30/07/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Το μυθικό «Ατλαζένιο γοβάκι» του Κλοντέλ στην «Πειραιώς 260» σήμερα και αύριο

Παθιασμένος καθολικός αναμετριέται με τον έρωτα

Εχουν μείνει στην ιστορία του θεάτρου οι δωδεκάωρες παραστάσεις του έργου, πρώτα από τον μέγα Βιτέζ (1987), ύστερα από τον Ολιβιέ Πι (2009). Εμείς θα δούμε μια τετράωρη εκδοχή του, που η σκηνοθέτις Εφη Θεοδώρου ονειρευόταν χρόνια πολλά να κάνει, παίρνοντας το ρίσκο. Η παράσταση ξεκινά με το φως της μέρας, στις 8 μ.μ.
      Pin It

Της Εφης Μαρίνου

 

 

efh theodwrou

Εφη Θεοδώρου

Ενα ατλαζένιο γοβάκι στέκεται αφορμή για τη γνωριμία τους καταμεσής του ωκεανού, πάνω σ’ ένα πλοίο με προορισμό την Κίνα. Το γοβάκι παίζεται στη λοταρία κι ο τυχερός θα χορέψει με το κορίτσι που το φορά. Το κερδίζει ο νεαρός διπλωμάτης Πολ Κλοντέλ και από τότε η ζωή του θα περάσει από σαράντα κύματα. Οσο για τη Ροζαλί Βετκ, την άστατη Πολωνέζα, αφιερώνει το γοβάκι στην Παναγία ως «φρένο» σε πιθανές αμαρτίες, αν δοκιμάσει ποτέ να πάει προς το κακό, τουλάχιστον να τρέξει με κουτσό πόδι… Οχι ότι η Μαντόνα την έσωσε από μελλοντικούς πειρασμούς – στέλνοντας στα Τάρταρα τον Κλοντέλ…

 

Ενα μεγάλο ποιητικό παραμύθι της Αναγέννησης. Ενα παλίμψηστο ιδεών, αισθητικής, εποχών, σχέσεων και αντιφάσεων που αφορούν το πνεύμα και τη σάρκα, το θείο και το φθαρτό, την αμαρτία και την πίστη. Το «Ατλαζένιο γοβάκι» του Πολ Κλοντέλ κανονικά ξεδιπλώνεται σε μια παράσταση 12 ωρών. Το εγχείρημα έπραξαν ο Αντουάν Βιτέζ το 1987 στην Αβινιόν και ο Ολιβιέ Πι το 2009 στο Οντεόν. Είχε προηγηθεί ο Ζαν Λουί Μπαρό το 1943 -με τη βοήθεια του ίδιου του Κλοντέλ- συμπυκνώνοντας το κείμενο σε μια τετράωρη παράσταση που παίχτηκε το 1943 στην Κομεντί Φρανσέζ. Στα καθ’ ημάς η εκδοχή του Μπαρό παρουσιάστηκε το 1964 από το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού. Και τώρα η Εφη Θεοδώρου καταθέτει τη δική της 4ωρη πρόταση. Η ιδέα δεν ήρθε ουρανοκατέβατη στη σκηνοθέτρια.

 

«Το “Ατλαζένιο γοβάκι” δεν είναι ανάγνωσμα της στιγμής, μια παρόρμηση. Το αγαπώ πάρα πολύ, ήταν βαθιά επιθυμία πολλών χρόνων η ανάγκη να το κάνω κάποτε στο θέατρο. Εμπλέκομαι μαζί του προσωπικά. Αφορά τις σπουδές μου, τη ζωή μου στο Παρίσι, τη νιότη μου, τη σχέση που ανέπτυξα με αυτό το είδος θεάτρου. Ανήκω στους προνομιούχους που είδαν την ιστορική παράσταση του Βιτέζ το 1987 και συγκλονίστηκα. Σπούδαζα θέατρο εκείνη την εποχή στο Παρίσι και είχα την τύχη να συναναστραφώ τους ανθρώπους που είχαν εμπλακεί στην παράσταση, αλλά και με τον ίδιο τον Βιτέζ λίγους μήνες πριν πεθάνει. Κι όταν το “Γοβάκι” παρουσιάστηκε χρόνια αργότερα στην Αβινιόν, η παλιά παράσταση του Βιτέζ εξακολουθούσε να αποτελεί γεγονός. Εχουν γραφτεί και ειπωθεί γι’ αυτήν πολλά. Μαρτυρίες, βιβλία, συνεντεύξεις. Εζησα την εμπειρία δίπλα στην ομάδα του σκηνοθέτη, αλλά και την εμπειρία των θεατών, ξένων και Ελλήνων. Ηταν ένας μύθος στα θεατρικά πράγματα που έγινε και προσωπικός μου μύθος. Λειτούργησε δηλαδή ως αναπόσπαστο κομμάτι της θεατρικής μου πορείας. Το μελετούσα χρόνια. Οταν το πρότεινα στο Φεστιβάλ, μου ήταν εξαιρετικά οικείο. Το κατέχω αυτό το έργο, μπορώ να πω ότι είναι δικό μου».

