Το 72,8% του πληθυσμού ζει σήμερα στα μεγάλα αστικά κέντρα, όταν το 1923 ήταν μόνον 38,2%.
Της Χαράς Τζαναβάρα
Πάνω από 5 εκατ. στρέμματα δασικής και αγροτικής γης χάθηκαν από τον χάρτη της Ελλάδας κατά την εικοσαετία 1987-2007. Στο ίδιο διάστημα έγιναν «τσιμέντο» πάνω από 330.000 στρέμματα, με τα πρωτεία να ανήκουν στη Χαλκιδική, όπου πάνω από 170.000 στρέμματα γης αφανίστηκαν από πυρκαγιές και οικοπεδοποιήθηκαν παράνομα για να καλύψουν ανάγκες παραθεριστικής κατοικίας για το πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης.
Η Αττική περιορίστηκε στη δεύτερη θέση, καθώς ο πληθυσμός στο λεκανοπέδιο εμφανίζει σταθεροποιητικές τάσεις, αλλά αυξάνεται η δόμηση που από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 «ξεχείλωσε» προς τα Μεσόγεια και τους γειτονικούς νομούς (Εύβοια, Κορινθία και Αργολίδα). Στο επίμαχο διάστημα άλλαξαν χρήση πάνω από 550 χιλιάδες στρέμματα, από τα οποία τα 147.700 (ποσοστό 19,4%) οικοδομήθηκαν.
Τη χαριστική βολή δέχθηκαν οι περιοχές με χαμηλή δασική βλάστηση, αφού με τον νόμο 778/1977 εξαιρέθηκαν από το καθεστώς προστασίας περίπου 15 εκατ. στρέμματα, ενώ με τον περίφημο νόμο Δρυ του 2003, που κρίθηκε αντισυνταγματικός, κινδύνεψαν να αποχαρακτηριστούν πάνω από 60 εκατ. στρέμματα. Μοναδική εξαίρεση αποτελούν οι περιοχές Γρεβενών και Κιλκίς, όπου, λόγω του πληθυσμιακού μαρασμού αλλά και της βοσκής, αυξήθηκε η δασοκάλυψη. Στο σύνολο της χώρας ένα εκατομμύριο στρέμματα δάσους μετατράπηκαν σε αγροτική γη, ενώ λόγω της εγκατάλειψης της υπαίθρου 800.000 στρ. θαμνότοπων είναι σήμερα δάσος.
Τα στοιχεία παρουσιάστηκαν στη χθεσινή ημερίδα του WWF, που με δικές του δυνάμεις κατέγραψε τις αλλαγές στον γεωφυσικό χάρτη της χώρας, καλύπτοντας το κενό των δημόσιων υπηρεσιών. «Δείχνουν την αποτυχία στην αποτελεσματική διαχείριση, που δεν θα λειτουργήσει μόνον σε βάρος του φυσικού περιβάλλοντος αλλά και στην ίδια την ανάπτυξη της χώρας σε βασικούς οικονομικούς κλάδους όπως ο τουρισμός και ο πρωτογενής τομέας», τόνισε ο Δημήτρης Καραβέλλας, γενικός διευθυντής του ελληνικού τμήματος της διεθνούς οικολογικής οργάνωσης.
Στον ρόλο των μεγάλων οδικών αξόνων στην αστικοποίηση αναφέρθηκε ο Νίκος Μπελαβίλας, επίκουρος καθηγητής του Πολυτεχνείου. Τα μεγάλα αστικά κέντρα από τη δεκαετία του 1960 αναπτύχθηκαν κατά μήκος του ΠΑΘΕ, του βασικού εθνικού άξονα Πάτρας – Αθήνας – Θεσσαλονίκης. Την τελευταία εικοσαετία η μεγαλύτερη οικιστική ανάπτυξη καταγράφηκε γύρω από την Εγνατία και την Αττική οδό, ιδιαίτερα στο τμήμα προς τα Μεσόγεια. Επισήμανε ότι το 72,8% του πληθυσμού της χώρας ζει σήμερα στα μεγάλα αστικά κέντρα, όταν το 1923 ήταν μόνον 38,2%.
Αποκάλυψε μάλιστα ότι, αντίθετα από την κυρίαρχη αντίληψη, η ύπαιθρος δεν ερημώθηκε αλλά παρέμεινε στάσιμη, ενώ τα αστικά κέντρα ενισχύθηκαν λόγω της φυσικής αύξησης του πληθυσμού. Στην Αττική, επέκταση της δόμησης καταγράφηκε μόνον μετά τις πυρκαγιές στην Πεντέλη, που την απέδωσε στη διαφθορά εκπροσώπων της διοίκησης και της αυτοδιοίκησης, ενώ δεν συνέβη το ίδιο με τις φωτιές στον Υμηττό και την Πάρνηθα.
«Η χρήση του χώρου πρέπει να πάψει να αποτελεί επενδυτική ευκαιρία», υπογράμμισε ο πολεοδόμος Θύμιος Παπαγιάννης, που τόνισε ότι με το προωθούμενο νομοσχέδιο για τον τουρισμό προωθούνται ρυθμίσεις επικίνδυνες για το περιβάλλον.
Οι περισσότεροι ομιλητές αναφέρθηκαν στον αφανισμό των δασών αλλά και της αγροτικής γης. Ο Γ. Βλάχος από το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο είπε χαρακτηριστικά ότι, με βάση τις επίσημες αναφορές της χώρας μας προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η γεωργική γη το 1998 κάλυπτε 40 εκατ. στρέμματα και έναν χρόνο μετά ανέβηκε στα 51 εκατομμύρια. «Εγινε παιχνίδι με τις αγροτικές επιδοτήσεις», παρατήρησε και επικαλέστηκε την καλλιέργεια βαμβακιού, που το 1991 κάλυπτε 1,5 εκατ. στρέμματα και σήμερα φθάνει στα 4,5 εκατομμύρια.