27/07/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ενα αλλιώτικο αντάρτικο πόλης

      Pin It

Γεωπολιτικά, η πλειονότητα του πληθυσμού συγκεντρώνεται το θέρος στα πάλαι ποτέ χειμαδιά, ήγουν στις ακτές, τις παραλίες και τους αιγιαλούς, να βρέξει τα κορμιά της, να δροσιστεί μέσα κι έξω, βρε αδελφέ, να απλώσει την αρίδα της στην αμμούτσα, να ξεροψηθεί σαν κοντοσούβλι μυρωδάτο και χορταστικό. Ας όψονται όμως η άτιμη κρίση, η τρόικα, τα μνημόνια και το ΔΝΤ, που άδειασαν τις τσέπες μας και βάλθηκαν να μαυρίσουν τις καρδιές μας.

 

Λογαριάζουν όμως χωρίς τον ξενοδόχο, το μικρό γαλατικό χωριό πά' να πει, που παρατείνει αναγκαστικά την παραμονή του στο άστυ, καθώς δεν του βγαίνουν τα μπικικίνια να την κάνει κατά Αιγαίο ή κατά Ιόνιο μεριά. Παρ' όλα αυτά, ουδόλως πτοείται. Ως γνωστόν οι Γαλάτες ανθίστανται αενάως και αντίσταση σημαίνει πρωτίστως να περνάνε καλά. Με ένα καρτούτσο ξανθή και ξελογιάστρα ρετσίνα κι έναν μεζέ πάνω στο τραπέζι κερδίζονται οι κρίσιμες μάχες των ημερών· ο ανταρτοπόλεμος του μεσονυκτίου, όπως θα 'λεγε ο Κλάουζεβιτς.

 

Επιβάλλεται η παρουσία ενός μπουζουκιού στη γωνιά να γρατζουνάει εμβατήρια του Τσιτσάνη, του Μάρκου και του Παπαϊωάννου, κι η παρέα βγάζει φτερά. Στα κέντρα των πόλεων και τις συνοικίες ξεφυτρώνουν τα τελευταία χρόνια δεκάδες καφενεία, ρακάδικα, τσιπουράδικα, που αναβιώνουν την κοινωνική προσφορά των παλιών αλλά αλησμόνητων κουτουκιών.

 

Νοηματοδοτούν αλλιώς τη διασκέδαση, προσεγγίζοντας τα υψηλά σημαινόμενα με ονόματα ευτελών ζαρζαβατικών και αντικειμένων: «Το κουκί», «Το ρεβύθι», ή και τα δυο μαζί, «Το μανταλάκι», το «Μανιτάρι». Θαρρείς πως δίπλα σου απαγγέλλει ο ποιητής: «Σε έναν πάγκο μια ρετσίνα, μια μισή/ και μπροστά τους τρία ποτήρια δαχτυλάτα/ σομοιράζανε στα τρία το κρασί/ και το πίνανε ίσια κι ίσια και γεμάτα».

 

Το μαγαζάκι που βρεθήκαμε προχθές, μια τρύπα όλη κι όλη, στη συμβολή της Κλεισόβης με τη Θεμιστοκλέους, φέρει την ταπεινή επωνυμία «Κουκούτσι». Ασφυκτικά γεμάτα τα τραπεζάκια έξω στον πεζόδρομο από αγόρια και κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά, που γεύονται εν τούτοις αλκοολούχα τερψιλαρύγγια και πατατοσαλάτες με κεφτεδάκια και ολίγον λουκάνικο. Κολλάνε τα ρούχα σου απ' τη ζέστη. Πότε πότε σε ανακουφίζει μια δροσερή αύρα με την ευεργετική της επίδραση.

 

Ιδίως όμως οι πρόσβαρες πενιές του Μήτσου, τα σιγόντα του Κώστα και τα αηδόνια που απελευθερώνει τραγουδώντας το Βανεσάκι. Φοιτητές κι οι τρεις στην Κοζάνη, τον Πειραιά και τη Νομική. Η πιτσιρικαρία πάλλεται άδοντας αθάνατα ρεμπέτικα διαμάντια. Πού να το φανταζόντουσαν ο Δελιάς, ο Χατζηχρήστος κι ο Τζουανάκος πως θα γνωρίζουν τέτοιες πιένες δεκαετίες μετά τον θάνατό τους. Μας βρήκε το ξημέρωμα στους δρόμους και πέρα βρέχει, εν προκειμένω στα ηπειρωτικά.

 

Μετέωρος [email protected]

 

Scroll to top