vouli

23/07/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Αλλαγή φάσης ή αλλαγή φύσης;

Στην Ελλάδα, όσο διατηρείται το μπόνους των 50 εδρών, που είναι πλέον εκτός τόπου και χρόνου, οι ενδιάμεσοι δεν έχουν περιθώριο επιλογής κυβερνητικού συμμάχου, οφείλουν να συγκυβερνούν με τον πρώτο.
      Pin It

ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣΤου Θανάση Διαμαντόπουλου *

 

Ολα δείχνουν ότι βρισκόμαστε πια στην εποχή του τέλους του λεγόμενου «πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού». Με άλλα λόγια, τείνει να εξαφανιστεί η εκδοχή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που, κατά βάση, χαρακτηρίζεται από τον σχηματισμό μονοκομματικών κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών και κυβερνήσεων. Και αυτό δεν τεκμηριώνεται αποκλειστικά επί της ελληνικής εμπειρίας. Πράγματι, και άλλες ώριμες δυτικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, οι οποίες στο παρελθόν αποκτούσαν συχνά τέτοιες μονοκομματικές κυβερνήσεις, κατά κανόνα υποχρεώνονται να αναζητούν πλέον κυβερνητικές συμμαχίες. Μάλιστα, ακόμη και δύο από τα τελευταία παραδοσιακά προπύργια του πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού, η Μεγάλη Βρετανία και η Ελλάδα, αναγκάστηκαν κατά τη διανυόμενη δεκαετία να αναζητήσουν ένα modus vivendi με συμμαχικά κυβερνητικά σχήματα. Ετσι, στον δυτικό κόσμο και ιδιαίτερα στην ήπειρό μας, μονοκομματικές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες υπάρχουν -πλην της κατά καιρούς επανερχόμενης εξαίρεσης της Ισπανίας- μόνο σε «νανοειδείς» και απολιτικές χώρες επιπέδου Μάλτας, σε κάποια πρώην κομμουνιστικά ή μετασοβιετικά κράτη, ουσιαστικά κινούμενα στο μεταίχμιο δημοκρατίας και ημισυγκαλυμμένου απολυταρχισμού, καθώς και στην ημιπροεδρική Γαλλία, όπου, όμως, μετά τη συνταγματική μεταρρύθμιση του 2002, τη μονοκομματική πλειοψηφία δεν τη δημιουργούν πλέον οι κοινοβουλευτικές αλλά, επί της ουσίας, οι «φύσει πλειοψηφικές» και κυρίαρχες προεδρικές εκλογές, που προηγούνται κατά λίγες ημέρες (και των οποίων οι άμεσα ακολουθούσες κοινοβουλευτικές συνιστούν απλή προέκταση και επιβεβαίωση).

 

Αν, όμως, η καθολική κρίση του πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού είναι αδιαμφισβήτητη -χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι παντού μη αναστρέψιμη: κανείς δεν ξέρει, π.χ., εάν η συμμαχική κυβέρνηση Κάμερον στη Βρετανία αποδειχθεί απλή παρένθεση-, στη χώρα μας φαίνεται πως συντελείται μεταλλαγή φύσης, όχι απλά αλλαγή φάσης, του πολιτεύματος. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, πράγματι, οι εκλογές του 2012 δεν ήταν απλά «αποκλίνουσες», εκλογές δηλαδή οι οποίες, ως αποτέλεσμα μιας έντονης συγκινησιακής φόρτισης, προκαλούν έναν χωρίς διάρκεια πολιτικό σεισμό, με την επόμενη λαϊκή ετυμηγορία να επαναφέρει την προγενέστερη πολιτική κατάσταση (εν προκειμένω τον δικομματισμό σε κάποια μορφή του). Αποκλίνουσες, π.χ., ήταν οι -διεξαχθείσες μέσα στη φόρτιση του Κυπριακού- εκλογές του 1958, που κατέγραψαν πρόσκαιρη αντιδυτική μεταστροφή της κοινής γνώμης, άρα και εκλογική αποδοκιμασία των φιλοδυτικών κεντρώων δυνάμεων. Αντίθετα, το 2012 είχαμε μάλλον εκλογές «αναπροσδιοριστικές», που σηματοδοτούν την οριστική μετάβαση της χώρας σε άλλη πραγματικότητα. Σε τι συνίσταται, όμως, η νέα πραγματικότητα και, ειδικότερα, σε τι διαφέρει η ελληνική μετάβαση από αυτήν άλλων χωρών, που επίσης χρειάστηκε να προσαρμοστούν στα -όχι ιδιαίτερα ενταγμένα στην πολιτική τους κουλτούρα- συγκυβερνητικά σχήματα;

 

Εν πρώτοις, «παρ’ ημίν» είναι ευρύ το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων, οι οποίες αποκλείεται να διευκολύνουν την κυβερνησιμότητα της χώρας, είτε επειδή κινούνται στα ιδεολογικά άκρα, αυτοπροσδιοριζόμενες ως αντισυστημικές, είτε επειδή κουβαλούν καντάρια λαϊκισμού, ώστε να μην προβλέπεται ότι θα κυριαρχηθούν σύντομα από την, κατά Μαξ Βέμπερ, «ηθική της ευθύνης».

