γι’ αυτό την προσφέρουν οι αφηγήσεις που προέρχονται από το εσωτερικό -ή έστω την περίμετρο- του ίδιου του καθεστώτος.

Απομόνωση κι αποσύνθεση

Η χούντα Ιωαννίδη δε διέθετε ούτε το στοιχειώδες μαζικό έρεισμα του σκληρού πυρήνα της εθνικοφροσύνης που στήριξε αρχικά τη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Στο σημείο αυτό συμφωνούν τόσο η ιδιωτική αλληλογραφία πολιτικών παραγόντων της εποχής όσο και οι υπηρεσιακές εκθέσεις ξένων διπλωματών. «Το τωρινό καθεστώς είναι το καθεστώς με τη στενότερη μαζική βάση που είχαν ποτέ [οι Έλληνες] σε τούτο τον αιώνα ή μάλλον σε όλη την ιστορία τους, από το 1821», εξηγούσε το Μάρτιο του 1974 ο αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα, Χένρι Τάσκα, σε ειδική σύσκεψη του περιφερειακού επιτελείου του αμερικανικού ΥΠΕΞ για την Ελλάδα. «Ουσιαστικά είναι μόνο 20-30 αξιωματικοί, ίσως και 10-12, και δεν έχουν άλλη υποστήριξη. [...] Μέχρι κι οι επιχειρηματίες, που τάσσονταν συνήθως με τον Παπαδόπουλο, είναι πολύ επιφυλακτικοί»1. Για τους λόγους αυτής της ψυχρότητας, αποκαλυπτική είναι μια μεταγενέστερη αναφορά του ίδιου διπλωμάτη για τις σκανδαλώδεις πρακτικές των οικονομικών υπουργών: η καναδική εταιρεία Οσεάνικ που ερευνούσε τα πετρέλαια της Θάσου πιεζόταν λ.χ. ταυτόχρονα από τον υφυπουργό Βιομηχανίας Ευθυμιάδη να συνεργαστεί για τις υπεργολαβίες της με τον εφοπλιστικό όμιλο Κουλουκουντή κι από τον προϊστάμενό του υπουργό Κυπραίο να δώσει τη δουλειά σε κάποια «δική του» εταιρεία2. Ο σκληρός πυρήνας του καθεστώτος διαπερνιόταν από ένα κλίμα αλληλοχαφιεδισμού, ομαδοποιήσεων, παραγοντισμού και γενικευμένης καχυποψίας, όπως διαπιστώνουμε από τις αφηγήσεις των ίδιων των ηγετικών στελεχών του αλλά και άλλων αξιωματικών3. Η γενικευμένη ανασφάλεια κι ευθυνοφοβία παρέλυαν ακόμη και στεγανοποιημένες δημόσιες υπηρεσίες όπως το ΥΠΕΞ4, ενώ η κυβέρνηση Ανδρουτσόπουλου αντιμετωπιζόταν από τους πάντες ως υπόδειγμα ανυποληψίας κι ανικανότητας5. Παράπλευρες απώλειες υπέστη και το αξιόμαχο των ενόπλων δυνάμεων, καθώς οι διαδοχικές εκκαθαρίσεις του 1973 είχαν ως αποτέλεσμα στα περισσότερα διοικητικά πόστα να υπηρετούν αξιωματικοί με μηδενική εμπειρία6.

Ο καθοριστικότερος παράγοντας της αποσύνθεσης του καθεστώτος υπήρξε ωστόσο η αδυναμία του να δαμάσει της συνέπειες της πετρελαϊκής κρίσης, αλλά και τον πληθωρισμό που είχε αρχίσει να εκτινάσσεται ήδη απ’ το φθινόπωρο του 1972. Παρά τη χουντική προπαγάνδα περί «οικονομικού θαύματος», η κακοδιαχείριση του δημόσιου χρήματος είχε φέρει τη χώρα στο χείλος της χρεωκοπίας. Ο ίδιος ο αρχιτέκτονας του «θαύματος», Νικόλαος Μακαρέζος, πληροφορούσε έτσι τον Απρίλιο του 1974 τον αρχιεπίσκοπο Αμερικής ότι, «κατά τους μετριωτέρους υπολογισμούς, η Ελλάς προ του Σεπτεμβρίου θα χρειασθή το ποσόν των $1.800.000.000 [σε δάνεια] δια να δυνηθή να αποφύγη την κήρυξιν χρεωστασίου»7.