 

maria skoula

Μαρία Σκουλά

 

 

 

 

 

 

 

 

 

• Φοβάστε μήπως η διάρκεια λειτουργήσει αποτρεπτικά προς τον θεατή;

 

Εχουμε ξαναδεί πολύωρες παραστάσεις με έπη, διασκευές μυθιστορημάτων, τριλογίες, ακόμα και στο πλαίσιο ρεπερτορίου ενός Κρατικού Θεάτρου. Φυσικά και είναι ρίσκο, αλλά πότε το θέατρο διαλέγει την ασφαλή οδό; Στα προηγούμενα χρόνια του Εθνικού δεν είχα χρόνο. Τώρα το φρεσκάρισα, έκανα τη δραματουργία, τη διανομή. Συνεργάστηκα με τον Στρατή Πασχάλη, δοκιμασμένο μεταφραστή, εξοικειωμένο με τη γλώσσα και την ποίηση.

 

• Είναι ένα χειμαρρώδες κείμενο που μιλά για την κατάκτηση του Κόσμου αλλά και του Θεού. Πώς συμπυκνώνονται η ουσία και η αισθητική του σε μια τετράωρη παράσταση;

 

Πρόκειται για θέατρο υψηλής δραματουργίας χτισμένο αριστουργηματικά. Ενα τέλειο κατασκεύασμα που δεν σε αφήνει στιγμή να ησυχάσεις. Θαυμάζεις πώς αναπτύσσονται μοτίβα και πώς ανατρέπονται, πώς μπλέκονται τα θεατρικά είδη, πώς υπονομεύονται μεγάλα αισθήματα και ιδέες, πώς ο ίδιος ο Κλοντέλ αμφισβητεί τον εαυτό του εκθέτοντας την προσωπικότητα και τον συναισθηματικό του κόσμο. Δεν είναι μεγαλόπνοο με τη ναρκισσιστική έννοια. Ο συγγραφέας κρίνεται μέσω της αλαζονείας του ήρωα, με τον οποίον ταυτίζεται. Πρόκειται για ένα υπερμέγεθες κείμενο, μια εκτός ορίων παράσταση, που περιλαμβάνει τον κόσμο όλο και τον εαυτό του. Ομολογεί την αχίλλειο πτέρνα του: μια γυναίκα. Ιστορικά το έργο αναφέρεται στην εποχή του 15ου-16ου αιώνα. Ο αιρετικός Κλοντέλ είχε το όραμα μιας Καθολικής Ευρώπης όταν έγραφε το «Γοβάκι» μεταξύ 1919 με 1924. Και ήρθε το μακελειό του πολέμου για να συνειδητοποιήσει ότι το όραμα είναι ανεκπλήρωτο. Η χριστιανική Ευρώπη, που θα ηγείτο του κόσμου, δεν είχε μέλλον. Η ματιά του, σκληρή και ειρωνική, βλέπει μια ήπειρο αποικιοκρατική.

 

• Ο Κλοντέλ εμπλέκει στον μύθο αρκετά βιογραφικά στοιχεία.

 

Η γυναίκα που γνώρισε και ερωτεύτηκε μέσα στο πλοίο τον σημάδεψε. Εκανε παιδί μαζί του, αλλά τον εγκατέλειψε κι έζησε με άλλους άντρες. Δεν τη συνάντησε ξανά, είχαν αλληλογραφία, έστελνε πάντα χρήματα. «Τα κύματα της σκέψης σου με βρίσκουν μέσα από τον κόσμο, νιώθω κάθε φορά που η ψυχή σου αγγίζει τη δική μου», του έγραφε εκείνη. Ή «η μικρή μας Λουίζ έχει την πρώτη της κοινωνία την ημέρα Πέτρου και Παύλου». Ο χαρισματικός πολυγραφότατος Κλοντέλ, αυτός που έγραφε θρησκευτικά κείμενα όπως το «Πίσω από τα βιτρό της Αποκάλυψης», είχε κάτι που τον έτρωγε, τον πονούσε. Λυτρώθηκε γράφοντας. Κάτω από τις γραμμές αναγνωρίζεις λεπτομέρειες της πραγματικής ιστορίας. Για παράδειγμα, το «Χασαπιό της Προόδου» είναι το ξενοδοχείο στο οποίο κατέλυε η έγκυος αγαπημένη του με τον εραστή της, κάπου στο κέντρο της Ευρώπης. Κι αυτός έστεκε κάτω από το παράθυρο παρακολουθώντας τις σκιές τους. Είναι πράγματα που μένουν ακόμα στο σκοτάδι, αφού δεν έχουν κλείσει πενήντα χρόνια από τον θάνατό του. Η κόρη που είχε αποκτήσει από τη Ροζαλί ήταν παρούσα στην παράσταση της Αβινιόν.