 

Ας παρακάμψουμε, όμως, τους λαϊκιστές καθώς και την ακίνδυνη, αν και αντιλειτουργική, γραφική ακαμψία του ΚΚΕ. Ειδικά για τη Χρυσή Αυγή απαιτείται πολλή βουλησιοκρατία για να προβλεφθεί η σύντομη πολιτική της εξαέρωση. Πράγματι, ό,τι και να της προσάπτεται, εφόσον συνεχίζεται η προκλητικότητα της διατήρησης των προνομίων του πολιτικού συστήματος και η χυδαιότητα της συμπεριφοράς μερίδας του κοινωνικού κατεστημένου (με κορυφαία των δικαστών, που έχει «κραχθεί» και από έντιμα στελέχη του σώματος), η μαζική λαϊκή ψήφος προς το «μόρφωμα» θα αποτελεί ανεκρίζωτη μορφή κοινωνικής αντίστασης. Ιδιαίτερα όσο διαιωνίζεται η οικονομική κρίση.

 

Κατά δεύτερον, ο συνδυασμός της κρίσης, που δημιουργεί κοινωνική πόλωση, με την εθνική μας «παράδοση» (η οποία αναζωογονήθηκε αλλά δεν πρωτοδημιουργήθηκε το 1915) να αντιμετωπίζονται οι αντίπαλοι ως προδότες, δυσχεραίνει τις προεκλογικές λειάνσεις που θα μπορούσαν να διευκολύνουν μετά τις συγκλίσεις των μεγάλων κομμάτων.

 

Τρίτον, δε, σε άλλες χώρες, όπου επίσης είναι αδύνατος ο σχηματισμός μονοκομματικών κυβερνήσεων, το πολιτικό σύστημα λειτουργεί με όρους ατελούς δικομματισμού: ένα μεγάλο κόμμα, αριστερό ή δεξιό, συγκροτεί κυβερνητικό σχήμα με κάποιο κεντρώο, το οποίο διασφαλίζει τον ισχυρό πολιτικό του ρόλο και επομένως την πολιτική του βιωσιμότητα από το γεγονός πως οι συσχετισμοί κοινοβουλευτικών δυνάμεων του επιτρέπουν να επιλέγει αυτό κυβερνητικό σύμμαχο και, συνακόλουθα, να καθορίζει τον πολιτικό προσανατολισμό της συγκυβέρνησης.

 

Για παράδειγμα, στη Γερμανία την περίοδο 1969-1982 οι σοσιαλδημοκράτες αναδείχθηκαν μόνο μία φορά πρώτοι. Κυβέρνησαν ωστόσο αδιάλειπτα, επειδή αυτή ήταν η πολιτική επιλογή των Φιλελευθέρων. Στην Ελλάδα, όμως, όσο διατηρείται το μπόνους των 50 εδρών, που είναι πλέον εκτός τόπου και χρόνου -άλλο θέμα η, αναγκαία ίσως, ενίσχυση από τον εκλογικό νόμο όλων των μεγάλων κομμάτων-, οι ενδιάμεσοι δεν έχουν περιθώριο επιλογής κυβερνητικού συμμάχου, οφείλουν να συγκυβερνούν με τον πρώτο.

 

Ομως σε ένα τέτοιο σύστημα, όχι ατελούς αλλά, θα έλεγα, «ημι-ατελούς δικομματισμού», ο πολιτικός ρόλος των κεντρώων υποβαθμίζεται σε επίπεδο «κόμματος-τσόντας», επομένως η εκλογική τους απήχηση πιθανότατα θα συρρικνωθεί και η επιβίωσή τους υπονομεύεται. Μαζί, και η κυβερνησιμότητα της χώρας. Αρα;

 

Αν, ως συνέπεια τέτοιων εξελίξεων, σε συνδυασμό με την απουσία σοβαρής προεργασίας για συγκυβέρνηση των δύο «μεγάλων», προκύψει, ως εύθραυστο αποτέλεσμα, αυτό που ο Κ. Τσουκαλάς χαρακτήρισε «άμορφη συνοίκηση όλων των μνηστήρων που συναποδέχονται αφετηριακά το συνεργατικό παίγνιο», τότε ούτε η κυβερνητική σταθερότητα είναι δεδομένη ούτε η λαϊκή πίστη στην -ακινητοποιημένη πλέον- δημοκρατία θα ενισχυθεί.

 

Αλλά και αν, απιθάνως, επιτευχθεί κυβερνητική σταθερότητα, η απουσία ενδοσυστημικού υποδοχέα της κυβερνητικής φθοράς θα οδηγήσει μεσοπρόθεσμα σε ακόμη μεγαλύτερη ενδυνάμωση των άκρων. Τα συμπεράσματα είναι του αναγνώστη, μιας και ένα άρθρο δεν αρκεί για υποβολή διορθωτικών θεσμικών προτάσεων.

 

ΥΓ.: Οι προβληματισμοί του παρόντος αναλύονται ευρύτερα στο υπό έκδοση βιβλίο του καθηγητή Θαν. Διαμαντόπουλου «Το λυκόφως της δημοκρατίας; Ο συναινετικός κοινοβουλευτισμός» (εκδ. Παπαζήση).

 

…………………………………………………………………………………….

 

*Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης Παντείου

 

Scroll to top