Ο εφιάλτης του Πολυτεχνείου

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΜΑΚΑΡΕΖΟΣΗ εξέγερση του 1973 μπορεί να μην έριξε τη χούντα, η σκιά της όμως καθόριζε σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις, καθώς πιστοποιούσε την αδυναμία διασφάλισης του μαζικού εκείνου ερείσματος που θα επέτρεπε μια συντεταγμένη μετάβαση σ’ έναν ελεγχόμενο κοινοβουλευτισμό. «Αν οι πληθωριστικές τάσεις εξακολουθήσουν (όπως φαίνεται πιθανό), είναι μόνο ζήτημα χρόνου ώσπου η αντιπολίτευση στη νέα δικτατορία να γίνει εμφανής με τους φοιτητές και κάποια εργατικά στοιχεία στην πρωτοπορία», εκτιμούσε χαρακτηριστικά ο διευθυντής πολιτικού σχεδιασμού του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στα μέσα Φεβρουαρίου 19748, ενώ τον Απρίλιο ένα μνημόνιο της CIA αποφαινόταν πως «οι φοιτητές κι οι εργάτες θα απολαύσουν τη λαϊκή συμπάθεια, αν όχι ανοιχτή υποστήριξη, έτσι κι αναμετρηθούν ξανά ανοιχτά με το καθεστώς»9.

Παρόμοιες εκτιμήσεις έκαναν και τα ντόπια στελέχη που κινούνταν στη γκρίζα ζώνη των ζυμώσεων για μια ελεγχόμενη μεταπολίτευση. «Αν σήμερα προκύψει ένα νέο επεισόδιο Πολυτεχνείου, θα μετάσχουν όχι 15.000 αλλά 100.000 άνθρωποι», προειδοποιεί στις αρχές του 1974 με υπόμνημά του το χουντικό πρόεδρο Φαίδωνα Γκιζίκη ο «γεφυροποιός» Ευάγγελος Αβέρωφ. «Σε λίγους μήνες θα φτάσουν τις 500.000. Μια μικρή οργανωμένη εξτρεμιστική μειοψηφία θα βρεθεί ανάμεσά τους επιδιώκοντας να εκμεταλλευθεί την κατάσταση. [...] Η νεολαία πλέον συμβαδίζει με οποιονδήποτε είναι κατά του καθεστώτος και δυστυχώς με δυνάμεις όχι πάντοτε υγιείς. Το ΚΚ είναι ενεργότερο από ποτέ. Η Ελλάδα γλυστρά προς τα αριστερά, προς αναρχικές ιδέες»10. Εξίσου σαφής ήταν, σε επιστολή του προς τον Καραμανλή, ο συνιδρυτής του ΙΔΕΑ Σόλων Γκίκας: «Ο αριστερισμός νομίζω ότι διογκούται ιδία μεταξύ των νέων. Το χειρότερον είναι ότι έχει δημιουργηθή πνεύμα ανοχής των αστών έναντι των κομμουνιστών και το πνεύμα αυτό είναι φυσικόν να σταθεροποιήται εφ’ όσον παρατείνεται η δικτατορία. [...] Η ανακοπή του αριστερισμού και της αντιπαθείας προς τους αξιωματικούς είναι δύσκολον να επιτευχθή άνευ μεταβάσεώς μας εις την ομαλότητα, ήτις θα παρουσιάση και προβλήματα, δεδομένου ότι αι νεώτεραι κλάσεις ψηφοφόρων είναι επηρεασμέναι από σοσιαλιστικάς ιδέας και είναι εμποτισμέναι με μίσος κατά της δεξιάς ως υπευθύνου της δικτατορίας»11. Ακόμη κι ο Μακαρέζος, στη συνομιλία του με τον Αμερικής Ιάκωβο, προβλέπει ότι το ερχόμενο φθινόπωρο «δεν αποκλείεται επανάστασις, αυτή την φοράν προερχομένη εκ του λαού», θεωρώντας μάλιστα βέβαιο πως, «εάν κληθούν ο στρατός και τα τανκς να την πατάξουν, θα ευρεθούν αυτήν την φοράν αλληλέγγυοι με τους επαναστάτας»12.

