Του Γιάννη Σβώλου

Όπερα Στούντιο της ΕΛΣ: Ένας άντρας για όλες. Λουτσίνα η Ιωάννα Κοκοβίκα, Κόμης Ευγένιος ο Χρήστος Κεχρής, Κλαρίτσε η Ερωφίλη-Ιωσηφίνα Παπαδόγια
Φωτό: Stefanos
Ενας κρατικός μουσικός οργανισμός που σέβεται το κοινό του και έχει συναίσθηση του προορισμού του ασφαλώς οφείλει να φροντίζει το αύριο της τέχνης την οποία υπηρετεί, αλλά και το δικό του. Εδώ και τρία χρόνια, δηλαδή από την καλλιτεχνική περίοδο 2011-12, η Εθνική Λυρική Σκηνή αναβάθμισε το Στούντιο Οπερας, έχοντας στόχο να συμβάλει στη δημιουργία μιας νέας γενιάς καλλιτεχνών με πλήρη επαγγελματική κατάρτιση. Μέσα από ένα διετές πρόγραμμα σπουδών νέοι μονωδοί, που έχουν επιλεγεί με ακροάσεις, διδάσκονται από καταξιωμένους τραγουδιστές την τέχνη και τις τεχνικές της όπερας, ενώ έμπειροι σκηνοθέτες και αρχιμουσικοί τούς προετοιμάζουν ώστε να είναι ικανοί να ανταποκριθούν στις υψηλές απαιτήσεις μιας κανονικής παράστασης, ενώπιον κοινού.
Τον Ιούνιο του 2012, μετά την ολοκλήρωση του κύκλου σπουδών τους, επτά σπουδαστές είχαν παρουσιάσει στο θέατρο Ολύμπια την κωμική όπερα του Μπαλντασάρε Γκαλούπι «Ενας άντρας για όλες» (L’ amante di tutte = Ο εραστής όλων των γυναικών), δείχνοντας το υψηλό επίπεδο της δουλειάς που είχε γίνει. Δύο χρόνια αργότερα, το Στούντιο Οπερας ξαναπαρουσίασε το ίδιο έργο με διαφορετική ομάδα νέων τραγουδιστών, αφήνοντας και πάλι πολύ καλές εντυπώσεις (20, 22/6/2014).
Γραμμένη το 1760 στην Ιταλία, για το φιλόμουσο κοινό της Βενετίας, αυτή η ανάλαφρη, γεμάτη ανατροπές όπερα –χαρακτηρίζεται «dramma giocoso»– φέρει όλα τα τυπικά μουσικά και δραματουργικά χαρακτηριστικά του ώριμου ιταλικού μπαρόκ. Πρόκειται για μια κωμωδία χαρακτήρων στην οποία, μετά από παρεξηγήσεις, ατελέσφορα φλερτ και μελοδραματικούς χωρισμούς αμφίβολης ειλικρίνειας, έρχεται το «happy end» που βρίσκει όλες τις εντάσεις επιλυμένες, όλους τους πρωταγωνιστές ευτυχισμένους και χαμογελαστούς.
Η σκηνοθέτρια Αγγέλα-Κλεοπάτρα Σαρόγλου «ελάφρυνε» το έργο εφαρμόζοντας εκτεταμένες περικοπές και εκσυγχρόνισε εύστοχα την ούτως ή άλλως προσχηματική δράση του, μεταφέροντάς την στην αθηναϊκή δεκαετία του ’60, σε μια πολυτελή βίλα της Κηφισιάς· με άλλα λόγια «μετέφρασε» σκηνικά την όπερα του Γκαλούπι στη γλώσσα τυπικής πικάντικης κωμωδίας του ασπρόμαυρου ελληνικού κινηματογράφου, από αυτές που, λόγω οικονομικής δυσπραγίας των καναλιών, βλέπουμε πάλι συχνά στην τηλεόραση.
Βεβαίως, το τελικό αποτέλεσμα απείχε πολύ και συνειδητά από τις μουσικοαισθητικές, κυρίως, προθέσεις του Βενετσιάνου δημιουργού. Ομως, στηριγμένη εύστοχα από τα σκηνικά εποχής του Γιώργου Κολιού, που θύμιζαν κινηματογραφικό σετ, και τα λιτά, χαρακτηριστικά κουστούμια της Ντίνας Αντωνοπούλου, που έκαναν τους πρωταγωνιστές να μοιάζουν με δημοφιλείς, εγχώριους κινηματογραφικούς αστέρες της δεκαετίας του ’60, η πρόταση της Σαρόγλου «φορέθηκε» αβίαστα στη σάτιρα κοινωνικών ηθών του 18ου αιώνα που σκάρωσε ο Αντόνιο Γκαλούπι για τον πατέρα του τον Μπαλτασάρε, υπό το ψευδώνυμο Ατζέο Λιτέο.
