27/07/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

H πιο επιτυχημένη ιδεολογία

Σέρι Μπέρμαν «Το πρωτείο της πολιτικής» Μετάφραση: Ελένη Αστερίου. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2014, σελ. .
      Pin It

Σέρι Μπέρμαν
«Το πρωτείο της πολιτικής»
Μετάφραση: Ελένη Αστερίου. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2014, σελ. 532

 

Του Θανάση Γιαλκέτση

 

Μετά το 1989, η κυρίαρχη άποψη για την ιστορία του 20ού αιώνα υποστηρίζει ότι η ιδεολογία που θριάμβευσε τελικά ήταν ο φιλελευθερισμός.

 

Η Σέρι Μπέρμαν προτείνει μια διαφορετική ερμηνεία, που αμφισβητεί ριζικά τη φιλελεύθερη θριαμβολογία. Αναλύοντας τη σύγκρουση των ιδεολογιών στην «εποχή των άκρων», οδηγείται στο συμπέρασμα ότι «η σοσιαλδημοκρατία υπήρξε η πιο επιτυχημένη ιδεολογία και το πιο επιτυχημένο πολιτικό κίνημα του 20ού αιώνα». Η διαπίστωση αυτή ηχεί σαν μια παραδοξολογία, καθώς η σοσιαλδημοκρατία παρουσιάζεται σήμερα στην Ευρώπη σαν μια σκιά του παλαιού της εαυτού.

 

Για να τεκμηριώσει τη θέση της, η Αμερικανίδα πολιτική επιστήμων εξιστορεί τις μεγάλες μάχες που έδωσαν τα τέσσερα κυριότερα ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα που ανταγωνίζονταν για την ηγεμονία ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Τα δύο από αυτά, ο ορθόδοξος μαρξισμός και ο κλασικός φιλελευθερισμός, παρά τις ριζικές διαφορές τους, είχαν ένα κοινό γνώρισμα: αναγνώριζαν το πρωτείο της οικονομίας. Οι μαρξιστές περίμεναν την κατάρρευση του καπιταλισμού που θα προκαλούνταν από τις εσωτερικές αντιφάσεις του, ενώ οι φιλελεύθεροι πίστευαν ότι οι αγορές μπορούν από μόνες τους να λύσουν όλα τα προβλήματα.

 

Τα άλλα δύο ανταγωνιστικά ιδεολογικά ρεύματα, ο φασισμός και η σοσιαλδημοκρατία, πίστευαν αντίθετα στο πρωτείο της πολιτικής και στον κοινοτισμό. Γι’ αυτό και θέλησαν να αντιδράσουν πιο ενεργητικά στις κρίσεις του καπιταλισμού και στο κοινωνικό χάος που προκλήθηκε μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Θέλησαν δηλαδή να παρέμβουν στην κοινωνία και να την αναμορφώσουν στο όνομα ενός διακριτού συνόλου ιδεών και πολιτικών σχεδίων. Προκαλεί εντύπωση η επιμονή της Μπέρμαν να υπογραμμίζει τις ιδεολογικές συγγένειες μεταξύ φασισμού και σοσιαλδημοκρατίας. Η ανάλυσή της εμπνέεται από τις θέσεις του Καρλ Πολάνιι (1886-1964), σύμφωνα με τον οποίο οι προσπάθειες να εγκαθιδρυθεί μια «κοινωνία της αγοράς» θα προκαλούσαν αναπόφευκτα αντιστάσεις, που θα μπορούσαν να πάρουν είτε προοδευτικό είτε αντιδραστικό και βάρβαρο χαρακτήρα. Εξάλλου, τόσο η σοσιαλδημοκρατία όσο και ο φασισμός ήταν κινήματα που δημιουργήθηκαν από σοσιαλιστές, οι οποίοι είχαν αντιδράσει στην παθητικότητα ενός ορθόδοξου μαρξισμού με βάση τον οποίο η οικονομία καθόριζε τα όρια της πολιτικής πρωτοβουλίας.

 

Οι απαρχές της σοσιαλδημοκρατίας ανάγονται στον «δημοκρατικό αναθεωρητισμό» του Εντουαρντ Μπέρνσταϊν, ο οποίος αμφισβήτησε τα δύο θεμελιώδη αξιώματα της μαρξιστικής ορθοδοξίας ―τον ιστορικό υλισμό και την ταξική πάλη― και υποστήριξε την πρωτοκαθεδρία της πολιτικής και τη διαταξική συνεργασία. Και τα πνευματικά θεμέλια του φασισμού τέθηκαν από τον «επαναστατικό αναθεωρητισμό» του Ζορζ Σορέλ, το έργο του οποίου ενέπνευσε μια σύγκλιση του σοσιαλιστικού και του εθνικιστικού κινήματος στην Ιταλία και τη Γερμανία. Φασίστες και σοσιαλδημοκράτες προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν πολιτικά μέσα (το κράτος) για να δαμάσουν τις οικονομικές δυνάμεις και να τις θέσουν υπό έλεγχο.