Η αδύνατη μετεξέλιξη

Η απόπειρα του Παπαδόπουλου για διατεταγμένη μετάβαση με τον εαυτό του πανίσχυρο Πρόεδρο Δημοκρατίας και πρωθυπουργό τον Μαρκεζίνη κατέληξε, ως γνωστόν, σε πανωλεθρία: το Πολυτεχνείο κατέδειξε την πολιτική απομόνωσή του κι ακολούθησε η ανατροπή του απ’ τον Ιωαννίδη. Αντιμέτωπο με τα ίδια διλήμματα σε οξύτερη μορφή, το νέο καθεστώς απέσυρε φαινομενικά τους στρατιωτικούς από τα κυβερνητικά πόστα, αναζητώντας εναγώνια συνεργάτες μεταξύ του πολιτικού κόσμου. Στους κόλπους του τελευταίου αναπτύχθηκαν έτσι τους τελευταίους μήνες της χούντας μια σειρά πρωτοβουλίες για αμοιβαία αποδεκτή διέξοδο.

* Η γνωστότερη προήλθε απ’ τον Ευάγγελο Αβέρωφ, πρώην ΥΠΕΞ της ΕΡΕ και μελλοντικό ΥΠΕΘΑ (κι αρχηγό) της ΝΔ. Με διαδοχικά υπομνήματά του προς τον πρόεδρο Γκιζίκη, ο ηπειρώτης πολιτικός προσφέρθηκε να λειτουργήσει ως «γέφυρα» ελεγχόμενης μετάβασης, επισείοντας τον κίνδυνο υπονόμευσης του κοινωνικού καθεστώτος από μια παρατεταμένη στρατιωτική διακυβέρνηση σε καιρούς οικονομικής κρίσης. Για τις κινήσεις του ενημέρωνε τακτικά τον αμερικανό πρέσβη13, δεν κατώρθωσε όμως να πείσει τους χουντικούς που αμφέβαλλαν για τις εγγυήσεις προσωπικής ασφάλειας που τους παρείχε14. Εξίσου άκαρπη αποδείχθηκε η γραπτή προειδοποίησή του προς τον Γκιζίκη για τις καταστροφικές επιπτώσεις μιας ελληνοτουρκικής αναμέτρησης (19.4.1974)15. Αποκαλυπτικό για τις συνθήκες ημιπαρανομίας της όλης ζύμωσης είναι το γεγονός πως, όταν οι επαφές του Αβέρωφ δημοσιοποιήθηκαν από τη Ντόιτσε Βέλε, ο ίδιος έσπευσε να τις διαψεύσει16.

* Προτάσεις προς την ίδια κατεύθυνση υπέβαλε το Φεβρουάριο του 1974 στον αμερικανό πρέσβη ο καθηγητής Γρηγόριος Κασιμάτης, εισηγούμενος την κάλυψη του υφιστάμενου «κενού εξουσίας» με το διορισμό του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ ως αντιβασιλιά και την προκήρυξη εκλογών για συντακτική συνέλευση17. Υιοθετώντας την ιδέα, ο Τάσκα τη μετέφερε στον Ιωαννίδη και τον αρχιεπίσκοπο με μεσολαβητή τον καθηγητή Ιωάννη Γεωργάκη 18.