Μουσικά το όλο πήγε πολύ καλά. Στη διπλή διανομή συμμετείχαν οκτώ νέοι τραγουδιστές και δύο ώριμοι επαγγελματίες. Παρακολουθήσαμε την παράσταση στις 20/6/2014. Το πρωταγωνιστικό ερωτικό -και τραγουδιστικό- τρίγωνο της όπερας αυτής συγκροτούν δύο αντίπαλες, ερωτικά ασφυκτιούσες κυρίες και ένας νέος, ερωτύλος άνδρας ως διαφιλονικούμενο αντικείμενο του πόθου τους. Τις πρώτες ενσάρκωσαν οι υψίφωνοι Ιωάννα Κακαβίκα (Λουτσίντα) και Ερωφύλη-Ιωσηφίνα Παπαδόγια (Κλαρίτσε), διεκδικώντας λυσσαλέα τον ακμαίο τενόρο Χρήστο Κεχρή στον ρόλο του «άνδρα για όλες» κόμη Ευγένιου, που αποδόθηκε έξοχα ως πλέιμποϊ, θυμίζοντας Κώστα Βουτσά.
Το δευτεραγωνιστικό, κωμικό λαϊκό ζευγάρι των υπηρετών ανέλαβαν η Ελισάβετ-Νεφέλη Παπαγεωργίου, ενσαρκώνοντας θαυμάσια μια κουτοπόνηρη, α λα Δέσποινα Στυλιανοπούλου Ντορίνα και ο Νικόλαος Κατσιγιάννης ως καιροσκόπος, αμοραλιστής Μινγκόνε· ο δεύτερος ξεχώρισε για τη φρέσκια, μεταλλική φωνή του, το αβίαστο τραγούδι και την αυθεντικά μπουφόνικη –προσοχή: όχι κλοουνίστικη!– ερμηνεία του. Τον καρατερίστικο ρόλο τού παρ’ ολίγον κερασφόρου, ώριμου συζύγου Ντον Οράτιο έφερε με περισσό χιούμορ ο βετεράνος Σταμάτης Μπερής, ο δε Μαξίμ Κλονόφσκι απέδωσε άριστα τη σύντομη, κωμική «βινιέτα» του ξεπεσμένου, πειναλέου μαρκήσιου Κανόπιο.
Οι φρέσκες, υγιείς φωνές των καινούργιων τραγουδιστών αναμετρήθηκαν θαρραλέα και με ζήλο με τη γραφή και τις μουσικοαισθητικές προδιαγραφές του ώριμου ιταλικού μπαρόκ. Σε κάθε περίπτωση η επαγγελματικού επιπέδου παραγωγή διέθετε το διπλό ενδιαφέρον –διόλου λίγο!– της ακρόασης νέων τραγουδιστών με αχρησιμοποίητες φωνές και ενός άγνωστου έργου. Την Ορχήστρα του Οπερα Στούντιο της ΕΛΣ διηύθυνε με ακρίβεια ο Νίκος Βασιλείου.
Βεβαίως, το ανέβασμα της κωμικής όπερας του Γκαλούπι από το Στούντιο Οπερας της ΕΛΣ δεν ανοίγει καινούργιους δρόμους στη σύγχρονη αναβίωση του μπαρόκ: λίγο ώς πολύ όλα έχουν λεχθεί και δοκιμαστεί, ιδίως στο εξωτερικό, ωστόσο μια καλή εφαρμογή δοκιμασμένης συνταγής είναι πάντα ευπρόσδεκτη. Από την άλλη, δίχως να αποτελεί σχολική παράσταση, αυτή η ωραία παραγωγή υπήρξε ένα ασυζητητί χρειαζούμενο, απολαυστικό διάλειμμα ξενοιασιάς και γέλιου· θα προσθέταμε πολύ πιο ανάλαφρο και ζωντανό από αυτό άλλων κωμικών έργων όπως, π.χ. «Το ελιξίριο του έρωτα» που είχε ανοίξει την καλλιτεχνική περίοδο 2011-12.
Θα προσθέσουμε επίσης την ανάσα οξυγόνου που συνιστά το έστω στιγμιαίο ξεστράτισμα από το απολύτως βασικό ρεπερτόριο προς τον πολυδιάστατο κόσμο του μπαρόκ: η παγίωση ενός ετήσιου ανοίγματος της ΕΛΣ προς την εν Ελλάδι άγνωστη αυτή μουσική ήπειρο παραμένει πιεστικό ζητούμενο αλλά θα συνιστά και μια γεμάτη εγγυημένες υποσχέσεις επένδυση.