24/07/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Μετα μεταπολίτευση», άραγε;

Το καινούργιο σήμερα είναι πως επικράτησε κάτι που ξεκίνησε εδώ και 20-30 χρόνια, δηλαδή η αδιαμεσολάβητη εξουσία του κεφαλαίου, η εξάρθρωση των κοινωνιών, η ψευδαίσθηση της ατομικής ελευθερίας, ο θάνατος του δημόσιου λόγου.
      Pin It

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣΤου Δημήτρη Αρβανιτάκη*

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ανθρώπινος νους έχει ανάγκη την ταξινόμηση, την οριοθέτηση, τον προσανατολισμό. Και δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία ότι ο νόμος της αναλογίας, η χαρτογραφημένη περιοχή, το γνωστό είναι πάντα τα πρώτα εργαλεία στα οποία καταφεύγουμε: το άγνωστο είναι δύσχρηστο. Μήπως το ίδιο συμβαίνει κι εδώ;

 

Πρόκειται, άραγε, για το τέλος της μεταπολίτευσης και για την αρχή της «μετα-μεταπολίτευσης»; Μα, ξανά; Τόσες και τόσες φορές μέχρι σήμερα έχει «τελειώσει». Φτάνει, άραγε, η πλήρης ανατροπή του πολιτικού σκηνικού (καλύτερα, των κομματικών σχηματισμών) για να πούμε ότι περνάμε στη «μετα-μεταπολίτευση»; Εκτός του ότι νομίζω πως η χρήση τού «μετα-» τις περισσότερες φορές αναδεικνύει την αμηχανία μας να αναγνώσουμε και να αναγνωρίσουμε το καινούργιο, το περίφημο τέλος της μεταπολίτευσης είναι θέμα οπτικής. Αν και η Ιστορία δεν πολυαγαπάει τις χρονολογίες και τα πράγματα δεν έχουν συνήθως ημερομηνία γεννήσεως και θανάτου, θα τολμούσα να πω κάτι διαφορετικό: Αν ανάμεσα στις μεταπολιτευτικές σταθερές ήταν η ιδεολογική αντιπαράθεση και η συνακόλουθη κοινωνική συμμετοχή (με τα καλά και τα κακά της), όλα αυτά τελείωσαν κάπου στη δεκαετία του 1990. Και ίσως τότε, περίπου τότε, όχι μόνο η Ελλάδα αλλά και ολόκληρη η Ευρώπη περνούσε σε μια νέα φάση. Με όσες καθυστερήσεις, με όσες αδράνειες, με όσες διαφορές στην επιτάχυνση, ο ευρωπαϊκός χρόνος τότε άρχιζε να ομογενοποιείται.

 

Λοιπόν; «Το μάτι (προσηλωμένο στον καθρέφτη) εμποδίστηκε από τον λογισμό. Αλλά ακολούθως ο λογισμός εμποδίστηκε από το μάτι», έλεγε ωραία ο Σολωμός. Ομως, εμείς πρέπει να δούμε καθαρά τι συμβαίνει! «Αυτό» που «τελειώνει» «σήμερα» (απαραίτητα όλα τα εισαγωγικά!) δεν νομίζω πως είναι η μεταπολίτευση. Η καινούργια φάση στην οποία μπαίνουμε, γιατί αυτό είναι αλήθεια, δεν μπορεί να κατανοηθεί κοιτάζοντας μονοσήμαντα (δεν εννοώ ομφαλοσκοπικά) στον δικό μας καθρέφτη. Ακόμα κι αν τα ορόσημα μοιάζει κάτι να έχουν να μας πουν, ίσως ορθότερο θα ήταν να ανοίξουμε την οπτική μας ώστε η ελληνική περίπτωση να χωρέσει και να νοηματοδοτηθεί μέσα στο ευρύτερο, δυτικό ή ευρωπαϊκό πλαίσιο.

 

Ισως, λοιπόν, να ήμασταν κοντύτερα στα πράγματα αν λέγαμε ότι αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι πως συνεχίζεται με τρόπο βίαιο (η νέα φάση είναι η βία, δηλαδή) εκείνο που ξεκίνησε και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη δύο-τρεις δεκαετίες πριν. Ποιο; Η αδιαμεσολάβητη εξουσία του κεφαλαίου, η εξάρθρωση των κοινωνιών, η ψευδαίσθηση της ατομικής ελευθερίας, ο θάνατος του δημόσιου λόγου. Αν όλα αυτά τα είχαμε ήδη διαγνώσει τις προηγούμενες δεκαετίες, και τα είχαμε διαγνώσει, αυτά σήμερα δεν χάθηκαν. Το αντίθετο, κυριαρχούν.