* Πιο επίμονη υπήρξε η προσπάθεια του Μακαρέζου να επαναπατρίσει τον Καραμανλή ως πρόεδρο Δημοκρατίας, σε συνδυασμό με ενδεχόμενη δική του πρωθυπουργοποίηση. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματά του, που εκδόθηκαν μετά το θάνατο και των δυο, η σχετική πρωτοβουλία προήλθε απ’ τον αυτοεξόριστο πρωθυπουργό στη διάρκεια του Πολυτεχνείου και μεταφέρθηκε στον Ιωαννίδη με αλλεπάλληλους μεσολαβητές, δίχως αποτέλεσμα19. Με τη λύση αυτή συντάχθηκαν και «σκληροί» της προηγούμενης χούντας, όπως ο Λαδάς20. Όταν οι κρούσεις του αποδείχθηκαν άκαρπες, ο Μακαρέζος βολιδοσκόπησε παράγοντες της ομογένειας κατά την επίσκεψή του στις ΗΠΑ (15.3-12.4.1974), πάλι χωρίς επιτυχία21. Σε αντίθεση με τον Αβέρωφ δημοσιοποίησε τις προθέσεις του μ’ επανειλημμένες συνεντεύξεις σε γερμανικά ΜΜΕ22.

* Παρόμοιες εισηγήσεις έκαναν και άλλες φυσιογνωμίες της ευρύτερης εθνικοφροσύνης, από το στρατηγό Θρασύβουλο Τσακαλώτο μέχρι το Στυλιανό Παττακό23. Τα σχετικά κείμενα παραμένουν ως επί το πλείστον αδημοσίευτα.

Το καθεστώς προχώρησε απ’ την πλευρά του σε σειρά επαφών με μεσαία στελέχη των αστικών κομμάτων (ΕΡΕ, ΕΚ, ΚΠ) και ιδίως των οργανώσεων νεολαίας τους, οραματιζόμενο την ανάδυση μιας νέας γενιάς πολιτικών που θα ήταν ικανή να παραγκωνίσει τους εκπροσώπους της προδικτατορικής «φαυλοκρατίας». Κι αυτές οι ζυμώσεις δεν κατέληξαν, ωστόσο, πουθενά24.

Ο ίδιος ο Καραμανλής επιφύλασσε για τον εαυτό του το ρόλο της εναλλακτικής λύσης ήδη από την επαύριο του πραξικοπήματος του 1967, διαμηνύοντας μέσω τρίτων στους ηγέτες της χούντας την πρόθεσή του να πρωταγωνιστήσει σε μια διατεταγμένη μετάβαση προς αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε «κυβερνουμένη και όχι κυβερνώσα δημοκρατία» (βλ. αναλυτικά «Ιός» 22.3.2013). Θεωρούμενος από τις αμερικανικές υπηρεσίες ως «η προτιμότερη εναλλακτική λύση για πολλούς στην Ελλάδα»25, προσπάθησε ανεπιτυχώς να δει τον Κίσινγκερ κατά τη σύντομη διέλευσή του από το Παρίσι στις 20.12.197326, απέρριψε όμως πρόταση του Τάσκα να συναντηθεί μαζί τον Απρίλιο του 1974 με το αιτιολογικό ότι δε μπορούσε να τροποποιήσει τις προγραμματισμένες πασχαλινές διακοπές του27. Όταν μετάνιωσε, ήταν πλέον αργά28.

Η «διέξοδος» του εθνικισμού

Η τελική έκβαση της διελκυστίνδας είναι γνωστή. Το καθεστώς Ιωαννίδη προσπάθησε να ξεπεράσει την κρίση του επιστρατεύοντας το χαρτί του εθνικισμού, αρχικά γύρω από τα πετρέλαια του Αιγαίου (που θ’ αναβάθμιζαν τους Έλληνες σε πάμπλουτους «Αμερικάνους»)29 και κατόπιν στο Κυπριακό, ανατρέποντας το Μακάριο που κατηγορούνταν ότι εξασθενεί το αντιτουρκικό μέτωπο30 κι αφελληνίζει τη μεγαλόνησο, μεταλλάσσοντας τους Ελληνοκυπρίους σε αλλοεθνείς με «μεσανατολικήν ελαστικήν συνείδησιν»31.