 

• Το θέμα της πίστης βρίσκεται συνεχώς σε αντιδιαστολή με το πάθος.

 

Η πίστη στον Κλοντέλ ξεκινάει από ένα όραμα που είχε μικρός: πίσω από την κολόνα της Νοτρ Νταμ είδε την Παναγία. Την ίδια στιγμή, όμως, είναι ένας παγανιστής. Δεν κάθεται βολεμένος μέσα στα δόγματά του. Η πίστη δεν φέρνει καμιά ηρεμία στη ζωή του. Τον τόνο δίνει η αγωνία αναμέτρησης. Βάζει τους ήρωές του να στρέφονται εναντίον αυτής της πίστης. Οπως και στον «Κλήρο του μεσημεριού», λέει στον Θεό: «Σε ξέρω και με ξέρεις, δεν έπρεπε να με δοκιμάσεις φέρνοντας αυτή τη γυναίκα στη ζωή μου». Είναι ένας παθιασμένος συγγραφέας που έγινε εύκολη λεία για χλευασμό, ειδικά στον Μάη του ’68 – και μόνο τα γκράφιτι στους τοίχους «Κάτω ο Κλοντέλ» να θυμηθούμε ή τους ειρωνικούς στίχους του Ζορζ Μπρασένς. Ομως είναι σπουδαίος. Ο μαρξιστής Βιτέζ λάτρευε να δοκιμάζει το δίπολο των άκρων ανεβάζοντας πότε Μπρεχτ και πότε Κλοντέλ. Μια ωραία, γόνιμη καλλιτεχνικά, αντίθεση.

 

• Πρώτη φορά σάς βλέπω τόσο χαρούμενη, σχεδόν ευτυχισμένη πριν από μια πρεμιέρα.

 

Είμαι ευτυχής πράγματι. Κουράστηκα, είχα αγωνία αλλά ναι, στο τέλος της διαδρομής είμαι ήσυχη. Διάλεξα τον προβληματικό χώρο του κτιρίου Δ για τη φυσική ομορφιά του, αυτό το θεϊκό φως έτσι όπως μπαίνει από τα παράθυρα. Η παράσταση προσεγγίζει το πιο αρχετυπικό είδος θεάτρου. Το σκηνικό λιτό. Ενα πατάρι πάνω στο οποίο παίζουν οι ηθοποιοί, το οποίο παίρνει διάφορες μορφές. Θα ξεκινήσουμε στις 8 με φως ημέρας και μετά ακολουθούμε τη ροή του χρόνου μέσα στην παράσταση.

 

• Δεν είναι κρίμα τόση δουλειά για δύο μόνο παραστάσεις; Υπάρχει προοπτική για επανάληψη;

 

Το εγχείρημα είναι μεγάλο. Εκτός αν το υιοθετήσει κάποιος. Το κείμενο πάντως θα εκδοθεί από τις εκδόσεις Αγρα. Ακόμα έχω την τύχη να επιλέγω, να ρισκάρω πηγαίνοντας από έργο σε έργο. Το «Ζ» πάει στο Στρασβούργο το Πάσχα του 2015 για οκτώ παραστάσεις. Πρώτη φορά βγαίνει παράστασή μου έξω και χαίρομαι ειδικά για τη συγκεκριμένη, που θα παιχτεί στη σημερινή Γαλλία με την κυρίαρχη Ακροδεξιά. Τον χειμώνα σκέφτομαι το έργο «Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι» του Μπερνάρ Μαρί Κολτές, με δυο νέους ηθοποιούς, τους Χάρη Φραγκούλη και Αργύρη Πανταζάρα, φίλοι μεταξύ τους με ισχυρό κώδικα επικοινωνίας.

 

*INFO: Φεστιβάλ Αθηνών/ Πειραιώς 260, κτίριο Δ. «Το ατλαζένιο γοβάκι» του Πολ Κλοντέλ. Μετάφραση: Στρατής Πασχάλης. Διασκευή – σκηνοθεσία: Εφη Θεοδώρου. Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη. Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη. Μουσική: Νίκος Πλάτανος. Κίνηση: Καμίλο Μπεντανκόρ, Ερμής Μαλκότσης. Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος. Ερμηνεύουν: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Τζωρτζίνα Δαλιάνη, Μαριάννα Δημητρίου, Μάξιμος Μουμούρης, Δημήτρης Παπανικολάου, Μαρία Σκουλά, Γιώργος Τζαβάρας, Πηνελόπη Τσιλίκα, Χάρης Φραγκούλης, Γιώργος Φριντζήλας, Νικόλας Χανακούλας. 30-31 Ιουλίου, 20.00.

 

[email protected]

 

Scroll to top