 

Καθένας ας το πει με τον δικό του τρόπο. Πάντα, η συνάντηση του κάθε ανθρώπου, καθενός από μας, με την Ιστορία είναι μια ατομική υπόθεση. Ομως. Στον βαθμό που η συλλογικότητα, η αίσθηση του «κοινού» είναι ζωντανή, αυτή η «ατομική υπόθεση» είναι λιγότερο μοναχική: καθένας μας αισθάνεται λιγότερο ανίσχυρος. Αλλά, αυτό οι κοινωνίες μας έμοιασαν να μην το θέλουν. Αφέθηκαν σε μία ψευδεπίγραφη, βελούδινη μορφή ατομικότητας που γυάλιζε σαν ελευθερία. Οι κοινωνίες μας δεν κατάλαβαν ότι ο ναός της ατομικότητας δεν χωρούσε μέσα του κανέναν άλλον –κι αυτό το πίστεψαν για ελευθερία. Και σήμερα αναρωτιόμαστε δήθεν με απορία: Μα πού πήγαν όλοι οι άλλοι; Τώρα το βλέπουμε καθαρά.

 

Καθένας ας το πει με τον δικό του τρόπο. Το 1996, ο Τέρι Ιγκλετον γράφοντας για τα αιτούμενα της Γαλλικής Επανάστασης και διαβάζοντας μπρος-πίσω την Ιστορία, σημείωνε: «Αυτή η σπουδαία έννοια της καθολικότητας ήταν φυσικά πέρα ως πέρα ουσιοκρατική. […] Η διαφορετικότητα ήταν λοιπόν μια αντιδραστική ιδέα, ενώ η ομοιότητα, η ταυτότητα ήταν επαναστατική ιδέα». Αυτό, η κοινή συναίσθηση, η δυνατότητα της κοινής ελπίδας, το ιστορικό ενδεχόμενο του κοινού ονείρου· αυτό, και όχι τα προνόμια, ο Καιάδας των ατομικοτήτων και των θεσμισμένων διακρίσεων, αυτό ήταν το αιτούμενο. Οι δυτικές κοινωνίες φρόντισαν, όμως, να αφήσουν πίσω τους αυτό το αίτημα –αυτό το όπλο.

 

Μήπως δεν είναι αυτό που έχει τελειώσει και τώρα σφραγίζεται με τον πιο οδυνηρό τρόπο; Μήπως, λοιπόν, υπάρχει κάτι βαθύτερο, κάτι ακόμα πιο τρομακτικό στην απάθεια των κοινωνιών μας σήμερα, στην αποπολιτικοποίησή τους; Ισως δεν τελειώνει, λοιπόν, κάτι σήμερα. Ισως απλώς επιβεβαιώνεται αυτό που οι κοινωνίες εδώ και μερικές δεκαετίες θέλησαν (αφέθηκαν να θελήσουν) να γίνουν. Κάποιοι θα μιλήσουν για «κινεζοποίηση». Ονόματα θα βρεθούν, είμαστε στη χώρα του καινούργιου.

 

«Κοιτάζω μια φωτογραφία των παιδικών μου χρόνων και σε κείνον τον μικρό άνθρωπο δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου», έλεγε ο Γκίντερ Γκρας στην αυτοβιογραφία του: τόσα χρόνια είχαν περάσει από «τότε», τόσα πράγματα είχαν πεθάνει από «τότε», τόσο πολλά είχαν αλλάξει από «τότε». Ετσι κι εμείς: κοιτάζουμε πίσω μας και δεν αναγνωρίζουμε τίποτα, γιατί ο χρόνος έχει πολύ αλλάξει από «τότε». Γιατί εκείνο που αναρωτιόμαστε αν τελειώνει σήμερα έχει τελειώσει εδώ και πολύ καιρό, δίχως να το καταλάβουμε. Γιατί μάλλον δεν θελήσαμε να καταλάβουμε πότε και πώς τελείωσε εκείνο που τελείωσε.

 

………………………………………………..

 

*Ιστορικός

 

Scroll to top