Η επιλογή αυτή συνοδεύτηκε από ένα πρωτοφανές εξοπλιστικό πρόγραμμα, με το σκεπτικό πως «αι χρονίζουσαι διαφοραί μας με την Τουρκίαν αργά ή γρήγορα θα ελύοντο δια των όπλων»32. Ενώ την πενταετία 1968-72 η χούντα του Παπαδόπουλου είχε ξοδέψει για όπλα 3,4 δις δολάρια, αυτή του Ιωαννίδη προγραμμάτισε αγορές αεροσκαφών, πυραυλακάτων, θωρακισμένων κλπ συνολικού ύψους 9 δις για το 1973-77 κι άλλων 26 δις για το 1978-82. Τα κονδύλια γι’ αυτό το μιλιταριστικό ξεφάντωμα, που αποτελούσε και το μοναδικό σημείο απόλυτης συμφωνίας μεταξύ της τότε ηγεσίας, προήλθαν σχεδόν αποκλειστικά από εξωτερικό δανεισμό33.

Μια θερμή σύρραξη με την Τουρκία αποτελούσε ενδεχομένως συνειδητή επιλογή του Ιωαννίδη. Όχι όμως και της ανώτατης στρατιωτικής ηγεσίας, που μπροστά στο φάσμα του πολέμου πραγματοποίησε στροφή 180 μοιρών, παραδίδοντας εσπευσμένα την εξουσία με αντάλλαγμα την προσωπική της ατιμωρησία.

Παραπομπές

1 Πρακτικά του Περιφερειακού Επιτελείου του Χ. Κίσινγκερ (20.3.74), σε Foreign Relations of the United States. Greece;Cyprus;Turkey, 1973-1976[στο εξής: FRUS], Ουάσινγκτον 2007, σ.48-9.

2 Τάσκα προς Στ. Ντιπάρτμεντ, Αθήνα 8.5.1974, No.2743, αναρτημένο στα Wikileaks (ενότητα “TheKissingerCables”).

3 Γρηγόριος Μπονάνος, Η αλήθεια, Αθήναι 1986, σ.143-54, 163-84 & 210-4˙ Σταύρος Ψυχάρης, Τα παρασκήνια της αλλαγής, Αθήνα 1975, σ.210-1, 225 & 242-4˙ Μιχαήλ Οικονομάκος, Από την Αφρική στον Έβρο, Αθήναι 1979, σ.177-89.

4 Γεώργιος Χέλμης, Ταραγμένη διετία, Αθήνα 2006, σ.117, 139, 145 & 171-2.

5 Μπονάνος 1986, σ.149-50 & 164-8˙ Χέλμης 2006, σ.129˙ FRUS, σ.27, 32 & 62˙ Πέτρος Αραπάκης, Το τέλος της σιωπής, Αθήνα 1997, σ.118.

6 Τάσκα προς Στ. Ντιπάρτμεντ, Αθήνα 8.2.1974, FRUS, σ.24-6.

7 Αμερικής Ιάκωβος προς Καραμανλή (26.4.1974), Αρχείο Καραμανλή, τ.7ος [στο εξής: ΑΚΚ], σ.341.

8 Λορντ προς Κίσινγκερ, «Η πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Ελλάδα», Ουάσινγκτον 15.2.1974, FRUS, σ.33.

9 Διυπηρεσιακό Μνημόνιο Πληροφοριών «Η Ελλάδα υπό τον Ιωαννίδη» (18.4.1974), όπ.π., σ.62.

10 Τάσκα προς Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Αθήνα 15.2.1974, Νο.1033.

11 Σόλων Γκίκας προς Καραμανλή (22.4.1974), ΑΚΚ, σ.339.

12 Ιάκωβος προς Καραμανλή (26.4.1974), όπ.π., σ.340.

13 Τάσκα προς Στ. Ντιπάρτμεντ, Αθήνα 22.1.1974, Νο.445, 15.2.1974, Νο.1033, και 5.3.1974, Νο.1321.

14 Όπ.π., Νο.1321.

15 Μπονάνος 1986, σ.205-7˙ Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, Πολιτικές θέσεις, Αθήνα 1976, σ.46-54.