 

Ενώ όμως οι φασίστες απέρριπταν τη δημοκρατία, οι σοσιαλδημοκράτες αποδέχονταν τις δημοκρατικές αρχές και προσπαθούσαν με δημοκρατικές μεθόδους να θέσουν την οικονομία της αγοράς στην υπηρεσία των συλλογικών κοινωνικών αναγκών.

 

Αντίθετα επομένως με τον φασισμό, το σοσιαλδημοκρατικό πρωτείο της πολιτικής είχε δημοκρατικό χαρακτήρα. Σοσιαλδημοκράτες και φασίστες υιοθετούσαν μια μορφή κοινοτισμού με βάση τον οποίο ο λαός ή το έθνος αντικαθιστούσε το προλεταριάτο ως βασική κοινότητα αλληλεγγύης.

 

Ενώ όμως ο φασισμός κατανοούσε το έθνος με βιολογικούς και ρατσιστικούς όρους, στον σοσιαλδημοκρατικό κοινοτισμό ο λαός ή η εθνική κοινότητα γίνονταν αντιληπτά με τρόπο ανοιχτό και περιεκτικό, αφού βάση τους ήταν η ιδιότητα του πολίτη και όχι το αίμα, η φυλή ή η θρησκεία.

 

Τα διακριτικά γνωρίσματα που ορίζουν τη σοσιαλδημοκρατία δεν είναι επομένως μόνον η πίστη στο πρωτείο της πολιτικής και ο κοινοτισμός, αλλά είναι επιπρόσθετα η αφοσίωση στη δημοκρατία και ―ρητά μετά το Μπαντ Γκόντεσμπεργκ― η αποδοχή της οικονομίας της αγοράς. Η σοσιαλδημοκρατική στρατηγική διαμορφώνεται στην περίοδο του Μεσοπολέμου, όταν η υποταγή στις οικονομικές δυνάμεις ισοδυναμούσε με πολιτική αυτοκτονία. Στην κρίσιμη αυτή περίοδο, η μαρξιστική ορθοδοξία συνδύαζε τη ρητορική αφοσίωση στον τελικό σκοπό του σοσιαλισμού με την αδυναμία να προτείνει αποτελεσματικές στρατηγικές για την αντιμετώπιση των συνεπειών της Μεγάλης Υφεσης και της ανόδου του φασισμού.

 

Στο όνομα της ιδεολογικής καθαρότητας, τα μαρξιστικά σοσιαλιστικά κόμματα έτειναν να αποφεύγουν τη διαταξική συνεργασία και τους αναγκαίους πολιτικούς συμβιβασμούς. Στην Ιταλία και τη Γερμανία ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός κάλυψαν αυτό το κενό πολιτικής πρωτοβουλίας και οικονομικού ακτιβισμού, προτείνοντας διαταξικά και αυταρχικά οράματα για την αναγέννηση της εθνικής κοινότητας. Η Μπέρμαν συγκρίνει και αντιδιαστέλλει τις μεσοπολεμικές αποτυχίες της Αριστεράς στην Ιταλία και τη Γερμανία με την επιτυχία της σοσιαλδημοκρατίας στη Σουηδία.

 

Η «ένδοξη τριακονταετία» της ευημερίας στη μεταπολεμική Ευρώπη είναι η περίοδος του θριάμβου των σοσιαλδημοκρατικών ιδεωδών. Με την εδραίωση του κράτους πρόνοιας και την εφαρμογή ορισμένων μορφών κεϊνσιανισμού έγινε τότε δυνατή η συμφιλίωση του καπιταλισμού με τη δημοκρατία.

 

Το σοσιαλδημοκρατικό πρωτείο της πολιτικής εκφραζόταν με μια ριζική μεταβολή των σχέσεων ανάμεσα στο κράτος, την αγορά και την κοινωνία. Η δημοκρατική πολιτική εξουσία επέβαλλε κανόνες και έθετε όρια που υποχρέωναν τις οικονομικές δυνάμεις να υπηρετούν πρωτίστως τις ανάγκες της κοινωνίας. Το κράτος ήταν ο προστάτης της κοινωνίας και των αδυνάτων και όχι ο φύλακας των προνομίων των ισχυρών, ενώ το δημόσιο συμφέρον υπερτερούσε έναντι των ιδιωτικών.

 

Scroll to top