16 Τάσκα προς Στ. Ντιπάρτμεντ, Αθήνα 14.3.1974, Νο.1582.

17 Ο ίδιος προς Στ. Ντιπάρτμεντ, Αθήνα 15.2.1974, Νο.1035.

18 Νικόλαος Μακαρέζος, Πως καταλήξαμε στη ‘μεταπολίτευση’, Αθήνα 2010, σ.95-6.

19 Όπ.π., σ.13-109.

20 Μπονάνος 1986, σ.177-8˙ Μακαρέζος 2010, σ.53-4 & 76.

21 Μακαρέζος 2010, σ.83-6˙ Ιάκωβος προς Καραμανλή (26.4.1974), ΑΚΚ, σ.340-2˙ Θεόδωρος Κουλουμπής, Σημειώσεις ενός πανεπιστημιακού, Αθήνα 2002, σ.289-93.

22 Μακαρέζος 2010, σ.61, 63-6, 78-9 & 90-2.

23 Χέλμης 2006, σ.118˙ Μακαρέζος 2010, σ.80˙ Σπ. Μαρκεζίνης, Αναμνήσεις 1972-1974, Αθήναι 1979, σ.524-8.

24 Ψυχάρης 1975, σ.49-51˙ Μαρκεζίνης 1979, σ.529-30˙ Μπονάνος 1986, σ.181-3˙ Π. Βαρδινογιάννης προς Καραμανλή (3.1974), ΑΚΚ, σ.337-8˙ Δημήτριος Καρακώστας, Τομή εις τα γεγονότα, Αθήναι 2004, σ.184-5. Για μια σκανδαλοθηρική κι οφθαλμοφανώς αναξιόπιστη περιγραφή αυτών των επαφών: Γρηγόρης Μιχαλόπουλος, Απόστολος Κακλαμάνης.Δυο ώρες με τον ταξίαρχο Ιωαννίδη, Αθήνα 1983.

25 Διυπηρεσιακό Μνημόνιο, όπ.π., σ.62.

26 Κίσινγκερ προς Τάσκα, Ουάσινγκτον 27.4.1974, Νο.86751.

27 Ρας προς Πρεσβείες Αθηνών και Παρισού, Ουάσινγκτον 2.4.1974, Νο.66179˙ Στόουν προς Στ. Ντιπάρτμεντ και Τάσκα, Παρίσι 3.4.19874, Νο.8164. Τόσο το προηγούμενο, όσο κι αυτό το συμβάν περιήλθαν αρκετά γρήγορα σε γνώση των χουντικών (Μακαρέζος 2010, σ.87 & 96˙ Τάσκα προς Στ. Ντιπάρτμεντ, Αθήνα 25.4.1974, Νο.2459).

28 Τάσκα προς Στ. Ντιπάρτμεντ, Αθήνα 25.4.1974, No.2461˙ Κίσινγκερ προς Πρεσβείες Αθήνας & Παρισού, Ουάσινγκτον 26.4.1974, Νο.86174.

29 Μπονάνος 1986, σ.165-70 & 188-9˙ Χέλμης 2006, σ.133-4, 139 & 162-4˙ Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος, Η μαρτυρία ενός πρωθυπουργού, Αθήνα 1993, σ.95-113. «Μέχρι τώρα ήμασταν Ψωροκώσταινα, τώρα θα είμαστε Αμερικανοί», πανηγύριζε χαρακτηριστικά ο Ιωαννίδης σε τηλεφωνική συνομιλία του που υπέκλεψε η κυπριακή ΚΥΠ (Μακάριος Δρουσιώτης, ΕΟΚΑ Β και CIA, Λευκωσία 2002, σ.366).

30 Καρακώσρας 2004, σ.57˙ Μπονάνος 1986

31 Ανδρουτσόπουλος 1993, σ.222-3.

32 Μπονάνος 1986, σ.156.

33 Μπονάνος 1986, σ.154-61˙ Ψυχάρης 1975, σ.209-10˙ Αραπάκης 1997, σ.98-100˙ Ανδρουτσόπουλος 1993, σ.73-7.

 

Scroll to top